Οι σκληρές δοκιμασίες της κυβέρνησης απέναντι στην αναβαθμισμένη, μετά τη Νέα Υόρκη, Τουρκία

Οι σκληρές δοκιμασίες της κυβέρνησης απέναντι στην αναβαθμισμένη, μετά τη Νέα Υόρκη, Τουρκία

Σε λάθος ρότα επιμένει η κυβέρνηση όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, καθώς ο ίδιος ο πρωθυπουργός στο Υπουργικό Συμβούλιο προσπάθησε να ωραιοποιήσει την κατάσταση και να αποδώσει στην ανεπαρκή επικοινωνιακή προβολή την άσχημη εικόνα που υπήρχε στην κοινή γνώμη.

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Με τις υπεκφυγές αυτές, η κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει όχι μόνο την κοινή γνώμη αλλά και τους βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος, αλλά και υπουργούς, ότι όλα… πάνε πρίμα στην εξωτερική πολιτική και ότι οι επιλογές που έχουν γίνει αποδίδουν καρπούς.

Δυστυχώς, αυτή η ωραιοποίηση της κατάστασης εμποδίζει μια ουσιαστική αυτοκριτική προσέγγιση, ώστε να γίνουν έγκαιρα οι όποιες διορθωτικές κινήσεις, και εγκλωβίζει την κυβέρνηση και τη χώρα σε λανθασμένες επιλογές.

Δεν χρειαζόταν το επεισόδιο της Νέας Υόρκης, με την ακύρωση της συνάντησης Ερντογάν – Μητσοτάκη, για να αντιληφθούμε ότι η πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας, που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση από το 2023 και μετά, έχει φτάσει στα όριά της και πλέον αποτελεί τροχοπέδη για τα εθνικά συμφέροντα. Η κυβέρνηση αδυνατεί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα που δημιουργούνται και παραμένει να ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού, με τον καθημερινό φόβο μιας πρόκλησης επί του πεδίου, η οποία είτε θα οδηγήσει σε ένταση και θερμό επεισόδιο είτε θα επιβάλει τα τετελεσμένα της Τουρκίας εις βάρος της χώρας μας, σε ό,τι αφορά την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας.

Από την πρώτη στιγμή είχαμε προειδοποιήσει για το πού οδηγεί η πολιτική των δήθεν ήρεμων νερών αλλά και η Διακήρυξη των Αθηνών, όταν κάποιοι, με τη γνωστή τους αμετροέπεια, όπως ο Γιώργος Γεραπετρίτης, συνέκριναν αυτό το θλιβερό κείμενο με τις συμφωνίες Βενιζέλου – Ινονού!

Η Αθήνα έχει πλέον απέναντί της μια Τουρκία η οποία –ανεξαρτήτως του εάν πήρε όσα ήθελε από την Ουάσινγκτον ο Ταγίπ Ερντογάν– είναι σαφώς αναβαθμισμένη, με βαρύνοντα ρόλο στις δύο μεγάλες διεθνείς κρίσεις, στον πόλεμο στην Ουκρανία και στον πόλεμο στη Γάζα. Είναι υπολογίσιμη δύναμη για τον νέο αμερικανό Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και συγχρόνως έχει πλέον «ξεπλυθεί» πολιτικά στην Ευρώπη, όπου καμία χώρα, εκτός της Ελλάδας και της Κύπρου, δεν εγείρει ζητήματα δημοκρατίας, κράτους δικαίου, καλών σχέσεων με τους γείτονες, σεβασμού του διεθνούς δικαίου κ.λπ., προκειμένου να προωθηθούν οι αμυντικές και ε­μπορικές σχέσεις με την Άγκυρα.

Ταυτόχρονα, με αυτήν την πολιτικοδιπλωματική αναβάθμισή της, η Τουρκία έχει κατορθώσει να αποτελεί πλέον δύναμη αιχμής στην αμυντική βιομηχανία. Μπορεί στην Αθήνα η κυβέρνηση να έκανε ειρωνικά σχόλια για το γεγονός ότι το τουρκικό μαχητικό ΚΑΑΝ θα χρειαστεί, τουλάχιστον στα πρωτότυπα, τη χρήση αμερικανικών κινητήρων, αλλά αυτό δεν μπορεί να υποβαθμίσει το γεγονός ότι όλα τα ηλεκτρονικά συστήματα του μαχητικού κατασκευάζονται στην Τουρκία και ότι είναι πλέον θέμα ενός ή δύο ετών να πετύχει και την κατασκευή τουρκικού κινητήρα για τα μαχητικά.

Η Αθήνα, καλύπτοντας κενά δεκαετιών, προσπαθεί με τις αγορές φρεγατών να αναβαθμίσει το Πολεμικό Ναυτικό και με τις αγορές Rafale, την αναβάθμιση των F-16 και την παραγγελία των F-35 να δημιουργήσει ένα σοβαρό αποτρεπτικό σχήμα, και αυτό είναι κάτι που πρέπει να αναγνωριστεί στην κυβέρνηση.

