Πρώτη βαλκανική χώρα σε εξαγωγές σιτηρών η Βουλγαρία, την ώρα που εμείς σβήνουμε από τον παραγωγικό χάρτη…

Πρώτη βαλκανική χώρα σε εξαγωγές σιτηρών η Βουλγαρία, την ώρα που εμείς σβήνουμε από τον παραγωγικό χάρτη…

ΕΘΝΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

– Πρώτη βαλκανική χώρα σε εξαγωγές σιτηρών η Βουλγαρία και ας έχουμε τα πιο ποιοτικά προϊόντα στην Ευρώπη…

Ένα εθνικό και οικονομικό έγκλημα συντελείται από τα χρόνια της Μεταπολίτευσης και μετά στη χώρα. Ένα έγκλημα που έχει άμεσες επιπτώσεις στην κοινωνία και στην οικονομία, αλλά κανένας δεν μιλάει γι’ αυτό, ούτε προσπαθεί να το αναδείξει.

Όλες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις ε­γκατέλειψαν –για να μην πούμε ότι τον πολέμησαν– τον κλάδο που στήριζε την οικονομία, που συγκέντρωνε κόσμο στην ύπαιθρο, που έβγαζε τα ποιοτικότερα προϊόντα στην Ευρώπη, τον κλάδο της αγροτοκτηνοτροφίας.

Έτσι, αντί να αξιοποιήσουν –από το 1980 κιόλας– τα ευρωπαϊκά κονδύλια για να έχουμε την πρώτη και ποιοτικότερη παραγωγή στην Ευρώπη, αντί να φροντίσουν τα προϊόντα μας να γίνουν ακόμα πιο περιζήτητα και να αυξήσουμε την παραγωγή, πετάξαμε δισεκατομμύρια δραχμές, τότε, στα διάφορα κομματόσκυλα και σε κάθε λογής επιτήδειους και αφήσαμε τους αγρότες στη μοίρα τους και την αγροτική παραγωγή να ρημάζει.

Μοιραία, η ύπαιθρος εγκαταλείφθηκε, αφού δεν υπήρχαν δουλειές, και ο κόσμος μαζεύτηκε στα αστικά κέντρα για να αναζητήσει μεροκάματο στα εργοστάσια και στα λιμάνια.

Η Ελλάδα, λοιπόν, που είχε και έχει τα καλύτερα προϊόντα, εξαφανίστηκε από τον χάρτη του πρωτογενούς τομέα γιατί δεν είχε ποτέ της μπούσουλα, σχεδιασμό αγροτικής πολιτικής, με κατευθύνσεις και στόχους. Και η χαριστική βολή ήρθε με τα φωτοβολταϊκά, που έκαναν τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις… ερήμους.

Για να δούμε όμως τι κάνουν οι γείτονές μας, οι Βούλγαροι και οι Τούρκοι.

Να θυμίσουμε, έτσι για την Ιστορία, ότι η Βουλγαρία μπήκε στην ΕΕ περίπου 30 χρόνια μετά από εμάς.

Τι έκανε όμως; Εφάρμοσε επιθετική αγροτική πολιτική και επικεντρώθηκε στο σιτάρι, που είναι βασικό προϊόν και δεν υπάρχει στην Ευρώπη σε μεγάλες ποσότητες, με αποτέλεσμα να περιμένουν όλοι να γίνουν τα σιτηρά της Ουκρανίας για να έχουν ψωμί. Και τώρα με τον πόλεμο είδαμε τι έγινε…

Διαβάστε επίσης: Οι εισαγωγές… ροκανίζουν την οικονομία

Αυτό ακριβώς εκμεταλλεύθηκαν οι Βούλγαροι. Με το που μπήκαν στην ΕΕ, έστειλαν όλες τις επιδοτήσεις στην παραγωγή, με κυρίαρχη αυτή στις εξαγωγές σιτηρών, που υστερούν κατά πολύ σε ποιότητα σε σχέση με τα ελληνικά, τα οποία όμως δεν υπάρχουν πλέον.

Για να πάρουμε μια γεύση του τι γίνεται θα δανειστούμε μερικά στοιχεία από το έγκυρο σάιτ agrocapital.gr, που έχει πάντα πολύ καλή πληροφόρηση από τα τεκταινόμενα στον πρωτογενή τομέα. Σύμφωνα με αυτά, τον Μάιο του 2025, τον περασμένο μήνα δηλαδή, ο τερματικός σταθμός Βάρνα – Δύση στη Βουλγαρία σημείωσε το υψηλότερο φορτίο διακίνησης στην ιστορία του: 845.000 τόνοι φορτίου σε μόλις έναν μήνα.

Πίσω από αυτό το νούμερο κρύβεται ένα ευρύτερο αφήγημα – η Βουλγαρία σχεδιάζει, επενδύει και εξάγει. Από την αρχή του έτους, ο σταθμός έχει διαχειριστεί πάνω από 3 εκατ. τόνους, ενώ οι εξαγωγές σιτηρών έχουν εκτοξευθεί κατά 200% σε σύγκριση με το 2024.

