Που πάει η χώρα μας;

Που πάει η χώρα μας;


Της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ

 

Μια πόλη που έχει χάσει τον χαρακτήρα της, μια πόλη φάντασμα, μακριά από εκείνη την πρωτεύουσα του 1950, με τη χάρη, την γλύκα, τις όμορφες γωνιές της, έγινε πια η Αθήνα μας. Και εμείς απλοί θεατές, οι πιο συντηρητικοί εραστές της, τη βλέπουμε να αγωνίζεται, χωρίς αποτέλεσμα, να αρθεί στο ύψος που της αξίζει.

Πριν από χρόνια, στηλιτεύαμε τις ακρότητες που συνέβαιναν στα κράτη του πλανήτη και ευχόμασταν η δική μας πρωτεύουσα να μοιάζει με έναν παράδεισο, φτωχό, αλλά αγαπημένο.
Υπήρχε η συντροφικότητα, η ελευθερία της κυκλοφορίας, χωρίς τον φόβο ενός ληστή ή μιας ομάδας αλλοδαπών που μπορεί να σε κατακεραυνώσουν και να σε ληστέψουν ή, ακόμα χειρότερα, να ασελγήσουν πάνω σε αθώα θύματα.

Πού πάει η χώρα μας, τι επιδιώκουν οι αμέτρητοι αλλοδαποί που χαρακτηρίζονται ως μετανάστες; Και έπειτα, πώς μπορούμε να ελπίζουμε, όταν αυτοί που εκλέξαμε φαγώνονται μέσα στη Βουλή για να διασφαλίσουν τη θέση τους στην εξουσία;

Όχι, δεν μπορεί η υγιής ακόμα κοινωνία, που αγωνίζεται να έχει μια σωστή οικογένεια, να αντέξει την αθλιότητα μιας τάξης πραγμάτων που ξαφνικά έγινε ο σφετεριστής των ελευθεριών που της έδωσε το Σύνταγμα και οι νόμοι του κράτους.

Η εικόνα ενός κράτους-καφενείο –ένας χαρακτηρισμός ηπιότερος από αυτόν που θα ήθελα να χρησιμοποιήσω– δεν μας κάνει περήφανους, αντίθετα, έχουμε χάσει πια την πίστη σε ό,τι πιστεύαμε και οι απογοητεύσεις έρχονται η μία πάνω στην άλλη. Μέρες ολόκληρες παρακολουθούμε εγκλήματα, παιδιά να σκοτώνουν γονείς, γονείς να κακοποιούν τα ίδια τους τα παιδιά.

Κάθε μέρα ακούμε για έναν πανούργο θάνατο, ένα έγκλημα.
Από την άλλη, είχαμε την απώλεια του τελευταίου καθαρού μυαλού από ίντριγκες, του μουσικού μας Διονύση Σαββόπουλου, ο οποίος ήταν ο τελευταίος που εξέφραζε τη γενιά της ζωντανής Αθήνας, εκείνης που ήξερε να χαμογελά, να σατιρίζει χωρίς πάθος τα γενόμενα και να αγωνίζεται όταν πρέπει. Έφυγε ένας άνθρωπος που ήταν υπόδειγμα ελεύθερου γνήσιου Έλληνα.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