
Η Αθήνα οδηγεί σε Βατερλώ την υπόθεση του καλωδίου
–Υπό τον φόβο της Τουρκίας και με την ανοχή της Λευκωσίας
Βατερλώ για τον Ελληνισμό αποτελεί η διαφαινόμενη κατάληξη του σημαντικού -οικονομικά, ενεργειακά και κυρίως γεωπολιτικά- έργου της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ, καθώς οι κυβερνήσεις στην Αθήνα και στη Λευκωσίαοδηγούν το έργο εκτός τροχιάς, καλύπτοντας τελικά την πραγματική αιτία, που δεν είναι άλλη από το βέτο που θέτει η Τουρκία.
H Τουρκία έχει καταστήσει επίσημη πολιτική της το ότι κανένα έργο που επιχειρεί να την παρακάμψει δεν θα υλοποιηθεί στην Ανατολική Μεσόγειο χωρίς τη συναίνεσή της.
Διαβάστε επίσης: Οι σκιαμαχίες Αθήνας – Λευκωσίας και τα ιδιωτικά συμφέροντα που προσφέρουν το καλώδιο στο… πιάτο της Τουρκίας
Και, μάλιστα, για το συγκεκριμένο έργο έχει πολλούς λόγους παραπάνω να ορθώσει το βέτο της, καθώς έτσι αμφισβητεί πλήρως την Ελληνοαιγυπτιακή Συμφωνία και την οριοθετημένη με αυτήν ελληνική ΑΟΖκαι κατοχυρώνει επί του πεδίου το τουρκολιβυκό μνημόνιο.

Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, και παρά το πνεύμα συνεννόησης που προσπάθησαν να εκπέμψουν από τη Νέα Υόρκη ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Νίκος Χριστοδουλίδης, ήταν προφανές ότι και οι δύο πλευρές επιχειρούν να παίξουν το παιχνίδι της επίρριψης ευθυνών για το διαφαινόμενο αδιέξοδο, ώστε να αποφύγει καθεμία την ανάληψη όχι μόνο του οικονομικού κόστους, αλλά κυρίως του διπλωματικού και πολιτικού κόστους που θα επιφέρει το πάγωμα του έργου.
Το μήνυμα
Ενώ η Αθήνα έστελνε το μήνυμα ότι επρόκειτο άμεσα να προχωρήσει σε επανάληψη των ερευνών εκεί όπου τις σταμάτησε τον Ιούλιο του 2024, λόγω του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού, ο ΑΔΜΗΕ, ο οποίος ελέγχεται από το ελληνικό κράτος, έριξε λάδι στη φωτιά, καθώς με επιστολή του προς τη Ρυθμιστική Αρχή της Κύπρου (ΡΑΕΚ) ουσιαστικά απαιτούσε αφενός την άμεση καταβολή της προβλεπόμενης ετήσιας δόσης των 25 εκατ. ευρώ (προβλέπονται ισόποσες δόσεις έως το 2029) και αφετέρου την αναγνώριση εξόδων ύψους 251 εκατ. ευρώ, τα οποία, σύμφωνα με τον ίδιο τον ΑΔΜΗΕ, έχουν καταβληθεί μέχρι τώρα για εργασίες σχετικές με τη διασύνδεση.
Η ΡΑΕΚ αναγνωρίζει μόλις 82 εκατ. ευρώ από αυτές τις δαπάνες, τα οποία θα αρχίσουν να εξοφλούνται, στο μερίδιο που της αναλογεί, μετά την ολοκλήρωση του έργου.
Ακολούθησε μια οργισμένη και πέραν των ορίων της διπλωματικής ευγένειας δήλωση του Νίκου Χριστοδουλίδη, ο οποίος, διαχωρίζοντας μεν τον ΑΔΜΗΕ από την κυβέρνηση, κατηγόρησε τον πρόεδρο του ΑΔΜΗΕ για απόπειρα εκβιασμού της Κυπριακής Δημοκρατίας, προειδοποιώντας ότι «δεν ξέρει με ποιους έχει να κάνει».
Η αντίδραση Χριστοδουλίδη
Ο κ. Χριστοδουλίδης μπορεί να αντέδρασε έτσι επειδή θεωρεί ότι ο ΑΔΜΗΕ επιχειρεί να φορτώσει μεγαλύτερο κόστος στην Κύπρο, όμως έχει και ο ίδιος σοβαρές ευθύνες, καθώς ο υπουργός Οικονομικών του, Μάκης Κεραυνός, με συνεχείς δηλώσεις του, αμφισβητεί και υπονομεύει το έργο, δηλώνοντας ότι δεν θα υπογράψει την καταβολή των δόσεων που οφείλει η Κυπριακή Δημοκρατία, καθώς το έργο δεν είναι βιώσιμο.
