
Β. Ζωγράφος στο “Π”: Η «ψηφιακή Βαβέλ» του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης

Του
ΒΑΣΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
Διευθύνοντος Συμβούλου της Vision Labs R&D Team,
Υποψήφιου Διδάκτορος Επιστήμης Πληροφορικής και Δεδομένων,
BSc (Hons).CS, MBA.IB, MSc.DS, PhD.C.
[email protected]
Η έννοια του ψηφιακού κράτους στην Ελλάδα παρουσιάζεται ως δείγμα προόδου, ως σημείο εκσυγχρονισμού και τεχνολογικής ωριμότητας. Όμως, πίσω από το αφήγημα της «ψηφιακής Ελλάδας» διαμορφώνεται μια άλλη πραγματικότητα.
H ψηφιακή μετάβαση έχει μετατραπεί σε πεδίο εργολαβικής εξάρτησης και διοικητικού χάους. Οι δημόσιες ψηφιακές υπηρεσίες δεν οικοδομούνται πάνω σε ενιαία αρχιτεκτονική, αλλά σε ένα μωσαϊκό από εφαρμογές που αναπτύσσονται πρόχειρα, αποσπασματικά και ασυντόνιστα.
Το φαινόμενο είναι διαχρονικό, αλλά πλέον παίρνει θεσμικές διαστάσεις. Κάθε ανάδοχος, κάθε εργολάβος πληροφορικής αναπτύσσει τη δική του πλατφόρμα / εφαρμογή, με δική του λογική, δικό του πηγαίο κώδικα και δικό του μοντέλο δεδομένων. Δεν υπάρχει ενιαίο τεχνικό υπόβαθρο ούτε υποχρεωτικό πρότυπο διαλειτουργικότητας. Το αποτέλεσμα είναι ένα οικοσύστημα εφαρμογών που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, δημιουργώντας ένα ψηφιακό χάος που απειλεί να παραλύσει τη διοίκηση στο μέλλον.
Η κατάσταση θυμίζει εργοτάξιο χωρίς αρχιτέκτονα. Οι πλατφόρμες μοιάζουν με πρόχειρες προσθήκες σε ένα δημόσιο οικοδόμημα, χωρίς σχέδιο, χωρίς εποπτεία, χωρίς ενιαίο όραμα. Όταν τα έργα ολοκληρώνονται, οι ανάδοχοι παραμένουν οι μοναδικοί που γνωρίζουν τη δομή και τη λειτουργία των συστημάτων. Το κράτος, ανήμπορο να συντηρήσει ή να αναπτύξει μόνο του τα έργα, μένει δέσμιο των εργολάβων. Η ψηφιακή εξάρτηση έχει ήδη γίνει θεσμική ομηρία.
Το πρόβλημα δεν είναι απλώς τεχνικό, είναι βαθιά πολιτικό. Κάθε έργο εκτελείται απομονωμένα, χωρίς κοινό πλαίσιο αναφοράς, χωρίς ενιαία πολιτική δεδομένων. Οι ανάδοχοι διαμορφώνουν στην πράξη τα όρια της ψηφιακής διακυβέρνησης. Το κράτος, αντί να είναι ρυθμιστής, έχει μετατραπεί σε πελάτη των δικών του συστημάτων. Οι δημόσιες υποδομές πληροφορικής λειτουργούν ως ιδιοκτησία των εταιρειών που τις ανέπτυξαν, ενώ οι υπηρεσίες που στηρίζονται σε αυτές εξαρτώνται από συνεχή εξωτερική τεχνική υποστήριξη.
Η συνέπεια είναι διπλή: αφενός η αδυναμία ενσωμάτωσης νέων τεχνολογιών (τεχνητή νοημοσύνη, big data, cloud υποδομές), αφετέρου η αδυναμία απεξάρτησης από τους ίδιους αναδόχους. Κάθε νέα αναβάθμιση, κάθε μικρή αλλαγή μεταφράζεται σε νέο έργο, νέα δαπάνη, νέα εργολαβία. Έτσι, δημιουργείται ένα κλειστό καρτέλ αναπαραγωγής εξάρτησης, στο οποίο το Δημόσιο πληρώνει διαρκώς για να διατηρεί στη ζωή πλατφόρμες που το ίδιο δεν ελέγχει.
