
Στον «αστερισμό» του Ντόναλντ Τραμπ
–Το νέο περιβάλλον στα ελληνοτουρκικά και ο στρουθοκαμηλισμός της κυβέρνησης
Μέσα στο εξαιρετικά επικίνδυνο και ρευστό σκηνικό που διαμόρφωσε ο πόλεμος των 12 ημερών μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, που έδειξε και πάλι ότι στον νέο κόσμο που δημιουργείται παραμένει πρώτιστη αξία το «δίκαιο του ισχυρού», η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να συνεχίσει να κάνει την αδιάφορη και να κρύβει το κεφάλι στην άμμο.
Η παρέμβαση των Αμερικανών, με την επίθεση στα πυρηνικά του Ιράν, η οποία πριν από λίγο καιρό φαινόταν αδιανόητη, έδειξε πλέον ότι οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν αλλάξει και ότι η άσκηση εξωτερικής πολιτικής από μία μεσαία χώρα, όπως η Ελλάδα, δεν μπορεί να μένει κολλημένη σε στερεότυπα και σε φοβικά σύνδρομα.
Ακόμη είναι πρόωρο να αποτιμηθεί το πώς αυτός ο πόλεμος θα επηρεάσει μακροπρόθεσμα τις ισορροπίες στην περιοχή και αν μέσα σε αυτήν τη διαδικασία θα βρουν ευκαιρία και άλλες περιφερειακές δυνάμεις να ενισχύσουν τη θέση τους.
Το Ισραήλ, ο στενότερος ίσως σύμμαχος της Ελλάδας στην περιοχή, βυθίζεται όλο και πιο πολύ σε μια πολεμική εμπλοκή, καθώς, παρά την εκεχειρία, τα επόμενα χρόνια θα είναι αφοσιωμένο είτε στην παρακολούθηση του Ιράν και των προσπαθειών για ανάκτηση του πυρηνικού του προγράμματος, είτε στη Γάζα, όπου έχει εγκλωβιστεί σε ένα επώδυνο αδιέξοδο.
Την ίδια ώρα, η Τουρκία, παρά την προκλητική στήριξή της στο Ιράν, φαίνεται ότι ισορροπεί και πάλι, προβάλλοντας τη μοναδικότητά της αλλά και τη μεγάλη γεωπολιτική αξία της, κάτι που, όπως βλέπουμε, είναι πρόθυμοι να «αγοράσουν» τόσο οι Ευρωπαίοι όσο και ο Πρόεδρος Τραμπ.
Άλλωστε, μόλις ο κ. Τραμπ έφτασε στη Χάγη για τη Σύνοδο Κορυφής, ο πρώτος που συνάντησε πριν από το δείπνο των ηγετών ήταν ο Ταγίπ Ερντογάν. Αυτό και μόνο λέει πολλά για την αποτελεσματικότητα της τουρκικής διπλωματίας.
Η κρίση μεταξύ Ιράν και Ισραήλ δημιουργεί σοβαρές προκλήσεις για την Τουρκία, καθώς, παρά τον «ιερό πόλεμο» εναντίον του Ισραήλ, βλέπει ότι ο Νετανιάχου κατορθώνει να επιβιώνει και να βγαίνει πιο ισχυρός από τη δύσκολη σχέση του με τον αμερικανό Πρόεδρο. Αυτό αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα της Άγκυρας, καθώς, με το Ισραήλ να παραμένει ισχυρή περιφερειακή δύναμη –αφού, παρά τις κόντρες με την Ουάσινγκτον, κατόρθωσε στα δύσκολα να έχει δίπλα του τον αμερικανό Πρόεδρο–, γνωρίζει ότι δεν είναι πια καθόλου εύκολη η υλοποίηση των επιδιώξεών της για ανάληψη ισχυρού περιφερειακού ρόλου στη Μέση Ανατολή.
Όμως, η Τουρκία έκανε σημαία της στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ όχι μόνο τις επιθέσεις εναντίον του Ισραήλ αλλά και την προβολή του ρόλου της χώρας ως παράγοντα σταθερότητας και διαμεσολάβησης στις μεγάλες κρίσεις. Συγχρόνως, δε, έθεσε μετ’ επιτάσεως την κατάργηση κάθε είδους αποκλεισμών μεταξύ των κρατών-μελών σε θέματα πώλησης εξοπλισμών.