Όμως αυτό δεν είναι αρκετό, καθώς η ισχυρή αποτρεπτική στρατιωτική δυνατότητα πρέπει να συνδυαστεί με την ανάλογη εξωτερική πολιτική.

Για την κυβέρνηση πλέον, εφόσον θέλει να αποκαταστήσει τη φήμη της στον χειρισμό των θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής, είναι μονόδρομος ορισμένες κινήσεις επί του πεδίου.

Πρώτ’ από όλα είναι η άμεση επανάληψη των ερευνών για την ηλεκτρική διασύνδεση Κύπρου – Κρήτης. Στη συνάντηση Μητσοτάκη – Χριστοδουλίδη στη Νέα Υόρκη, η κυπριακή πλευρά διαβεβαίωσε ότι τα χρήματα που πρέπει να καταβληθούν από τη Λευκωσία είναι ήδη δεσμευμένα για τον σκοπό αυτό και θα καταβληθούν αμέσως μόλις ξεκινήσουν οι έρευνες. Η Αθήνα, μέσω ανώτατης διπλωματικής πηγής, δηλώνει ότι είναι ειλημμένη η απόφαση για την επανέναρξη των ερευνών, αλλά είναι προφανώς η ίδια ανώτατη πηγή που από τον Αύγουστο του 2024 διαβεβαίωνε ότι είναι «θέμα ημερών» η επανέναρξη των ερευνών, υποστηρίζοντας, μάλιστα, τότε ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα με την Τουρκία…

Συνεπώς, κανένα επικοινωνιακό έλλειμμα δεν ευθύνεται για την εικόνα της κυβέρνησης στην εξωτερική πολιτική, όπως υποστήριξε ο πρωθυπουργός στο Υπουργικό Συμβούλιο. Το πρόβλημα είναι πραγματικό και αφορά την επιβολή περιορισμών στην άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας από την Τουρκία.

Επίσης, η κυβέρνηση ομιλεί για κινήσεις επί του πεδίου και επικαλείται τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό. Ο χάρτης αυτός, όμως, ο οποίος έχει δημοσιευθεί από τις 16 Απριλίου, δεν έχει ακόμη κατατεθεί στις Βρυξέλλες και έτσι παραμένει εσωτερικό έγγραφο της χώρας μας, ενώ βεβαίως δεν έχει γίνει κανένα βήμα υλοποίησής του επί του πεδίου. Το ίδιο συμβαίνει και με το θαλάσσιο πάρκο στις Κυκλάδες, το οποίο ακόμη, φυσικά, είναι στα χαρτιά. Όσο για τα οικόπεδα νοτίως της Κρήτης, θα πρέπει να περιμένουμε μέχρις ότου η Chevron, εκτός από το ενδιαφέρον της, δείξει ότι πράγματι σκοπεύει να επιχειρήσει την έρευνα της θαλάσσιας αυτής περιοχής, αποστέλλοντας ερευνητικό και κατόπιν γεωτρύπανο. Μέχρι τότε, όλα τα άλλα είναι ασκήσεις επί χάρτου.

Η κυβέρνηση πρέπει επιτέλους να βγει από τη… νιρβάνα στην οποία έχει περιέλθει και να αντιληφθεί ότι βρισκόμαστε σε εξαιρετικά δύσκολη καμπή, που δεν σηκώνει χρονοτριβές.

Έχει περάσει σημαντικά μεγάλο διάστημα που δεν υπάρχουν επαφές με την αμερικανική κυβέρνηση, και αυτό είναι πολύ επικίνδυνο, εφόσον οι εξελίξεις αναγκάσουν τον Ντόναλντ Τραμπ να ασχοληθεί άμεσα με την περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου. Και, φυσικά, η έλευση της νέας πρέσβεως των ΗΠΑ στην Αθήνα Κίμπερλι Γκίλφοϊλ δεν λύνει κανένα απολύτως πρόβλημα, καθώς η επαφή πρέπει να γίνει σε ανώτατο επίπεδο. Κάτι που δεν είναι εφικτό μέχρι στιγμής, καθώς στον Λευκό Οίκο έχουν «δεφτέρι» με τους ηγέτες που στήριξαν τον Μπάι­ντεν στις εκλογές και υποστηρίζουν μια ατζέντα την οποία ο Ντόναλντ Τραμπ εχθρεύεται, θεωρώντας τη ως woke ατζέντα.

Για την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, το προσεχές διάστημα, εκτός από το θέμα του καλωδίου, υπάρχει μία ακόμη δοκιμασία: Η προσπάθεια της Τουρκίας να συμμετάσχει στον μηχανισμό «SAFE», για τη χρηματοδότηση της αμυντικής βιομηχανίας της με ευρωπαϊκά κονδύλια.

Και εκεί θα κριθεί η αξιοπιστία της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης αλλά και του ίδιου του πρωθυπουργού, ο οποίος, μετά από τρία χρόνια εξωραϊσμού της εικόνας της Τουρκίας, θα πρέπει να πείσει τους ομολόγους του ότι η απειλή από την Άγκυρα και από την αναθεωρητική εξωτερική πολιτική της είναι περισσότερο από ποτέ υπαρκτή.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ/EUROKINISSI