Τα οικονομικά του REarmEU και η Ελλάδα – Του Ν. Γ. Χαριτάκη

Τα οικονομικά του REarmEU και η Ελλάδα – Του Ν. Γ. Χαριτάκη


Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Πρώην Επίκουρου Καθηγητή Οικονομικών του ΕΚΠΑ
[email protected]


Η χώρα μας, μαζί με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες (πλην Ουγγαρίας), ενέκρινε την περασμένη Τρίτη το νέο χρηματοδοτικό εργαλείο (τα πρώτα 180 δισ. από συνολικά 800 δισ.) για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής παραγωγής. Προς ενημέρωση, στο άρθρο 16 του σχετικού κανονισμού αναφέρεται ότι «η συμμετοχή μιας τρίτης χώρας μπορεί να περιοριστεί εάν αυτή αποτελεί ευθεία απειλή για την άμυνα και τα συμφέροντα ασφαλείας κάποιου κράτους-μέλους ή ολόκληρης της Ευρώπης» (σ.σ.: Ποια περιοχή ορίζεται ως ολόκληρη Ευρώπη;).

Η οικονομία της χώρας μας αντέχει να διατηρεί το αξιόχρεο, σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες και τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης, και μπορεί να χρηματοδοτήσει το ήδη αποφασισμένο, μακροχρόνιο αμυντικό της πρόγραμμα. Πρόγραμμα για το οποίο δεν έχει εγερθεί θέμα οικονομικής κάλυψης από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Γι’ αυτό, άλλωστε, και έχουν γίνει ήδη οι παραγγελίες για τμήμα αυτού.

Ανεξάρτητα, όμως, από τις θυσίες που επιβάλλει η συγκεκριμένη αμυντική θωράκιση, είναι σκόπιμο να εξετάσουμε τις αναπτυξιακές ευκαιρίες που προκύπτουν από αυτήν την όντως δαπανηρή δέσμευση. Ιδιαίτερα, μάλιστα, με τις χρηματοπιστωτικές διευκολύνσεις που προκύπτουν από το REarmEU. Ας προχωρήσουμε, λοιπόν, στην περιγραφή κάποιων βασικών παραμέτρων που προφανώς επηρέασαν τις αμυντικές μας επιλογές, ανεξάρτητα από το χρηματοπιστωτικό τους κόστος.

Μία πρώτη παράμετρος που οφείλουμε να λάβουμε υπόψη, με δεδομένα τα νέα στοιχεία που προέκυψαν από τους δύο πολέμους των ημερών μας –Ουκρανία και Παλαιστίνη–, είναι ότι η αμυντική θωράκιση όλων των χωρών που επιδιώκουν την προστασία των συνόρων τους στηρίζεται σε τεχνικά μέσα τελείως διαφορετικά από τα συνήθη του όχι και πολύ μακρινού παρελθόντος. Η αμυντική υπεροπλία δεν είναι πλέον ποσοτική, αλλά ποιοτική. Ηλεκτρονικός πόλεμος, έλεγχος των πληροφοριών, κακοποίηση των ηλεκτρονικών στοιχείων του αντιπάλου και, κυρίως, εξοπλισμοί ταυτισμένοι με τα γεωφυσικά δεδομένα της χώρας που εξοπλίζεται και διαμορφώνει την άμυνά της είναι λίγα από τα νέα στοιχεία που επηρεάζουν τις επιλογές.

Για παράδειγμα, άλλη η αμυντική θωράκιση μιας πεδιάδας και άλλη μιας νησιωτικής χώρας. Άλλη η στρατηγική του επιτιθέμενου και άλλη του αμυνόμενου.

Παρένθεση: Στα οικονομικά υπάρχει ένα καταπληκτικό άρθρο που εξηγεί πώς τα σκυλιά προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους ανάλογα με το δικό τους μέγεθος σε σύγκριση με τον αντίπαλό τους. Προκύπτει, μάλιστα, ότι δεν είναι πάντοτε σίγουρο ότι νικητής είναι και ο ισχυρότερος. Ο Δαρβίνος, άλλωστε, εδώ και πολλά χρόνια, το έχει εξηγήσει με μεγάλη σαφήνεια.

Η χώρα έχει κάνει τρεις βασικές επιλογές, έστω κι αν δεν έχουν αναλυθεί ιδιαίτερα. Επέλεξε έγκαιρα να αγοράσει αμυντικά συστήματα για τον αέρα από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ (βλέπε αναβάθμιση υφιστάμενου εξοπλισμού, παραγγελία προηγμένων επιθετικών αεροπλάνων), δημιουργώντας παράλληλα, μαζί με το Ισραήλ, διεθνές εκπαιδευτικό αεροπορικό κέντρο στην Καλαμάτα (ELBIT) και επιτρέποντας και πάλι στο Ισραήλ την εξαγορά της Intracom Defence από την IAI (αεροδιαστημική και υποθαλάσσια αμυντική τεχνολογία). Επέλεξε να παραγγείλει γαλλικά οπλικά συστήματα για την ενίσχυση της ναυτικής άμυνας και παράλληλα αδειοδότησε σημαντικά data centers (βλέπε Microsoft κ.ά.), αποκτώντας τη δυνατότητα για αυτόνομη αξιοποίηση πληροφοριακών στοιχείων αμυντικής θωράκισης.

