ΕΕΕ: Παγκόσμια ημέρα κατά της υπέρτασης

ΕΕΕ: Παγκόσμια ημέρα κατά της υπέρτασης

Η 17η Μαΐου έχει καθιερωθεί ως Παγκόσμια Ημέρα Υπέρτασης με σκοπό την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού για την πρόληψη, τη διάγνωση και τη θεραπεία της αρτηριακής υπέρτασης, η οποία είναι ο κύριος παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη σοβαρών παθήσεων όπως έμφραγμα μυοκαρδίου, εγκεφαλικό επεισόδιο και νεφρική ανεπάρκεια. Υπολογίζεται ότι η υπέρταση ευθύνεται για το 13% των θανάτων παγκοσμίως.

Η υπέρταση είναι η κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αυξημένη πίεση του αίματος στα τοιχώματα των αρτηριών. Φυσιολογική αρτηριακή πίεση έχουμε όταν η συστολική πίεση είναι μικρότερη από 120 mmHg και η διαστολική μικρότερη από 80 mmHg ενώ υπέρταση έχουμε όταν η συστολική πίεση είναι ≥130 mmHg και/ή η διαστολική πίεση είναι ≥80 mmHg.

Η υπέρταση εκτιμάται ότι αφορά πάνω από ένα δισεκατομμύριο άτομα παγκοσμίως. Η συχνότητά της αυξάνεται με ανησυχητικό ρυθμό όχι μόνο στις ανεπτυγμένες αλλά και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Όταν η υπέρταση δεν έχει αναγνωρίσιμη αιτία, όπως συμβαίνει στα περισσότερα άτομα, χαρακτηρίζεται ως ιδιοπαθής ή πρωτοπαθής, ενώ όταν υπάρχει αναγνωρίσιμη και συχνά θεραπεύσιμη αιτία, η υπέρταση χαρακτηρίζεται ως δευτεροπαθής. Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη πρωτοπαθούς υπέρτασης διαδραματίζουν γενετικοί παράγοντες, η ηλικία (>65 έτη), η φυλή, η υπερβολική πρόσληψη αλατιού, η παχυσαρκία, η έλλειψη άσκησης, το κάπνισμα και το αλκοόλ. Η δευτεροπαθής υπέρταση οφείλεται σε νεφρική νόσο, σε αποφρακτική άπνοια ύπνου, καθώς και σε ενδοκρινικές διαταραχές. Επιπλέον, φάρμακα, όπως η κορτιζόνη (στεροειδή), τα  αντισυλληπτικά, τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, μπορεί να προκαλέσουν δευτεροπαθή υπέρταση.

Στοιχεία που υποδηλώνουν την παρουσία δευτεροπαθούς υπέρτασης είναι η σοβαρή ή ανθεκτική στα φάρμακα υπέρταση, η επιδείνωση ρυθμισμένης υπέρτασης, η υπέρταση που διαγιγνώσκεται σε νεαρή ηλικία (<30 ετών) χωρίς παχυσαρκία ή οικογενειακό ιστορικό και η δυσανάλογη για την πίεση βλάβη οργάνων-στόχων (π.χ. υπερτασική αμφιβληστροειδοπάθεια ή υπερτροφία αριστερής κοιλίας). Ωστόσο, η κλινική εικόνα μπορεί να είναι ήπια ή ασαφής και η διάγνωσή της έτσι να καθυστερήσει.

Οι κυριότερες αιτίες ενδοκρινικής υπέρτασης είναι ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός, το φαιοχρωμοκύττωμα και το σύνδρομο Cushing, ενώ ενδοκρινική υπέρταση προκαλούν επίσης ο υπερπαραθυρεοειδισμός, η μεγαλακρία, ο υποθυρεοειδισμός και ο υπερθυρεοειδισμός. Κυρίαρχος είναι ο ρόλος του ενδοκρινολόγου στην έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση των παθήσεων αυτών.

Ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός (ΠΑ) αποτελεί την πιο συχνή αιτία ενδοκρινικής υπέρτασης και χαρακτηρίζεται από αυτόνομη, ανεξάρτητη από τη ρενίνη, παραγωγή αλδοστερόνης από τα επινεφρίδια.  Ο επιπολασμός του κυμαίνεται περίπου από 3,2-4% στην πρωτοβάθμια περίθαλψη και έως 30% στα κέντρα υπέρτασης. Ωστόσο, λιγότερο από το 2% των περιπτώσεων υπεραλδοστερονισμού διαγιγνώσκονται. Θεωρείται μια σχετικά συχνή αλλά σιωπηλή νόσος.

Η αλδοστερόνη είναι ο κύριος ρυθμιστής της ισορροπίας του νερού και των ηλεκτρολυτών. Η υπερέκκρισή της οδηγεί όχι μόνο σε υπέρταση αλλά κάποιες φορές (30%) και σε υποκαλιαιμία. Επιπλέον, η υπερέκκριση αλδοστερόνης έχει συσχετιστεί με δυσανάλογα αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο γιατί έχει άμεσες συνέπειες στα όργανα στόχους, προάγοντας την ίνωση, τη φλεγμονή και το οξειδωτικό στρες με αποτέλεσμα  καρδιομεταβολικές, νεφρικές  και οστικές επιπλοκές. Η υπέρταση μπορεί να είναι από ήπια έως σοβαρή και ενδέχεται να είναι ανθεκτική στην κλασική φαρμακευτική αντιϋπερτασική αγωγή. Απαραίτητη για τη διάγνωση του ΠΑ είναι η μέτρηση αλδοστερόνης και ρενίνης στο αίμα.

Ο ΠΑ οφείλεται σε ετερόπλευρη (αδένωμα που υπερεκκρίνει αλδοστερόνη) ή σε αμφοτερόπλευρη νόσο. Η ετερόπλευρη μορφή αντιμετωπίζεται χειρουργικά, συνήθως με λαπαροσκοπική προσέγγιση, ενώ η αμφοτερόπλευρη νόσος αντιμετωπίζεται με στοχευμένη φαρμακευτική θεραπεία. Η επινεφριδεκτομή μπορεί να θεραπεύσει πλήρως την υπέρταση στο 30-60% των περιπτώσεων και να βελτιώσει σημαντικά την πίεση στους υπόλοιπους ασθενείς.

Τα φαιοχρωμοκυτώματα και τα παραγαγγλιώματα είναι σπάνιοι νευροενδοκρινείς όγκοι με ετήσια συχνότητα εμφάνισης περίπου 5 περιπτώσεις ανά εκατομμύριο ασθενείς ανά έτος. Είναι συνήθως καλοήθεις όγκοι που εντοπίζονται στη μυελώδη μοίρα των επινεφριδίων ή σπανιότερα αναπτύσσονται από τα παραγάγγλια της κεφαλής, του τράχηλου, του θώρακα και της κοιλιάς.

Παρά τη σπανιότητα τους, λόγω των δυνητικά απειλητικών για τη ζωή επιπτώσεών τους κυρίως στο καρδιαγγειακό σύστημα αλλά και της πιθανής κληρονομικότητά τους, οι όγκοι αυτοί είναι πολύ σημαντικό να τους διαγνώσει ο ενδοκρινολόγος. Κληρονομικές μεταλλάξεις ευθύνονται για το ≈40% των περιπτώσεων. Μπορεί να συνδυάζονται με κληρονομικά σύνδρομα όπως το σύνδρομο von Hippel Lindau, την πολλαπλή ενδοκρινική νεοπλασία τύπου 2 (MEN2), τη νευροϊνωμάτωση τύπου 1, τα οικογενή παραγαγγλιώματα και το σύνδρομο Carney-Stratakis. Για τη βέλτιστη αντιμετώπιση των ασθενών θεωρείται πλέον απαραίτητος  ο  γενετικός έλεγχος.

