Βυζάντιον
Όταν έρχεται το καλοκαίρι, σκέφτομαι πόσο καλοί και έντιμοι μήνες είναι ο Οκτώβρης και ο Νοέμβρης. Είναι δύο μήνες σεμνοί, που βαδίζουν στις μύτες πάνω στο ημερολόγιο, λες και δεν θέλουν να σε ενοχλήσουν. Γιατί είναι καλοί και ευγενικοί μήνες. Δεν σου ζητούν να αδυνατίσεις. Αδιαφορούν για την ανανέωση της ντουλάπας σου. Σε καταλαβαίνουν και δεν σε προτρέπουν να ερωτευτείς. Δεν θέλουν καν να βλέπεις τη θάλασσα και να ονειρεύεσαι ταξίδια. Τους φτάνει να είσαι στον καναπέ, παρακολουθώντας το ταβάνι και την τηλεόραση να παίζουν πινγκ πονγκ με τη ματιά σου.
•••
Ο Ιούνιος είναι άπληστος μήνας. Σου ζητάει, όνειρα, σχέδια, έρωτα. Καλό κορμί, θετική διάθεση και τα δάχτυλα να ακολουθούν διαδρομές σε χάρτες, σαν χάδι σε γυναικεία πλάτη. Ο Ιούλιος δεν είναι έτσι, έχει συμβιβαστεί με την πραγματικότητα. Και ο Αύγουστος αρκεί να σε δει εξαντλημένο να εκλιπαρείς για το φθινόπωρο, αφού ξέρεις ότι, όσο κι αν ζεσταίνεσαι, το καλοκαίρι δεν θα έρθει. Κάπως έτσι, τις πρώτες μέρες του Ιουνίου είμαι πάντα κάπως περίεργα. Κοιτάζω τον ιδρώτα μου σαν κάτι ξένο. Βλέπω και το κλιματιστικό και θυμάμαι πως πριν από λίγες εβδομάδες η θερμοκρασία των 23 βαθμών ζέσταινε. Τώρα θα δροσίζει. Βλέπω μπροστά ένα καλοκαίρι να πλησιάζει προς το μέρος μου σαν φιγούρα που διαγράφεται θολή μέσα στη ζέστη. Και κάτι μου λέει ότι θα βγάλει πιστόλι για να μου ρίξει. Έχω ένα κακό προαίσθημα γιʼ αυτό το καλοκαίρι, αλήθεια σας το λέω. Βέβαια όποιος δεν έχει κακό προαίσθημα αυτόν τον καιρό δεν έχει και το μυαλό στη θέση του. Εγώ το έχω γιατί ποτέ δεν χάνω το μυαλό μου, μόνο την ψυχή μου. Και συνήθως τη χάνω τη στιγμή που λέω να την πουλήσω. Εντάξει, εντάξει, μη βιάζετε άδικα τη ματιά σας. Η στήλη αρχίζει ευθύς αμέσως.
•••
Στο Σύνταγμα, στο κάμπινγκ, έχω κατέβει τρεις φορές. Σκόπευα να πάω και σήμερα, αλλά λέω να κάνω το πρώτο μου μπάνιο, μήπως και θάψω στην άμμο μια από τις φοβίες μου – κάθε χρόνο, όταν κάνω το τελευταίο μπάνιο, αναρωτιέμαι αν θα είμαι σε θέση να ξαναβουτήξω το επόμενο καλοκαίρι. Πηγαίνω, λοιπόν, βλέπω φυσιογνωμίες, μυρίζω τσίκνα από τα λουκάνικα και παρακολουθώ τις εργασίες της συνέλευσης που υποτίθεται ότι παράγει πρωτογενή δημοκρατία, όπως ο κτηνοτρόφος στο χωριό πήζει το αγνό γιαούρτι. Πρέπει να σας πω ότι παρακολούθησα και φάσεις από τις απειλές προς τους βουλευτές, πέτυχα φασίστες στο κυνήγι του μετανάστη, μια γιαγιά σε αναπηρικό καροτσάκι κι έναν συνταξιούχο την ώρα που μιλούσε με ζωντανή σύνδεση στον Αυτιά. (Μεταξύ μας, έχω πειστεί ότι ο μέσος Έλληνας άνω των 70 ετών μπορεί να συνδεθεί με τον Αυτιά ακόμα και χωρίς λινκ, ακόμα και χωρίς εξοπλισμό.) Κοινώς, τα έχω δει και τα έχω ακούσει όλα. Από τον ανώνυμο στη συνέλευση μέχρι τον Μίκη μπροστά στο μικρόφωνο και τον Λαζόπουλο μπροστά στην κατσαρόλα. Στο τέλος επιβεβαίωσα το αληθές των πεποιθήσεών μου. Αυτήν τη στιγμή οι στοές του Βελγίου και οι φάμπρικες της Γερμανίας είναι ένας ονειρεμένος προορισμός ζωής, όσης μου απομένει.
