
Γ. Χατζηθεοδοσίου στο “Π”: Η αύξηση των οφειλών των ΜμΕ προς τον ΕΦΚΑ και το αδιέξοδο που διαμορφώνεται
Του
ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΘΕΟΔΟΣΙΟΥ
Προέδρου ΕΕΑ,
Επίτιμου Διδάκτορος ΠΑΠΕΙ και Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Το τελευταίο διάστημα παρατηρούμε μια διαρκή και επικίνδυνη αύξηση των οφειλών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) και των ελεύθερων επαγγελματιών προς τον ΕΦΚΑ. Το φαινόμενο αυτό δεν οφείλεται στην ασυνέπεια ή στην ανευθυνότητα των ανθρώπων της αγοράς. Είναι απόρροια της ασφυκτικής οικονομικής πίεσης που βιώνουν καθημερινά. Οι επιχειρήσεις, και κυρίως οι μικρότερες, καλούνται να ανταποκριθούν σε ένα πλέγμα φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων που ξεπερνά τις πραγματικές τους δυνατότητες.
Σε αυτό το πλαίσιο, όλο και περισσότεροι επαγγελματίες, σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν τη ρευστότητα που απαιτείται, για να συνεχίσουν να λειτουργούν, αναγκάζονται να βάζουν προτεραιότητες. Και, δυστυχώς, ένα από τα πρώτα που μένουν πίσω είναι οι ασφαλιστικές εισφορές. Όχι γιατί αδιαφορούν για τη σύνταξή τους ή για την υγειονομική τους κάλυψη, αλλά επειδή πρέπει να πληρώσουν ενοίκια, προμηθευτές, μισθούς και λοιπές λειτουργικές δαπάνες. Το αποτέλεσμα είναι η εκτίναξη των χρεών προς τα ασφαλιστικά ταμεία και η διόγκωση του ιδιωτικού χρέους, το οποίο μετατρέπεται πλέον σε έναν από τους μεγαλύτερους πονοκεφάλους για τις ΜμΕ.
Διαβάστε επίσης: Απόλυτα σωστή η μείωση της φορολογίας αλλά απουσιάζουν μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας και τόνωσης της επιχειρηματικότητας
Και σαν να μην έφτανε αυτό, το κράτος εξακολουθεί να διατηρεί σε ισχύ φορολογικά βάρη που θεσπίστηκαν την περίοδο των Μνημονίων. Το τέλος επιτηδεύματος, ένας φόρος που ουσιαστικά τιμωρεί κάποιον απλώς επειδή… επιχειρεί, συνεχίζει να επιβαρύνει ακόμα και ζημιογόνες επιχειρήσεις. Παράλληλα, η προκαταβολή φόρου για το επόμενο έτος αποτελεί μία ακόμα στρέβλωση, αφού ζητείται από τις επιχειρήσεις να πληρώνουν φόρο για έσοδα που δεν έχουν ακόμη πραγματοποιήσει – και ίσως δεν πραγματοποιήσουν ποτέ.
Η κατάσταση αυτή όχι μόνο δεν ενθαρρύνει την επιχειρηματικότητα, αλλά αντιθέτως λειτουργεί αποτρεπτικά για κάθε νέο επαγγελματία ή μικρή επιχείρηση που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της. Εάν η κυβέρνηση δεν λάβει άμεσα μέτρα στήριξης, τότε εύλογα γεννιούνται ερωτήματα για το κατά πόσο υπάρχει βούληση να διατηρηθεί ζωντανός ο κορμός της ελληνικής οικονομίας, που δεν είναι άλλος από τις ΜμΕ.
Γιατί η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά, σε συνδυασμό με την έλλειψη ουσιαστικής πολιτικής στήριξης, δημιουργούν την εντύπωση ότι εφαρμόζεται σιωπηρά το περιβόητο «σχέδιο Πισσαρίδη». Δηλαδή, η στρατηγική συρρίκνωσης του αριθμού των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, υπό την πεποίθηση ότι η ανάπτυξη θα έρθει μόνο μέσα από τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις. Αν αυτή είναι η πραγματική στόχευση της πολιτικής ηγεσίας, τότε πρόκειται για μια επικίνδυνη πλάνη.
Το κλείσιμο των ΜμΕ δεν σημαίνει απλώς την απώλεια κάποιων μικρών επιχειρήσεων από τον χάρτη. Σημαίνει απώλεια θέσεων εργασίας, αποδυνάμωση της τοπικής οικονομίας, ερήμωση της περιφέρειας και, εντέλει, απώλεια πολύτιμων πόρων για τα δημόσια ταμεία. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι αυτές που κρατούν ζωντανές τις τοπικές κοινωνίες, που προσφέρουν απασχόληση, που συνεισφέρουν στα φορολογικά έσοδα, που αντιστέκονται στην υπερσυγκέντρωση οικονομικής ισχύος σε λίγους.
Αν θέλουμε μια οικονομία βιώσιμη, ισόρροπη και δίκαιη, δεν μπορούμε να επιτρέψουμε την εξαφάνιση των ΜμΕ. Οφείλουμε να σχεδιάσουμε και να εφαρμόσουμε μια πολιτική που να τους στηρίζει έμπρακτα. Αυτό σημαίνει ελάφρυνση των ασφαλιστικών και φορολογικών βαρών, ουσιαστική ρύθμιση των οφειλών, πρόσβαση σε χρηματοδότηση και ένα σταθερό και δίκαιο επιχειρηματικό περιβάλλον.
Η ώρα των αποφάσεων έχει φτάσει. Και το στοίχημα είναι η ίδια η επιβίωση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα.