ΠΟΣΟ ΜΕΓΑΛΟ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΤΟ ΤΟΥΝΕΛ;
Η χρονιά τελειώνει με τον λαό βυθισμένο σε μια απρόσμενη ανασφάλεια, πρωτόγνωρη. Τέτοια που θα τη σύγκρινε κανείς με περιόδους εκτροπής, ενώ σε ό,τι αφορά την εικόνα του προσεχούς μέλλοντος πολλοί συγκρίνουν ήδη την περίοδο που διανύουμε με τις πρώτες μέρες μετά τον πόλεμο. Όμως τότε, αρχές του 1945, όπως προκύπτει από κείμενα, αφηγήσεις και ντοκουμέντα, παρά τις μεγάλες πρακτικές δυσκολίες και την έλλειψη χρήματος, η ψυχική ανάταση και η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο ήταν τόσο έντονη και κυρίαρχη, που κάλυπτε με άνεση κάθε πρόβλημα και κάθε ανασφάλεια.
Αν και ο ελληνικός λαός (όπως πολλοί άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί) έβγαινε καθημαγμένος από τον πόλεμο και τη γερμανική κατοχή, η αίσθηση της ελευθερίας, της απαλλαγής από τον βραχνά και τις στερήσεις δημιουργούσε τη βεβαιότητα ότι αυτός ο λαός θα τα καταφέρει. Αντικειμενικά, δεν υπήρχαν ούτε τα μέσα ούτε τα μεγέθη που έπειθαν για κάτι τέτοιο. Ούτε σήμερα υπάρχουν. Αλλά σήμερα, δυστυχώς, δεν υπάρχει η ψυχική ανάταση και το κουράγιο για να φανεί το περίφημο «φως στο βάθος του τούνελ», ενώ πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι το τούνελ είναι μακρύτερο απ’ όσο νομίζαμε.
Όπως έχουμε ξαναγράψει, το χειρότερο στην όλη υπόθεση δεν είναι τα πραγματικά προβλήματα και οι στερήσεις. Είναι ότι σε όλα αυτά δεν φαίνεται να υπάρχουν σχεδιασμός και διέξοδος: Αν υπήρχαν, πρώτη η κυβέρνηση θα τα πρόβαλλε, για να δείξει ότι διαθέτει πρόγραμμα, σχέδιο και λύσεις. Αλλά δεν υπάρχουν. Και ο κόσμος παραμένει βυθισμένος σ’ ένα ημίφως που γίνεται όλο και πιο συγγενικό στο σκοτάδι παρά στο φως.
Οι επισκέψεις του Ντομινίκ Στρος Καν και του Όλι Ρεν (αυτός έρχεται συχνά εξάλλου…) και τα καλά τους λόγια για την αντοχή των Ελλήνων και για τις κυβερνητικές μεθόδους δεν αρκούν για να πείσουν τον λαό πως όσα συμβαίνουν αφενός δεν θα κρατήσουν πολύ και αφετέρου θα έχουν αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, γιατί να πιστέψει κάποιος τον Όλι Ρεν και όχι τον οικονομολόγο Νουριέλ Ρουμπινί, που λέει ότι όσα κάνουμε είναι στο κενό, διότι ποτέ δεν θα μπορέσουμε να ξεπληρώσουμε όσα χρωστάμε;
Ασφαλώς ο Ρουμπινί λέει πράγματα που δεν αρέσουν σε κανέναν και κυρίως στην κυβέρνηση. Όμως, αν τα πράγματα είναι έτσι, τότε χρέος της κυβέρνησης είναι να αναθεωρήσει τη στάση της και να αναζητήσει άλλες λύσεις.
Ακόμα και αυτές που περιλαμβάνουν αναθεώρηση του χρέους, μη αναγνώρισή του σε όλο το ύψος (όπως πολλές χώρες έχουν ήδη κάνει) και αναθεώρηση της σχέσης με το ευρώ και τον ρόλο του – αν και αρκετοί άλλοι το σκέφτονται ήδη και ίσως μας προλάβουν. Έτσι κι αλλιώς, το μέλλον του ευρώ δεν φαίνεται ρόδινο και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις διαθέσεις των Γερμανών, που έχουν αναλάβει εργολαβικά τα οικονομικά-λογιστικά της Ευρώπης.
Το όλο κλίμα επιβαρύνεται από την ανεπάρκεια της αντιπολίτευσης να κάνει πράγματα και να προτείνει πειστικές λύσεις. Είναι άλλωστε πρόσφατη η εμπειρία από τη διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα να μην την εμπιστεύονται ούτε οι δικοί της ψηφοφόροι, ενώ η κινητικότητα της κ. Ντ. Μπακογιάννη και τα χτυπήματα που επιφέρει στην παραδοσιακή Δεξιά δεν της επιτρέπουν να παρουσιάζεται ενιαία και αξιόπιστη.
Από την άλλη πλευρά, η Αριστερά δεν διεκδικεί να κυβερνήσει αλλά να έχει καθοριστικό ρόλο στα δημόσια πράγματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το καταφέρνει, αφού αφενός έχει διασπαστεί (η Δημοκρατική Αριστερά του Φώτη Κουβέλη είναι πιο πιθανό να μαζέψει δυσαρεστημένους ψηφοφόρους από το ΠΑΣΟΚ) και αφετέρου δεν βρίσκει κοινή εσωτερική γλώσσα μεταξύ των 8-9 συνιστωσών που τον απαρτίζουν.
Το ΚΚΕ είναι μάλλον ευτυχές με την οριακή άνοδο των ποσοστών του, όσο κι αν αυτά δεν επαρκούν για να έχει ρυθμιστικό ρόλο. Ίσως και να μην επιθυμούσε κάτι τέτοιο, αφού αν συνέβαινε θα ήταν αναγκασμένο να παρουσιάσει θέσεις και πρόγραμμα διακυβέρνησης, κάτι που θα το φόρτωνε αυτομάτως με επιπλέον ευθύνες.
Σε αυτό το σκηνικό μπαίνουμε στις μέρες των εορτών, που δεν θυμίζουν πολύ τέτοιες, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του καθενός στο στολισμένο σπίτι του και των καταστημάτων που φοράνε τα καλά τους. Όσο ακόμα τα έχουν…