•••
Βλέπω με προσοχή (αλλά όχι και έκπληξη) όσα συμβαίνουν γύρω μας. Μάλλον όσα συμβαίνουν γύρω μας με επίκεντρο το Σύνταγμα και τους «Αγανακτισμένους». Παρατηρώ τη γέννηση του νέου λαϊκισμού και καταλαβαίνω ότι η ΠΑΣΟΚίλα των ʼ80s (sorry, εκδότη) ήταν τελικά τόσο καλαίσθητη που απορώ πώς δεν την έχουν τοποθετήσει στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη, στο τμήμα με το πρωτοποριακό design. Κοινώς ο ΠΑΣΟΚος του ʼ80 ήταν λεπτεπίλεπτος σαν μπαλαρίνα μπροστά σʼ αυτό που θα δούμε τώρα μπροστά μας. Ναι, το είδα να έρχεται, να καθρεφτίζεται στην κατσαρόλα του Λαζόπουλου, να κλέβει την ιερή φωνή του Μίκη, το σφρίγος του πιτσιρικά και το άλλοθι που χορηγεί ο χρόνος σε κάθε ηλικιωμένο. Το είδα το τέρας να παίρνει όλα αυτά και να έρχεται κατά πάνω μας κραδαίνοντας μια αγχόνη. Εσείς το λέτε λαϊκή οργή. Εγώ, πάλι, το λέω πρώτα συμπτώματα μηδενιστικού ολοκληρωτισμού. Και φοβούμαι ότι αυτό είναι σαν το Αλτσχάιμερ: Ακόμα κι αν το καταλάβεις νωρίς, δεν πρόκειται να γλιτώσεις.
•••
Που λέτε, όλα ξεκινούν από το λογικό λάθος που δίνει ερείσματα για τα μεγαλύτερα ψέματα. Και είναι ένα λάθος που το διαπράττουμε όλοι. Αντιλαμβανόμαστε τον λαό ως κάτι ενιαίο και όχι ως το άθροισμα επιμέρους απόψεων. Όμως αυτό δεν ισχύει. Αν ο λαός ήταν κάτι ενιαίο, τότε όλοι θα ψηφίζαμε το ίδιο κόμμα, θα ακούγαμε την ίδια μουσική στον έναν και μοναδικό ραδιοσταθμό, θα συμφωνούσαμε στα πάντα. Η αλήθεια είναι ότι συμφωνούμε στα απολύτως βασικά, και αυτά με το ζόρι. Εκλέγουμε κυβερνήσεις απόλυτης μειοψηφίας και, ευτυχώς, ο καθένας μας κουβαλάει στο καβούκι του μια ιδιαίτερη άποψη για τα πράγματα. Τώρα εφαρμόστε τον κανόνα του λάθους πάνω στους «Αγανακτισμένους». Τους συνδέει η αγανάκτηση για τα πράγματα, σωστά; Σωστά. Και μέχρι εκεί. Όποιος προσπαθήσει από εκεί και πέρα να εντοπίσει κοινά στοιχεία στο πλήθος που γεμίζει το Σύνταγμα θα αποτύχει οικτρά. Όμως οι κοινωνίες δεν εξελίσσονται μόνο με αφορισμούς. Χρειάζονται και σύνθεση.
