Η αλήθεια για την Αγροτική Τράπεζα

Όμως η αλήθεια για την τράπεζα είναι διαφορετική.

Θυμίζουμε ότι το 2005 η ΑΤΕbank πραγματοποίησε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ύψους 1,25 δισ. ευρώ. Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου επέβαλε, μεταξύ άλλων, τη μεγάλη ενίσχυση του αποθεματικού των προβλέψεων για την κάλυψη των ζημιών από επισφαλή δάνεια και των κεφαλαίων που αποτύπωναν τις υποχρεώσεις της τράπεζας (όπως ασφαλιστικά ταμεία).

Αυτή η αύξηση κεφαλαίου επέτρεψε την αντιμετώπιση των συσσωρευμένων προβλημάτων και συνέβαλε στην ουσιαστική εξυγίανση των οικονομικών καταστάσεων της τράπεζας.

Το ελληνικό Δημόσιο, με ποσοστό 84,5% που κατείχε στο μετοχικό κεφάλαιο της τράπεζας, συμμετείχε στην αύξηση για το σύνολο των δικαιωμάτων καταβάλλοντας 1,05 δισ. ευρώ. Όμως από το 2005 έως το 2008, μέσα σε μία τριετία, το ελληνικό Δημόσιο είχε συνολικά έσοδα από την τράπεζα 756 εκατ. ευρώ, από μερίσματα, επιστροφή κεφαλαίου, διάθεση μέσω δευτερογενούς αγοράς ποσοστού 7,19% του μετοχικού κεφαλαίου που είχε και φόρων χρήσης.

Η ΑΤΕbank ακολούθησε μετά το 2004 πολιτικές συγκράτησης επιτοκίων στον αγροτικό τομέα, που δημιούργησαν ισχυρές πιέσεις στο υπόλοιπο τραπεζικό σύστημα σε έναν ευαίσθητο τομέα. Είναι χαρακτηριστική η σταθερότητα των επιτοκίων των κεφαλαίων κίνησης την περίοδο των εννέα αυξήσεων των επιτοκίων από την ΕΚΤ.

Εφαρμόζοντας τα χαμηλότερα επιτόκια στην ιστορία της τράπεζας στα δάνεια αγροτών, με αποτέλεσμα την ολική επιστροφή των αγροτών στην τράπεζα, και με δυναμική διείσδυση σε όλους τους τραπεζικούς τομείς, αναδείχθηκε σ’ έναν σημαντικό παίκτη της τραπεζικής αγοράς, ισχυροποιώντας την εταιρική της εικόνα και συμβάλλοντας στην αναπτυξιακή ώθηση της οικονομίας με κοινωνική ευαισθησία. Επιπλέον συμμετείχε στη στήριξη με κεφάλαια κίνησης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, με την εγγύηση και επιδότηση της ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ, χορηγώντας πρώτη από όλες τις τράπεζες από τον Δεκέμβριο του 2008 κεφάλαια κίνησης στις επιχειρήσεις, ενώ συμμετείχε για πρώτη φορά στο πρόγραμμα δανειοδότησης στεγαστικών δανείων του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ).

Έτσι, πρώτη στον τραπεζικό χώρο στήριξε την πραγματική οικονομία διοχετεύοντας ρευστότητα που έφθανε το τριπλάσιο του μέσου όρου του τραπεζικού συστήματος, δηλαδή ήταν στην πράξη και όχι κατ’ ατελέσφορη εξαγγελία Δημόσιος Πυλώνας.

Στον τομέα των στεγαστικών δανείων είχε εντυπωσιακά αποτελέσματα, επιτυγχάνοντας μερίδιο 9% της αγοράς.

Αποτέλεσμα ήταν να σημειωθεί εντυπωσιακή αύξηση όλων των μεγεθών του ομίλου, παρά τη μεγάλη διαγραφή επισφαλειών που ανέρχεται σε 3,1 δισ. ευρώ λογιστικοποιημένων και μη και μείωση των NPL σε 5,5%(που προσεγγίζει τον μέσο όρο των τραπεζών) από 20%, στο χαμηλότερο ιστορικό της τράπεζας.

Μια προσεκτική ματιά στα δημοσιευμένα οικονομικά στοιχεία του ομίλου της Αγροτικής (30-9-2010), όπως έχει επισημάνει μια σειρά έγκυρων αναλυτών, σχετικά με τις προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις (1,520 δισ. ευρώ, δηλαδή coverage ratio μεγαλύτερο του 65%), τη μειωμένη αποτίμηση λόγω συγκυρίας των συμμετοχών (ΟΤΕ, Πειραιώς, ΕΛΠΕ, ΕΥΔΑΠ κ.λπ.), που αποκτήθηκαν περί το 2000, οι οποίες σε μια αλλαγή πορείας του χρηματιστηρίου θα επιφέρουν σημαντικά κέρδη, δημιουργεί έντονα ερωτήματα σχετικά με το εάν υπάρχει τελικά τόσο μεγάλο πρόβλημα όσο παρουσιάζεται στην κεφαλαιακή επάρκεια του ομίλου.

Με μια λιγότερο επιθετική πολιτική επισφαλειών που δημιούργησε υπερεπάρκεια προβλέψεων και ανεπάρκεια κεφαλαίων, σε επίπεδα των άλλων τραπεζών, και προσεκτικότερης διαχείρισης των επενδυτικών συμμετοχών, θα μπορούσε να διαμορφώσει δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας ικανό να αντεπεξέλθει στη δυσμενή συγκυρία. Άλλωστε την άποψη αυτή συμμερίζονται σχεδόν όλοι οι διεθνείς αναλυτές.

Η Αγροτική Τράπεζα σίγουρα έχει προβλήματα να επιλύσει, όπως και όλες οι τράπεζες, όχι μόνο του ελληνικού χώρου αλλά και παγκοσμίως.

Οι λύσεις υπάρχουν, προς όφελος της λειτουργίας της τράπεζας και της ελληνικής οικονομίας.

Οι κυβερνώντες και οι διοικούντες τις επιθυμούν;

Οι επόμενες εβδομάδες θα δείξουν…


Σχολιάστε εδώ