
Διοικητική ευθύνη και ισονομία – Του Ν. Γ. Χαριτάκη
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Πρώην Επίκουρου Καθηγητή Οικονομικών του ΕΚΠΑ
[email protected]
Και όμως κάτι αλλάζει. Ήταν η οικονομική επιτυχία της ΑΑΔΕ που οδήγησε στην αποδέσμευση του ελληνικού κράτους από τη μέγγενη των Μνημονίων και ήταν η απαρχή για την ισχυρότερη επιβεβαίωση ότι κάτι τελικά αλλάζει. Άλλες, πρόσφατες εξελίξεις επαυξάνουν τη γενικότερη αισιοδοξία. Αντί να ασχολούμαστε με θέματα όπως ανάπτυξη, ανεργία, πληθωρισμός, ισοζύγιο πληρωμών και επενδύσεις, μας απασχολεί και η απόδοση δικαιοσύνης, με το Ελληνικό Δημόσιο να συμπεριφέρεται πλέον, ως ώφειλε, ως ενεργητικός και όχι ως παθητικός αποδέκτης των αποφάσεων της Δικαιοσύνης.
Ένα πρώτο γεγονός ήταν η απόφαση του δικαστηρίου για το Μάτι. Αν δεν κάνω λάθος, είναι η πρώτη φορά που το δικαστήριο φυλακίζει υψηλά ιστάμενους στην ιεραρχία δημόσιους λειτουργούς για παράπτωμα στην εκτέλεση της υπηρεσίας τους. Όταν όλοι βλέπαμε στην τηλεόραση τον πρωθυπουργό να ενημερώνεται αρμοδίως ότι την επομένη θα πετούσαν τα αεροπλάνα και να μην ενημερώνεται για τους ήδη βεβαιωμένους θανάτους, ήταν τουλάχιστον απαράδεκτο να μην τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι γενικοί γραμματείς και υψηλά ιστάμενοι της Πυροσβεστικής. Η Δικαιοσύνη αποφάσισε ανάλογα.
Ένα δεύτερο έχει να κάνει με τη λίστα των μεγαλοοφειλετών. Η ΑΑΔΕ ανακοίνωσε ότι στο τέλος του μήνα θα δημοσιοποιήσει τα ονόματα όλων όσοι χρωστούν πάνω από 150.000 ευρώ και δεν έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους. Δεν είναι δυνατόν σ’ ένα κράτος δικαίου η ισονομία να μεταφράζεται έτσι ώστε ο μικροοφειλέτης των 10.000 ευρώ να χάνει το σπίτι του στον πλειστηριασμό και ο οφειλέτης του Δημοσίου των 150.000 ευρώ και πάνω να ξεχνάει την οφειλή του. Στην πρώτη κατηγορία είναι 4,1 εκατ. πολίτες και επιχειρήσεις που χρωστούν 11 δισ. και στη δεύτερη 28.000 που χρωστούν 90 δισ. Οι πρώτοι έχουν χάσει το σπίτι τους και οι δεύτεροι θεωρούσαν ότι δεν θα τους ζητηθεί ποτέ. Ήρθε η στιγμή να τα ζητήσει το Δημόσιο και ήρθε η στιγμή να σταματήσει η τακτική της αρρύθμιστης οφειλής και των μεταβιβάσεων με αδιαφανή πιστοποιητικά φορολογικών και ασφαλιστικών ενημερώσεων. Εδώ βέβαια πρέπει να ξεχωρίσει η ήρα από το στάρι, γιατί σίγουρα ο οφειλέτης (μεγάλος ή μικρός) δεν ισούται αυτονόητα με τον μπαταχτσή.
Ένα τρίτο είναι η αποδοχή της δημόσιας ενοχής για το σκάνδαλο των κοινοτικών ενισχύσεων του ΟΠΕΚΕΠΕ. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία χρέωσε το Ελληνικό Δημόσιο 415 εκατ. ευρώ ως παρανόμως μεταβιβασθείσες κοινοτικές ενισχύσεις. Το Ελληνικό Δημόσιο δεν αμφισβήτησε τον έλεγχο ούτε το ποσό. Πήρε τα στοιχεία και ανέλαβε να τα καταλογίσει, ως ώφειλε, στους παρανόμως εισπράξαντες τα ποσά. Ο έλεγχος ανατέθηκε στην ΑΑΔΕ, η οποία έχει την πλήρη γνώση της οικονομικής κατάστασης εκείνων που ωφελήθηκαν. Η είσπραξη του ποσού θα γίνει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, γιατί πλέον το Δημόσιο δεν χαρίζει και δεν ξεχνά. Εκεί, όμως, που φαίνεται να αλλάζουν, επίσης, τα πράγματα είναι στις ευθύνες των δημόσιων λειτουργών. Εκεί τους στέλνουν στον φυσικό τους δικαστή.
