Οι δύο όψεις του κ. Πισσαρίδη – Του Ν. Στραβελάκη

Οι δύο όψεις του κ. Πισσαρίδη – Του Ν. Στραβελάκη

–Σχόλια για την πρόσφατη παρέμβασή του σχετικά με το παραγωγικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Ο Τσόρτσιλ έλεγε: «Αν βάλεις δύο οικονομολόγους στο ίδιο δωμάτιο, θα πάρεις δύο γνώμες, εκτός αν ο ένας είναι ο λόρδος Κέινς, οπότε θα πάρεις τρεις γνώμες». Η ρήση αυτή μέχρι πρότινος ίσχυε κατά το ήμισυ, όσον αφορά τις εκτιμήσεις για την ελληνική οικονομία. Κοντολογίς, είχαμε κατά βάση δύο εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις, που διατυπώνονταν από δύο ομάδες οικονομολόγων. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, να τονίσω από τώρα ότι τα μέλη αμφότερων των ομάδων δεν φτάνουν ούτε στο μικρό δαχτυλάκι τους οικονομολόγους που συμβουλευόταν ο Τσόρτσιλ, πολλώ δε μάλλον τον Κέινς.

Επιστρέφοντας στα της ελληνικής οικονομίας, η συντριπτική πλειοψηφία των ορθόδοξων οικονομολόγων θεωρούσε ότι είχε ξεπεράσει τις παθογένειες μέσα από τα Μνημόνια και είχε βρει τη θέση της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Η λογική τους ήταν ότι οι κλάδοι που βασίζονται στους φυσικούς πόρους της χώρας, όπως ο τουρισμός, το real estate, η ηλιακή και αιολική ενέργεια, ίσως και η εκμετάλλευση των ΑΟΖ στο Αιγαίο και στο Ιόνιο, θα εξασφαλίσουν τη διατηρήσιμη μεγέθυνση της οικονομίας. Σε αυτήν τη λογική φτιάχτηκε και το πρόγραμμα «Ελλάδα 2.0», στο πλαίσιο του οποίου επιδοτήθηκαν επενδύσεις δισεκατομμυρίων αμφιβόλου αποτελεσματικότητας.

Αυτοί που μείναμε να διαφωνούμε ήμασταν κάποιοι ετερόδοξοι οικονομολόγοι, που επισημαίναμε ότι μετά το 2008 διογκώθηκε ο τομέας των μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών (ενέργεια, κατασκευές, real estate κλπ.). Αυτό υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας γιατί σπρώχνει τις τιμές προς τα πάνω, ακόμα και όταν οι μισθοί πέφτουν. Ο ισχυρισμός αυτός επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία. Η χώρα έχει διαρκώς υψηλότερο δείκτη τιμών παραγωγού από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και τούτο παρά το ότι οι μισθοί μειώθηκαν σωρευτικά κατά 40% μετά το 2008. Επιπλέον, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που το ΑΕΠ του 2024 είναι κοντά 20% χαμηλότερο από το ΑΕΠ του 2007. Αυτό σημαίνει ότι ο τουρισμός, που ανεβαίνει τα τελευταία δέκα χρόνια, δεν μπορεί να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Με άλλα λόγια, αντίθετα με τις επιθυμίες των ορθόδοξων οικονομολόγων, η ελληνική οικονομία αποκλίνει αντί να συγκλίνει με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Βέβαια, οι ταγοί της ελληνικής οικονομίας μας κατακεραύνωναν και μας επισήμαιναν ότι η κατάσταση αργά ή γρήγορα θα αναστραφεί. Έτσι, η συζήτηση παρέμενε εγκλωβισμένη σε μια ανταλλαγή στοιχείων, όπου η πλευρά των ορθόδοξων οικονομολόγων πανηγύριζε για τα πλεονάσματα και εμείς, οι ετερόδοξοι, τους επισημαίναμε την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης του κόσμου.

Σε αυτό το περιβάλλον, ήρθε ο κ. Πισσαρίδης να ταράξει τα νερά. Παραδέχθηκε ότι η εξάρτηση από τον τουρισμό είναι προβληματική για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, επισήμανε ότι ο μεγάλος αριθμός πολύ μικρών επιχειρήσεων, κυρίως μη εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών (π.χ. εμπορικά καταστήματα, εστίαση), υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, ενώ το brain drain θέτει περιορισμούς ανθρώπινου κεφαλαίου στην οικονομική μεγέθυνση. Πρότεινε η έμφαση να μετατεθεί στην αγροτική παραγωγή και τη μεταποίηση (ανέφερε χαρακτηριστικά τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα) και υπαινίχθηκε ότι τα αδιάθετα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης θα πρέπει να διοχετευθούν σε αυτές τις δραστηριότητες. Κοντολογίς, ο κ. Πισσαρίδης επανέφερε το ζήτημα του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας.

Η παρέμβασή του είναι σίγουρα πρόοδος, αφού βάζει τέλος στις κυβερνητικές φαντασιώσεις περί του «δυναμισμού της ελληνικής οικονομίας» και μας φέρνει στην πραγματικότητα. Όμως, έχει πολλά προβληματικά σημεία. Το βασικότερο είναι ότι θεωρεί πως η ελληνική οικονομία θα βγει από την κρίση ακολουθώντας τις ίδιες trickle down πολιτικές. Δηλαδή, το κράτος θα σπρώξει λεφτά στις επιχειρήσεις, με την ελπίδα ότι κάποια από αυτά θα καταλήξουν στην παραγωγή και στην απασχόληση. Είναι μια πολιτική που εφαρμόστηκε ήδη και απέτυχε. Αυτό που αλλάζει κάθε φορά είναι οι κλάδοι που θα υποδεχθούν αυτές τις επενδύσεις.

Αναφορικά με τους κλάδους, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά στην αγροτική παραγωγή. Ο κ. Πισσαρίδης ξεκαθαρίζει από την αρχή ότι αυτοί που θα πάρουν τις επιχορηγήσεις δεν θα είναι οι αγρότες με μικρό κλήρο, αφού τους θεωρεί μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης. Αυτό μαρτυρά η αναφορά του στο πρόβλημα που δημιουργούν οι μικρές επιχειρήσεις στην ελληνική οικονομία. Προφανώς, ο κ. Πισσαρίδης αναζητά τρόπους ώστε η καλλιεργήσιμη γη να περιέλθει στα χέρια επιχειρηματικών συμφερόντων, που θα λάβουν και τις σχετικές επιχορηγήσεις. Από αυτήν τη σκοπιά, η πρόσφατη αλλαγή χαρακτηρισμού γαιών από οικόπεδα σε χωράφια μοιάζει να μην είναι τυχαία. Εξίσου ύποπτη είναι και η ιστορία που παίζει στα ΜΜΕ, περί αντιδράσεων της ΕΕ σε επιχορηγήσεις αγροτικής και κτηνοτροφικής δραστηριότητας που βασίστηκαν σε πλαστά στοιχεία. Κοντολογίς, το διατροφικό πρόβλημα της χώρας, με τις ιδιαίτερα υψηλές τιμές των τροφίμων, φαίνεται πως επιχειρείται να λυθεί με τον ίδιο στρεβλό τρόπο που χαρακτηρίζει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Δηλαδή, με κρατική διευκόλυνση της κερδοσκοπίας κάποιων.

Αυτή είναι η δεύτερη όψη της παρέμβασης Πισσαρίδη, που ακυρώνει τις όποιες ρεαλιστικές διαπιστώσεις έχει κάνει.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτο: commons.wikimedia.org


Σχολιάστε εδώ