ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΗΤΑΝ ΟΤΙ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΣΠΑΣΕΙ ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ
Ούτε, βεβαίως, είχαν ενοχληθεί επειδή παραιτήθηκε από την αμερικανική ιθαγένεια. Προφανώς, δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα εάν ο Ανδρέας είχε παραιτηθεί από την ιθαγένεια, αλλά ακολουθούσε φιλοαμερικανική πολιτική.
Ο πυρήνας της πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου δεν ήταν αντιαμερικανικός. Στόχος του δεν ήταν να στρέψει την Ελλάδα εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά να σπάσει τη σχέση εξάρτησης, να πάψει η Ελλάδα να λειτουργεί σαν δορυφόρος, σαν κράτος-πελάτης. Ήθελε να επανατοποθετήσει τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις σε βάση σχετικής ισοτιμίας. Αυτό ήταν το «αμάρτημά» του.
Οι ΗΠΑ συμπεριφέρθηκαν έτσι προς τον Ανδρέα Παπανδρέου όχι τόσο με κριτήρια τις σκοπιμότητες του Ψυχρού Πολέμου όσο με το κριτήριο του ηγεμόνα, που δεν ανέχεται την πολιτική χειραφέτηση ενός δορυφόρου του.
Ο Ανδρέας δεν επεδίωκε την πολιτική χειραφέτηση της Ελλάδας μόνο για λόγους εθνικής αξιοπρέπειας. Την επεδίωκε και για πολύ πιο απτούς λόγους εθνικού συμφέροντος. Σε συνθήκες Ψυχρού Πολέμου, η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα του ΝΑΤΟ που αντιμετώπιζε πρόβλημα εθνικής ασφάλειας όχι από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, αλλά από τη «σύμμαχο» Τουρκία.
Αρχικά ήταν το Κυπριακό και στη συνέχεια προστέθηκαν και οι τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο. Για την Ουάσινγκτον αυτό που είχε σημασία δεν ήταν τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας, αλλά τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ, έτσι όπως τα αντιλαμβανόταν η αμερικανική ηγεσία. Επειδή, μάλιστα, θεωρούσε σημαντικότερη την Τουρκία, δεν είχε αναστολή να την ικανοποιήσει σε βάρος της Ελλάδας.
Η εξάρτηση, όμως, δεν ήταν απλώς ένα πρόβλημα εξωτερικής πολιτικής. Η εξάρτηση στηριζόταν σ’ ένα ολόκληρο συγκρότημα εξουσίας. Προδικτατορικά ήταν το Παλάτι, οι ένοπλες δυνάμεις και άλλες κρατικές υπηρεσίες, εφημερίδες, επιχειρηματικοί κύκλοι και βεβαίως πολιτικοί με πρώτη και καλύτερη τη Δεξιά, η οποία στο όνομα του αντικομμουνισμού είχε αποδεχθεί την κηδεμονία των ΗΠΑ.
Η επαγγελία του Ανδρέα Παπανδρέου ουσιαστικά να ελληνοποιήσει την ελληνική πολιτική ζωή, να ελληνοποιήσει τα κριτήρια με τα οποία ορίζονταν τα εθνικά συμφέροντα, προσέκρουσε σ’ όλους αυτούς τους μηχανισμούς.
Η επαγγελία άρχισε να γίνεται πράξη μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, παρότι και τότε οι μηχανισμοί της εξάρτησης πρόβαλαν ισχυρή αντίσταση.
Μετά την κατάρρευση του Ανατολικού συνασπισμού, ο όρος εξάρτηση έγινε ντεμοντέ.
Αυτό δεν σημαίνει καθόλου, όμως, ότι ως πραγματικότητα έπαψε να υφίσταται. Το αντίθετο, μάλιστα. Η μοναδική πια υπερδύναμη είχε φροντίσει να διαμορφώσει τα ιδεολογικά όπλα που θα αντικαθιστούσαν τον αντικομμουνισμό. Η ιδεολογία της «νέας εξάρτησης» είχε στον πυρήνα της την αποδυνάμωση του εθνικού κράτους, την πολτοποίηση των εθνικών ταυτοτήτων στο όνομα ενός μετέωρου κοσμοπολιτισμού. Σ’ αυτό το γήπεδο έγινε η πρόσδεση ενός είδους Αριστεράς στο άρμα της Αυτοκρατορίας. Πρώην κομμουνιστές, που θεώρησαν ότι είχαν πάρει τη ζωή τους λάθος και προσπάθησαν να κερδίσουν το χαμένο έδαφος, αριστεροί που ανακάλυψαν το προνόμιο του να είσαι με τον ισχυρό, αριστεροί που στο όνομα του αντιεθνικισμού πέρασαν στο άλλο άκρο, αλλά και μεταμοντέρνοι που διυλίζουν τον κώνωπα, αλλά καταπίνουν την κάμηλο στο επίπεδο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κι όχι μόνο.
Η «νέα εξάρτηση» στηρίχθηκε και σε παλαιούς δοκιμασμένους ιδεολογικούς μηχανισμούς, αλλά και στους νέους «ιερείς» της. Στη μεταψυχροπολεμική εποχή, στυλοβάτες της «νέας εξάρτησης» δεν είναι τόσο μυστικοί πράκτορες. Είναι πολιτικοί σ’ όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα, ΜΜΕ και δημοσιογράφοι, πανεπιστήμια, ιδρύματα και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις.
Δεν είναι δύσκολο να τους διακρίνεις. Ήταν ένθερμοι υποστηρικτές του σχεδίου Ανάν και γενικότερα είναι υποστηρικτές κάθε είδους εκπτώσεων στα εθνικά θέματα. Ακόμα και το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης το αντιλαμβάνονται με όρους επαρχιωτισμού.
Η πρωτοφανής κρίση που βιώνουμε αυτήν την περίοδο μας έδωσε την ευκαιρία να δούμε την ευκολία, με την οποία οι ελίτ, που ευθύνονται για την κατάντια της χώρας, κατέφυγαν στην αγκαλιά των κηδεμόνων. Μερικοί εξ αυτών, μάλιστα, έχουν το θράσος να κουνάνε το δάκτυλο στην κοινωνία. Δεν πρέπει να μας ξενίζει. Η πικρή αλήθεια είναι ότι συνεχίζουν μια μακρά παράδοση.
Τα παραπάνω τόνισε ο γνωστός πολιτικός αναλυτής Σταύρος Λυγερός στην παρουσίαση του βιβλίου του Μιχάλη Ιγνατίου και του Μάριου Ευρυβιάδη «CIA, ο απόρρητος φάκελος του Ανδρέα», που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Λιβάνη.
Η παρουσίαση έγινε την περασμένη Πέμπτη στην αίθουσα του «Μετρόπολις» (Πανεπιστημίου και Μπενάκη) που την είχε κατακλύσει πολύς κόσμος, μεταξύ των οποίων ήταν πολιτικοί, νυν και πρώην υπουργοί (Γ. Αρσένης, Κ. Λαλιώτης κ.ά.), φίλοι και συνεργάτες του Ανδρέα, όπως ο συνταγματολόγος Γ. Κασιμάτης, πολλοί δημοσιογράφοι κ.ά.
Για τον Ανδρέα μίλησαν ο Γιάννης Καψής και ο Αναστάσιος Πεπονής, καθώς και ο γιος του Νίκος Παπανδρέου.