Η πίεση που ασκεί ο Ταγίπ Ερντογάν έχει αποδέκτες τόσο τις ΗΠΑ, καθώς η προμήθεια των F-35 παραμένει παγωμένη, όσο και τους ευρωπαίους εταίρους, αφού η υπόθεση των Eurofighters έχει κολλήσει και πάλι. Αντιθέτως, η Τουρκία έχει βρει εξαιρετικά ευνοϊκό ακροατήριο σε ό,τι αφορά την εμπλοκή της στην Ευρωπαϊκή Άμυνα και τη διεκδίκηση σημαντικού μεριδίου από την τουρκική πολεμική βιομηχανία στο πρόγραμμα SAFE για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης, με τον ίδιο τον ΓΓ του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε να καλεί για ενίσχυση της συνεργασίας της ΕΕ με την Τουρκία στον τομέα των εξοπλισμών…
Καθώς έρχεται και πάλι στο προσκήνιο το θέμα του τουρκολιβυκού μνημονίου, με τα διαβήματα που έγιναν εκ μέρους όχι μόνο της κυβέρνησης της Τρίπολης αλλά και της ανεπίσημης κυβέρνησης της Βεγγάζης, οι οποίες κατήγγειλαν την Ελλάδα για παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Λιβύης με την προκήρυξη των δύο οικοπέδων νοτίως της Κρήτης, η Ελλάδα θα πρέπει να κινητοποιηθεί.
Δεν είναι τυχαίο το ότι ακόμη και η κυβέρνηση της Ανατολικής Λιβύης, στην οποία στηρίχθηκε η Ελλάδα το 2019 προκειμένου να αποκρούσει το τουρκολιβυκό μνημόνιο, απείλησε ότι, εάν δεν αλλάξει στάση η Ελλάδα, θα πρέπει να κληθούν πετρελαϊκές εταιρείες για έρευνες στην περιοχή, όπου θεωρεί ότι τα δύο ελληνικά οικόπεδα επικαλύπτουν την υποτιθέμενη λιβυκή ΑΟΖ, όπως έχει χαραχθεί με το τουρκολιβυκό μνημόνιο.
Παράλληλα, συνεχίζεται η σοβαρή εκκρεμότητα με την Τουρκία, καθώς η κυβέρνηση προσπαθεί –με κινήσεις που αφορούν την εσωτερική κοινή γνώμη– να δείξει ότι ασκεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Όμως, η πραγματικότητα είναι ότι η Τουρκία έχει επιβάλει καθεστώς φινλανδοποίησης σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα, ο περίφημος χάρτης του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού της Ελλάδας δεν έχει ακόμη κατατεθεί επισήμως στην Κομισιόν, ώστε να λάβει επίσημο χαρακτήρα. Το θαλάσσιο πάρκο εξαγγέλθηκε στα χαρτιά, αλλά ακόμη δεν έχει γίνει καμία κίνηση για την επίσημη θέσπισή του, ενώ το καλώδιο για τη διασύνδεση Κρήτης – Κύπρου παραμένει παγωμένο, υπό τον φόβο των τουρκικών απειλών.
Την ίδια ώρα, η Τουρκία όχι μόνο δημοσιοποίησε αλλά και κατέθεσε στην UNESCO τον δικό της Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό, ο οποίος αποτυπώνει όλο το φάσμα των τουρκικών διεκδικήσεων εις βάρος της χώρας μας και διεκδικεί το μισό Αιγαίο ως ζώνη άσκησης τουρκικών αρμοδιοτήτων και δικαιωμάτων.
Σε αυτό το εκρηκτικό μείγμα που δημιουργείται, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να ζυγίσει τα πράγματα και να κινηθεί προσεκτικά για την άσκηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, με γνώμονα όχι την εσωτερική επικοινωνία αλλά την ουσία.
Στην Αθήνα, πάντως, έχει προκαλέσει μεγάλη ανησυχία το ενδεχόμενο μια ένταση στην περιοχή να προκαλέσει το… ενδιαφέρον του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος, όπως έδειξε και στον πόλεμο Ιράν – Ισραήλ, όχι μόνο δεν διστάζει να επιστρατεύσει την αμερικανική ισχύ όταν το κρίνει αναγκαίο, αλλά ούτε και χαρίζεται σε φίλους και συμμάχους, ακόμη και στο Ισραήλ.
Οι πληροφορίες που αποκάλυψε η «Καθημερινή της Κυριακής», σύμφωνα με τις οποίες ετοιμάζεται στο παρασκήνιο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ σχέδιο επίλυσης των ελληνοτουρκικών, έχουν σημάνει συναγερμό στην Αθήνα, καθώς είναι δεδομένο ότι η νέα αμερικανική αντίληψη για τις διεθνείς υποθέσεις και τους τρόπους επίλυσής τους απέχει κατά πολύ από την ελληνική θέση για σεβασμό του Δικαίου της Θάλασσας και της διεθνούς νομιμότητας.
Έτσι, η Αθήνα κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να βρεθεί αντιμέτωπη όχι μόνο με τα τετελεσμένα που προκαλεί η Άγκυρα αλλά και με μια καταιγιστική «ειρηνευτική» παρέμβαση του Προέδρου Τραμπ, η οποία, φυσικά, δεν θα είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