Τα επόμενα επεισόδια εκτυλίχθηκαν στο Μέγαρο Μαξίμου, όπου πραγματοποιήθηκε έκτακτη σύσκεψη υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, με τη συμμετοχή του υπουργού Ενέργειας Σταύρου Παπασταύρου και του προέδρου του ΑΔΜΗΕ Μανούσου Μανουσάκη.
Παρά το συμφιλιωτικό μήνυμα που εκπέμφθηκε, και βρήκε άμεση ανταπόκριση από τη Λευκωσία, είχε σημασία ότι ο κ. Παπασταύρου στράφηκε εναντίον της κυπριακής πλευράς, υπαινισσόμενος τη διγλωσσία της σε σχέση με το έργο, ενώ, απαντώντας στον κύπριο Πρόεδρο, τόνισε ότι ο ΑΔΜΗΕ ανήκει στο κράτος και ότι «η Ελλάδα δεν εκβιάζει κανέναν».

Μέσα σε αυτό το κλίμα, πέρασε ίσως απαρατήρητη η δήλωση του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη, ο οποίος –ενώ εδώ και έναν χρόνο ανακοινώνει την επικείμενη επανάληψη των ερευνών ανατολικά της Κάσου– βρήκε την ευκαιρία, λόγω της κατάστασης που διαμορφώθηκε, να δηλώσει ότι πλέον «η κατάσταση θα μείνει παγωμένη μέχρις ότου επιλυθεί η εκκρεμότητα που υπάρχει για τα τεχνικοοικονομικά ζητήματα». Άλλωστε, όλοι γνωρίζουν ότι ο βασικός λόγος των προβλημάτων είναι ακριβώς το γεωπολιτικό ρίσκο, το οποίο έχει καθυστερήσει σημαντικά το έργο, έχει εντείνει τη δυσπιστία στην Κύπρο, όπου θεωρούν ότι θα πληρώσουν για ένα έργο που δεν θα υλοποιηθεί, και συγχρόνως αποθαρρύνει τους επενδυτές.
Έτσι, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο είχε αναλάβει να βρει φόρμουλα για την επανεκκίνηση των ερευνών και διαβεβαιώνει εδώ και έναν χρόνο ότι αυτές θα γίνουν, παραπλανώντας έτσι τόσο τους εμπλεκόμενους φορείς όσο και τους δυνητικούς επενδυτές, βρήκε την ευκαιρία να ανακοινώσει, μέσω του ΥΠΕΞ, το πάγωμα των ερευνών «μέχρι νεωτέρας».
Προφανώς, το ΥΠΕΞ και η πολιτική ηγεσία του πιστεύουν ότι έτσι απαλλάσσονται από τις σοβαρότατες ευθύνες που ανέλαβαν όλο αυτό το διάστημα, όταν –σε μια λογική κατευνασμού προς την Τουρκία– διέρρεαν ότι δεν θα υπάρξει πρόβλημα και ότι η χώρα θα ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα, ανεξαρτήτως των αντιρρήσεων της Άγκυρας.
Όμως, ένα ενδεχόμενο πάγωμα ή, πολύ περισσότερο, μια ακύρωση του έργου της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου θα αποτελέσει στρατηγική ήττα για την Ελλάδα, καθώς κανείς φυσικά δεν θα πεισθεί ότι πρόκειται για αποτέλεσμα διαφωνιών μεταξύ των Ρυθμιστικών Αρχών των δύο χωρών. Όλοι θα γνωρίζουν πλέον ότι η Τουρκία έχει επιβάλει τον δικό της νόμο στην Ανατολική Μεσόγειο και ότι μπορεί επίσης να επιβάλει απόλυτο περιορισμό στην άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, εφόσον αυτά δεν έχουν την έγκριση της Άγκυρας.
Διότι μπορεί, κατά καιρούς, ο κ. Δένδιας και ο κ. Μητσοτάκης να καυχώνται ότι «μεγάλωσαν την Ελλάδα» και ότι όρισαν ΑΟΖ με την Αίγυπτο, όμως το σημαντικότερο δεν είναι οι ασκήσεις επί χάρτου, αλλά η δυνατότητα να διασφαλιστεί αυτή η ΑΟΖ και να εγγυηθεί η κυβέρνηση ότι η χώρα μπορεί και έχει τη δύναμη να ασκεί πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα και να μην μετατρέπεται σε κράτος υποτελές της Τουρκίας.