Ένα τέταρτο είναι η επί μία δεκαετία ανεξέλεγκτη διαδικασία των κτηματολογικών μεταβιβάσεων. Μια διαδικασία σε συνάρτηση με τις αμετάκλητες ενέργειες που προέκυψαν, όπως γονικές παροχές, πωλήσεις χωρίς φορολογικά πιστοποιητικά, ανακοπές επί πλειστηριασμών και γενικά διαχείριση των αλλαγών στο Ε9, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της επίσημης Πολιτείας. Συναλλαγών που προέκυπταν από αμοιβαιότητα και μικροσυναλλαγή. Στο παρελθόν, οι δημόσιοι λειτουργοί αποφάσιζαν στη λογική «γνωρίζω αυτά που ξέρω και δεν ευθύνομαι για όσα δεν ρώτησα ώστε να τα γνωρίζω». Με άλλα λόγια, η λογική του Ποντίου Πιλάτου. Έτσι, οι ικανοί βελτίωναν την οικονομική τους θέση σε βάρος των αδύναμων. Οι ενδείξεις είναι ότι αυτό τελειώνει αμετάκλητα. Ελπίζουμε όμως ότι μαζί με τις αναγκαίες λύσεις θα επέλθουν και οι κατάλληλες ποινές σε όσους διοικητικά υπεύθυνους του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα συμφώνησαν να καταπατηθεί κατάφορα η ισονομία στη χώρα.
Πέμπτο, και πιθανόν όχι και τελευταίο, η ανακοίνωση της ΑΑΔΕ και του ΕΦΚΑ για έναρξη των πλειστηριασμών και από μέρους τους σε όσους οφείλουν ποσά που δεν έχουν ρυθμιστεί. Σε πρόσφατη τροπολογία, το Δημόσιο δεσμεύτηκε ότι θα αποπληρώσει εκείνο όσες οφειλές ιδιωτών δεν είχαν αποπληρωθεί γιατί υπήρχε εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Η γνωστή πολιτική του «εγγυητή και πληρωτή».
Προφανώς, και το Δημόσιο όφειλε να αναλάβει την εγγύηση, αλλά με έναν όρο. Στο επίπεδο που ο αρχικός οφειλέτης ήταν πτωχός ή ευάλωτος. Γιατί δεν είναι λογικά δυνατό κάποιος που δανείστηκε με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου να διαθέτει σήμερα προσωπική περιουσία και να απαλλαγεί από την οφειλή του προς την τράπεζα επειδή αυτή κατέπεσε, και αναγκαστικά την ανέλαβε το Δημόσιο. Και πάλι η κατάχρηση της ισονομίας όφειλε να διορθωθεί. Αλλά όχι κατά παρέκκλιση της δεδομένης από την κοινοτική νομοθεσία οικονομικής και χρηματοπιστωτικής πολιτικής. Πρώτα πτωχεύει ο αρχικός οφειλέτης και μετά αναλαμβάνει την εγγύηση το Δημόσιο στο υπόλοιπο της οφειλής.
Από αυτήν τη στήλη έχω πολλές φορές επιχειρηματολογήσει για τον τρόπο με τον οποίο το Δημόσιο χειριζόταν επί δεκαετίες, κυρίως με μικροπολιτικά κριτήρια, τη θέση του στις οικονομικές συναλλαγές. Οι δικαιολογίες πολλές, αλλά, κυρίως, η ανοχή στο πολιτικό κόστος μεγάλη.
Η σύνδεση του κοινωνικού ρόλου του κράτους με το πολιτικό όφελος και την προσπάθεια πολιτικής εκμετάλλευσης ενός πλήθους πολιτικών παρεμβάσεων αποτελούσε την κυρίαρχη λογική. Επιδοματική ασυδοσία, φορολογική ανευθυνότητα και ασάφεια, δοκιμασμένες πρακτικές που στόχο είχαν τον πρόχειρο συμβιβασμό, χωρίς άνωθεν κατανομή ευθυνών, παραγκωνισμός όσων είχαν απορίες ή διαφορετική γνώμη, αδιαφάνεια και αέναες καθυστερήσεις, πολιτικές παρεμβάσεις και ωχαδερφισμός ήταν η ρουτίνα. Με αποτέλεσμα τα πραγματικά δημόσια αγαθά να στρεβλώνουν από έλλειψη πόρων και η κοινωνική αδικία να ξεπερνά κάθε λογικό όριο σε σχέση με τις πραγματικές παροχές του κράτους.
Δεν είναι η κρίση που μας έβαλε μυαλό. Δεν είναι τα Μνημόνια και η «τρόικα» που μας συνέτισα. Δεν ήταν, βέβαια, ούτε η βιολογική ωριμότητα που επήλθε μετά από μια μακρόχρονη μεταπολιτευτική περίοδο. Απλώς ήταν η κατανόηση που προκύπτει στον πολίτη, όταν αντιλαμβάνεται ότι το κράτος υπάρχει, γνωρίζει και λειτουργεί σύμφωνα με την ισονομία. Όταν η Πολιτεία αντιληφθεί ότι έχει δικαιώματα που προστατεύουν τους υπεύθυνους και δεν μπορεί να τα παραχωρήσει σ’ όσους τη χρησιμοποιούν ως αντικείμενο προς ατομική εκμετάλλευση, τότε είναι που ουσιαστικά επιτελεί το έργο της. Αναθέτει στην Δικαιοσύνη, με τυφλά μάτια, ως τελικό κριτή, να αποδώσει τις ευθύνες και την ισονομία.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