Ένα ακόμα ζήτημα που αναδύεται είναι η έλλειψη τεχνοκρατικής λογοδοσίας. Δεν υπάρχει δημόσια καταγραφή επιδόσεων συστημάτων ούτε δείκτες διαφάνειας στη λειτουργία των πλατφορμών. Ο πολίτης δεν γνωρίζει ποιοι έχουν πρόσβαση στα δεδομένα του, ποια έργα λειτουργούν αποδοτικά και πώς αξιοποιούνται. Αυτό το έλλειμμα καθιστά την ψηφιακή μετάβαση πολιτικό εργαλείο χωρίς κοινωνικό έλεγχο.
Η απουσία ενιαίας αρχιτεκτονικής δεδομένων και διαλειτουργικότητας εκ σχεδιασμού καθιστά το ελληνικό ψηφιακό κράτος ευάλωτο. Σε χώρες που έχουν υιοθετήσει στρατηγικές διακυβέρνησης προσανατολισμένης στο υπολογιστικό νέφος και στην ψηφιακή κυριαρχία, η τεχνολογία λειτουργεί ως υποδομή δημοσίου συμφέροντος, με διαφάνεια, θεσμικό έλεγχο και ανεξαρτησία. Στην Ελλάδα, όμως, η ψηφιακή πολιτική παραμένει εργολαβική διαδικασία, όχι θεσμική μεταρρύθμιση.
Ακόμη και η διαχείριση των δεδομένων γίνεται χωρίς εθνική στρατηγική. Οι πληροφορίες των πολιτών και των επιχειρήσεων είναι διασκορπισμένες, αποθηκευμένες σε διαφορετικά συστήματα, χωρίς εγγύηση ενιαίου ελέγχου ή ασφάλειας. Δεν υπάρχει σαφής μηχανισμός διακυβέρνησης δεδομένων ούτε ανεξάρτητη εποπτεία των ψηφιακών έργων. Η λογοδοσία παραμένει θολή, όπως και η ευθύνη.
Η Ελλάδα χρειάζεται μια ριζικά διαφορετική προσέγγιση:
• Θεσμική ανεξαρτησία στη χάραξη και στην υλοποίηση της ψηφιακής πολιτικής.
• Δημιουργία ενιαίας αρχιτεκτονικής δεδομένων και υπηρεσιών.
• Εγκαθίδρυση μηχανισμών διαφανούς λογοδοσίας και αξιολόγησης.
• Ανάπτυξη εθνικής ψηφιακής κυριαρχίας.
• Ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών και της ακαδημαϊκής κοινότητας στον σχεδιασμό.
• Συστηματική ενίσχυση της κυβερνοασφάλειας.
• Σχεδιασμός υπηρεσιών με προτεραιότητα την εμπειρία του πολίτη.
• Στοχευμένη ψηφιακή κατάρτιση των πολιτών.
Η ψηφιοποίηση, αντί να απελευθερώνει το κράτος από την αδράνεια, το παγιδεύει σε μια νέα εξάρτηση. Οι εργολάβοι καθορίζουν την τεχνολογική κατεύθυνση, οι πλατφόρμες καθορίζουν τους θεσμούς και το Δημόσιο λειτουργεί ως διαχειριστής συμβάσεων, όχι ως φορέας στρατηγικής. Αν δεν υπάρξει θεσμική τομή, με ενιαία αρχιτεκτονική, κανόνες συμβατότητας και κρατική τεχνογνωσία, το ψηφιακό κράτος θα παραμείνει σύστημα υπό ανάθεση, ευάλωτο, κατακερματισμένο και τελικά μη λειτουργικό. Η Ελλάδα δεν χρειάζεται άλλες εφαρμογές. Χρειάζεται κεντρικό σχεδιασμό, ενιαία υποδομή και κρατική ψηφιακή κυριαρχία. Μόνο έτσι η τεχνολογία θα υπηρετήσει τη δημοκρατία, αντί να τη θέσει υπό εργολαβία.