Ο νέος τερματικός σιτηρών που τέθηκε σε λειτουργία το 2024 έχει ήδη ετήσια δυναμικότητα άνω των 2 εκατ. τόνων, με την τεχνολογική αναβάθμιση της προβλήτας 15 να επιτρέπει συνεχή φόρτωση, διαλογή και μεταφορά με βάση διεθνή πρότυπα. Είναι μια εθνική στρατηγική που λειτουργεί και αποδίδει.

Όλα αυτά τα χρόνια τι γίνεται;

Εδώ, στη χώρα μας, που θα έπρεπε να είμαστε 30 χρόνια μπροστά από τη Βουλγαρία, τι κάναμε; Όλα αυτά τα χρόνια τι γίνεται;

Η παραγωγή σκληρού σίτου μειώνεται αθόρυβα, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για την πιο αναγνωρίσιμη, ποιοτική και εξαγώγιμη ελληνική γεωργική ταυτότητα. Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις συρρικνώνονται, όχι λόγω αδυναμίας των αγροτών, αλλά λόγω συστηματικής απουσίας κρατικού σχεδιασμού.

Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στερείται στρατηγικής στόχευσης, ρεαλιστικής χαρτογράφησης και κυρίως διάθεσης να ακούσει τους ανθρώπους της παραγωγής. Γιατί αν τους άκουγε, θα μάθαινε πως τα εδάφη υποσιτίζονται, πως λείπει το κάλιο, πως δεν γίνεται ανάλυση εδάφους, πως λιγοστεύουν τα εφόδια επειδή οι επιδοτήσεις έρχονται αργά ή δεν καλύπτουν τις ανάγκες. Και όμως, η χώρα που εξάγει φέτα σε 80 αγορές δεν εξάγει το ίδιο της το ψωμί δεν έχει συμμετοχή στις εξαγωγές σιτηρών .

Αυτή είναι η θλιβερή πραγματικότητα.

Το ίδιο, αβέβαιο, μέλλον διαγράφεται και για το βαμβάκι, τον ιστορικό πυλώνα της ελληνικής γεωργίας. Εδώ και χρόνια, οι ολλανδοί σύμβουλοι μας προειδοποιούν ότι «είναι ενεργοβόρο και κοστοβόρο». Αντί η Ελλάδα να απαντήσει με καινοτομία, ποιοτική διαφοροποίηση ή τεχνολογική αναβάθμιση, ακολούθησε τη σιωπηλή τακτική της αποεπένδυσης.

Και τελευταία προέκυψε και το θέμα της λειψυδρίας. Έγινε κάτι για να αντιμετωπιστεί; Ασχολήθηκε σοβαρά κανένας; Μόνο για την Αθήνα τρέχουν όλοι και για τα νησιά, μήπως διψάσουν. Όλα για τους τουρίστες. Για τους αγρότες… τίποτα.

Το ίδιο συμβαίνει και με τη νέα τάση των θερμοκηπίων

Οι αγρότες σπρώχνονται προς υψηλού κόστους υποδομές, με προσδοκίες που δεν εδράζονται σε μελέτες αγοράς, αλλά σε πρόσκαιρες μόδες, που ενισχύονται χωρίς να υπάρχει σαφές πλάνο εξαγωγών ή εγγυήσεις κόστους παραγωγής. Την ίδια στιγμή, η Τουρκία πλημμυρίζει την ΕΕ με ντομάτες, πιπεριές και μελιτζάνες, επωφελούμενη του χαμηλού κόστους εργασίας, των φτηνότερων καυσίμων και της κρατικής στήριξης των εξαγωγών. Η Ελλάδα τι ακριβώς σχεδιάζει;

Ποιος ακριβώς θα εμπιστευθεί έναν πρωτογενή τομέα που αλλάζει προτεραιότητες κάθε δύο χρόνια, χωρίς χαρτογράφηση των εδαφών, χωρίς εθνικό μητρώο ελλείψεων και χωρίς διασύνδεση μεταξύ παραγωγής – μεταποίησης – εξαγωγών; Ποιος θα βάλει χρήμα σε μια χώρα που επιδοτεί την αποεπένδυση;

Δεν υπάρχει βούληση για τίποτα

Όλα αυτά, δυστυχώς, φανερώνουν ότι δεν υπάρχει κράτος. Δεν υπάρχει βούληση για τίποτα, δεν υπάρχει σχεδιασμός για οτιδήποτε. Μόνο οι αρπαχτές υπάρχουν, και όποιος καταφέρει να επιβιώσει… τα κατάφερε. Για τους υπόλοιπους επιδόματα πείνας και συσσίτια. Το σήμα κατατεθέν μιας χώρας που δεν παράγει και ταυτόχρονα γερνάει.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