•••
Οι άνθρωποι στο Σύνταγμα ενώνονται από την οργή τους. Λογικό. Αλλά αυτό δεν αρκεί για να αλλάξει τα πράγματα. Δεν αρκεί για να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο. Θα έφτανε αν είχαν και κάτι να προτείνουν. Όμως το να ζητάς απαλλαγή από το Μνημόνιο χωρίς να διευκρινίζεις ποιος θα δώσει τα λεφτά στις 16 Ιουλίου δεν αποτελεί πρόταση, αλλά λαϊκισμό. Αν μάλιστα ρωτούσες έναν προς έναν τους ανθρώπους που είναι στο Σύνταγμα για την άποψή τους σχετικά με την έξοδο από την κρίση, δεν θα είχαν τι να σου απαντήσουν. Θα σου έλεγαν ότι πρέπει η ηγεσία να χαράξει τη διαδρομή. Έλα όμως που οι ίδιοι απαξιώνουν την ηγεσία! Εννοείται πως, είτε ως μονάδες είτε ως λαός, αρνούνται να κάνουν την αυτοκριτική τους. Προτιμούν να παριστάνουν τους απατημένους, αφορίζοντας τους βουλευτές που οι ίδιοι εξέλεξαν. Αλλά εγώ δέχομαι πως στους δρόμους βγαίνουν μόνο άνεργοι, μισθωτοί και συνταξιούχοι (κυρίως του ιδιωτικού τομέα), αγνοί από το αίμα και καθαροί από ευθύνες. Αυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, ενώνονται από την οργή τους, δεν έχουν πρόταση και θέλουν να δείξουν τα δόντια τους στο σύστημα. Δεν θέλω να προσβάλω κανέναν, αλλά και ο Μουσολίνι έτσι ανέβηκε στην εξουσία. Γενικώς, οι φασίστες σκαρφαλώνουν στην εξουσία από τέτοιες σκάλες, από απελπισμένα και αγανακτισμένα πλήθη που πάλλονται χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση.
•••
Τι πρέπει να γίνει; Τίποτα. Ναι, είναι μερικές φορές που δεν μπορεί να γίνει τίποτα ή, ακόμα κι αν ξέρεις τι πρέπει να γίνει, δεν έχει νόημα να το διατυπώσεις. Είναι φυσιολογικό οι άνθρωποι να βγαίνουν στον δρόμο αγανακτισμένοι. Αν θέλετε, είναι και θεμιτό να καταφεύγουν σε συνελεύσεις όπου αποφασίζουν πως πρέπει να φύγουν όλοι, χωρίς να προτείνουν και ποιοι πρέπει να έρθουν. Γιʼ αυτό μεγαλώνει η ευθύνη όσων αρθρώνουν δημόσιο λόγο. Πριν ο πρύτανης κηρύξει τη χώρα σε καθεστώς ανελευθερίας, ας μας πει γιατί κατάντησε έτσι η χώρα όταν ήταν ελεύθερη. Εν τέλει, ας μας πει και ποιος θα δώσει τα λεφτά. Και στο τέλος ας μας εξηγήσει γιατί τα πανεπιστήμια είναι σε αυτό το χάλι. Αλλά να, ας αποφασίσουμε και πότε το ανάστημα του Μίκη δεν πρέπει να μετριέται από τις περιστάσεις. Όταν βγαίνει στα Προπύλαια; Όταν είναι υπουργός του Μητσοτάκη; Ή όταν υπογράφει διεκδικώντας αναδρομικά ως βουλευτής;
•••
Αυτήν τη στιγμή η μάχη δεν δίδεται μεταξύ του λαού και της «τρόικας». Δίδεται μεταξύ εκείνων που θέλουν την Ελλάδα φτωχή, μίζερη, με δραχμές στις ροζιασμένες παλάμες της, και εκείνων που βλέπουν μπροστά, προς τη Δύση, παρά τις παλινωδίες και τις αστοχίες μιας κυβέρνησης που αποδεικνύεται πολύ κατώτερη των περιστάσεων. Ας διατηρήσουμε, λοιπόν, την οργή, αλλά ας μη χάσουμε τον προσανατολισμό.
•••
Και τώρα η προσωπική μου ντροπή. Εκ παραδρομής (φυσικά και ήταν εκ παραδρομής!) απέδωσα στον Ευριπίδη το «έρως ανίκατε μάχαν» του Σοφοκλέους. Πιστέψτε με, δεν είμαι τόσο αμόρφωτος, το έκανα κατά λάθος. Είμαι, όμως, επιπόλαιος, βιαστικός. Τραγικός, όχι σαν τον Σοφοκλή.