Το φαιοχρωμοκύττωμα ονομάζεται και «ο μεγάλος μίμος» επειδή τα συμπτώματά του μπορεί να μοιάζουν με εκείνα πολλών άλλων καταστάσεων, γεγονός που καθιστά δύσκολη τη διάγνωσή του. Παράγει μεγάλες ποσότητες ορμονών, όπως η αδρεναλίνη και η νοραδρεναλίνη ή σπανιότερα η ντοπαμίνη, οι οποίες προκαλούν ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων: υπέρταση (μόνιμη ή παροξυσμική), κεφαλαλγία, εφίδρωση και αίσθημα παλμών, άγχος ή απώλεια βάρους. Η διάγνωση γίνεται με τη μέτρηση των μετανεφρινών και νορμετανεφινών πλάσματος ή ούρων.

Η θεραπεία είναι η χειρουργική αφαίρεση του όγκου. Προεγχειρητικά συνίσταται κατάλληλη φαρμακευτική προετοιμασία με αναστολείς των α-αδρενεργικών υποδοχέων για άμεσο έλεγχο της πίεσης του ασθενούς και την αποφυγή υπερτασικής κρίσης στο χειρουργείο η οποία μπορεί να προκύψει από τη χειρουργική αφαίρεση του όγκου.

Το σύνδρομο Cushing (CS), είναι μια σπάνια νόσος, με ετήσια συχνότητα εμφάνισης 2-8 περιπτώσεων ανά εκατομμύριο πληθυσμού. Προκαλείται από την παρατεταμένη έκθεση σε υψηλά επίπεδα γλυκοκορτικοειδών στο σώμα. H πιο συχνή αιτία είναι η μακροχρόνια λήψη φαρμάκων που περιέχουν κορτικοειδή (κορτιζόνη) και χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία παθήσεων, όπως η αρθρίτιδα, το άσθμα και οι αλλεργίες. Σπανιότερα, όγκοι στην υπόφυση (80%) ή στα επινεφρίδια (20%) ή ακόμα σπανιότερα κάπου αλλού στο σώμα μας (έκτοποι όγκοι) μπορεί να παράγουν μεγάλη ποσότητα κορτιζόλης με αποτέλεσμα την ανάπτυξη ενδογενούς συν. Cushing.

Το 80% περίπου των ασθενών με CS εμφανίζουν υπέρταση, ανεξάρτητα από την ηλικία και το φύλο τους. Επίσης, εμφανίζουν κόπωση, αύξηση βάρους, κεντρική παχυσαρκία, μυοπάθεια, διαταραχές της εμμήνου ρύσεως, διαταραχές της διάθεσης, σακχαρώδη διαβήτη, υπερλιπιδαιμία, θρομβώσεις και οστεοπόρωση. Η διάγνωση του συνδρόμου γίνεται από τον ενδοκρινολόγο με εξειδικευμένες εργαστηριακές δοκιμασίες.

Θεραπευτικά, εάν η αιτία της υπερκορτιζολαιμίας είναι η εξωγενής λήψη κορτιζόνης γίνεται σταδιακή μείωση της δόσης της κορτιζόνης. Εάν οφείλεται σε αδένωμα υπόφυσης ή επινεφριδίου διενεργείται αντίστοιχα υποφυσιακή αδενωματεκτομή, ή επινεφριδεκτομή και εάν το αίτιο είναι  έκτοπος όγκος γίνεται χειρουργική αφαίρεση του όγκου.

Παρά τις προσπάθειες της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας για τον περιορισμό της υπέρτασης (ιδιοπαθούς ή ενδοκρινικής) παραμένει η κύρια αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας από καρδιαγγειακή νόσο. Έτσι η Παγκόσμια Ημέρα Υπέρτασης αποτελεί μία σημαντική ευκαιρία για την ενημέρωση και την εκπαίδευση τόσο των ασθενών όσο και του ιατρικού κόσμου που ασχολείται με την υπέρταση για το σημαντικό αυτό πρόβλημα υγείας.


Σχολιάστε εδώ