Απ. Αποστόλου στο “Π”: Αναζητώντας τους αρμούς της Δημοκρατίας

Απ. Αποστόλου στο “Π”: Αναζητώντας τους αρμούς της Δημοκρατίας

Του
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Καθηγητή Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας


Μήπως η Δημοκρατία έχει εισέρθει σε νομοτελειακούς μονόδρομους, από τους οποίους δεν μπορεί να εξέλθει; Μήπως αρνούμαστε, με πείσμα αδιάλυτο, να αναγνωρίσουμε τα αντισώματα της Δημοκρατίας;

Ο Ζαν Μποντριγιάρ έγραφε ότι είμαστε πλέον στη δια-πολιτική, η οποία λειτουργεί πέραν των ίδιων των τελικοτήτων της, και μάλιστα με τρόπο μη αναφορικό. Είμαστε, δηλαδή, στην καμπή της πολιτικής ιστορίας όπου το κράτος εξαφανίζεται και το πολιτικό αρνείται τον εαυτό του. «Το δια-πολιτικό είναι ο βαθμός μηδέν του πολιτικού και η αναπαραγωγή της προσομοίωσής του», ισχυριζόταν –όχι άδικα– ο Ζαν Μποντριγιάρ. Γι’ αυτό και το πολιτικό δεν ξεπέρασε τον εαυτό του, αλλά εμφανίζεται σταθερά μπροστά μας και επιστρέφει πάντα ως φάντασμα δίχως τέλος. Να γιατί ζούμε τις ίδιες καταστάσεις του παρελθόντος και πάλι. Με αποτέλεσμα να μη χάνεται ποτέ η πολιτική χρεοκοπία αλλά και να μην αναδύεται ποτέ κάτι καινούργιο.

Να γιατί η διαφθορά και η διαπλοκή δεν τελειώνουν ποτέ από την πολιτική, έχοντας εγκατασταθεί στον εσωτερικό πυρήνα των δομών της εξουσίας και σε όλους τους πυρήνες του πολιτικού συστήματος. Έτσι ώστε οι μηχανισμοί της διαπλοκής να μην αποτελούν μόνο μηχανισμούς διαφθοράς αλλά και μηχανισμούς εξουσίας, που ελέγχουν όλους τους τομείς. Ταμεία, επικοινωνία, υγεία, εκπαίδευση, όλα έρχονται σε μια σχέση έξω και πέρα από το περιεχόμενό τους, με τη διαπλοκή. Παράλληλα, χειραγωγείται με μεγάλη ευκολία η κοινή γνώμη από τα ΜΜΕ και κηδεμονεύεται το σύνολο της πολιτικής. Η διαφορά ήταν και συνεχίζει, τώρα όσο ποτέ άλλοτε, να είναι το πιο ισχυρό λόμπι υπερεξουσίας. «Και βέβαια αυτό το κλίμα συνεπικουρείται από τη δια-οικονομία», θα μας πει ο Ζαν Μποντριγιάρ. Η δια-οικονομία η οποία άφησε πίσω της την υπερδομή της υλικής παραγωγής, την υπερδομή της αξίας και την υπερδομή της σταθερότητας, παραδίδεται στην καθαρή κερδοσκοπία, στο όνομα μιας δυνητικής οικονομίας, έξω και πέρα από τη ρεαλιστική οικονομία.

Και μέσα σ’ αυτό το κλίμα υπάρχει και η θεσμική χρεοκοπία. Δυστυχώς, οι θεσμοί, από όργανα κοινωνικής λειτουργίας και κοινωνικής σκοπιμότητας, έχουν αυτονομηθεί και έχουν καταστεί συντηρητές εξουσιαστικών κεκτημένων. Υποτάσσονται σε προτεραιότητες έξω και πέρα από τον σκοπό τους και ενισχύουν την αυτοτέλειά τους και την εξουσιαστική τους αυτοσυντήρηση.

Μήπως έφτασε η ώρα να αναζητήσουμε τα αντισώματα της Δημοκρατίας; Δηλαδή, να θέσουμε σε λειτουργία τη διευρυμένη συμμετοχική Δημοκρατία μέσα από τα δημοψηφίσματα και να ενεργοποιήσουμε την πολιτική λογοδοσία; Αλλιώς, είναι γεγονός ότι θα διογκώνονται όλο και περισσότερο οι υπεροχές των μηχανισμών της εκτελεστικής εξουσίας των κυβερνήσεων και θα περιορίζονται οι δυναμικές των κοινωνικών μετασχηματισμών και κοινωνικοπολιτικών αντιπαραθέσεων. Μήπως πρέπει να αναζητήσουμε την πολιτική έξω από αφηρημένες θεωρητικές αναλύσεις και πέρα από εργαλειακούς πρακτικισμούς που οδηγούν σε γύψους προσαρμογών;

Επίσης, μήπως θα πρέπει να ξανασκεφτούμε τη λειτουργία των θεσμών και να νομοθετήσουμε θεσμούς μεικτής εποπτείας, όπου η πολιτεία αλλά και η κοινωνία να συμμετέχουν ανάλογα και έτσι να δημιουργείται μια εγγύηση για τη λειτουργία των θεσμών; Γιατί οι θεσμοί εύκολα αποπροσανατολίζονται και μάλιστα κάτω από σκοπιμότητες. Αλλά μήπως είναι η ώρα να ξαναδούμε την ανακλητότητα, την εναλλαγή, ως μηχανισμό άμυνας της Δημοκρατίας; Δεδομένου ότι η ανακλητότητα αποτελεί ισχυρό δημοκρατικό μηχανισμό, που καταλύει επιδιώξεις και ατομικές μωροφιλοδοξίες, προσωποπαγείς αντιλήψεις, πολιτικούς επαγγελματισμούς, λογικές ρόλων κ.λπ.

Γιατί αν δεν τεθούν σε λειτουργία τα αντισώματα της Δημοκρατίας, τότε θα πνιγόμαστε διαρκώς και επαναληπτικά στα πολιτικά φαφλαταρίσματα και στις πολιτικές ληρολογίες και θα ξεδιψάμε μέσα από τις αναγωγές του μιζεραμπιλισμού μας.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