Όπως όλοι γνωρίζουμε, ένα μεγάλο κομμάτι του κόστους αγοράς και των αεροπλάνων αλλά και των πλοίων είναι ο συνυπολογισμός του κόστους εκπαίδευσης των προσωπικού και του κόστους συντήρησης. Όσον αφορά την αεροπορία, το εκπαιδευτικό κέντρο της Καλαμάτας μειώνει σημαντικά το κόστος διαρκούς εκπαίδευσης των πιλότων και, βέβαια, η σχολάζουσα μέχρι σήμερα ναυπηγική και αεροπορική βιομηχανία ανακτούν σημαντικά πλεονεκτήματα στην αξιοποίηση κοινοτικών κονδυλίων για τις παραγωγικές δραστηριότητες συντήρησης και αναβάθμισης.

Ας έρθουμε τώρα στο πιο σημαντικό τμήμα, που αφορά τη συμπαραγωγή. Είναι ορθή η κριτική που ασκείται για την απαξίωση της βιομηχανικής παραγωγής της χώρας κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Στο θέμα της αμυντικής θωράκισης, μάλιστα, η κακοποίηση των κονδυλίων των στρατιωτικών αποζημιώσεων δεν μας τιμά ιδιαίτερα. Η Ιστορία δεν γυρίζει πίσω. Βλέποντας, όμως, τους σημερινούς πολέμους και τις ανάγκες αμυντικής θωράκισης που προκύπτουν από τα σύγχρονα όπλα, δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε ότι ένα μεγάλο κομμάτι της παραγωγής προκύπτει ως προϊόν επιχειρήσεων μικρής επενδυτικής δαπάνης, με βασικό συντελεστή το κόστος των υπηρεσιών ενσωματωμένης τεχνολογίας.

Μιας τεχνολογίας, όμως, που σε μεγάλο βαθμό είναι πλέον ελεύθερα διαθέσιμη ή, στην καλύτερη περίπτωση, αντιγράψιμη, και μάλιστα υποκείμενη σε βελτίωση. Συμπερασματικά, κάποιος θα μπορούσε να μας θεωρήσει και τυχερούς, μιας και σήμερα μας χρηματοδοτούν για να κάνουμε την αναγκαία εγχώρια παραγωγική αναβάθμιση με βάση τα σημερινά και όχι τα αμυντικά δεδομένα του παρελθόντος.

Σήμερα, στις ΗΠΑ, υπάρχουν σημαντικά ελληνικά μυαλά που μπορούν, σε συνεργασία με ελληνικές επιχειρήσεις, να προσφέρουν στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία τεράστια τεχνογνωσία και μεταποιητική ισχύ. Τι πρόβλημα έχει, για παράδειγμα, το υπουργείο Εθνικής Άμυνας να χρηματοδοτήσει προγράμματα αμυντικής τεχνολογίας με έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού; Αν το κάνουν οι ΗΠΑ, γιατί όχι κι εμείς (πάντοτε, βέβαια, στις ανάγκες που θα μας προσδιορίσουν οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας); Για αρκετά χρόνια, η συνεργασία των ελληνικών αλλά και των αλλοδαπών πανεπιστημίων σε θέματα εφαρμοσμένης έρευνας ήταν taboo και δεν μπορούσαμε να την αξιοποιήσουμε. Σήμερα φαντάζει ως ευκαιρία.

Θα τελειώσουμε με κάτι άμεσο και εύκολα επιτεύξιμο. Πολλές από τις ήδη ολοκληρωμένες παραγγελίες αλλά και από τις μελλοντικές μπορούν να καλυφθούν σίγουρα στο 100% από την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Αυτή μας δίνει τη δυνατότητα να επηρεάζουμε ως πελάτες το κόστος παραγωγής, μη προεπιλέγοντας συμπαραγωγές της τουρκικής βιομηχανίας. Στην αγορά των οπλικών συστημάτων δεν μπαίνουμε για πυρηνικές κεφαλές, ούτε για διηπειρωτικούς πυραύλους. Η αγορά που επιδοτεί το REarmEU φαίνεται ότι μπορεί να καλύψει απόλυτα και σε ανταγωνιστικές τιμές τις ανάγκες τις χώρας. Ο ενδοευρωπαϊκός ανταγωνισμός επιτρέπει στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας να μην αγοράζει οπλικά συστήματα που θα έχουν ενίσχυση από κοινοτικά προγράμματα, έστω και φθηνότερα, αν προκύπτει ότι έχουν μεγάλο τμήμα σε τουρκική παραγωγή.

Συμπερασματικά, για αρκετές δεκαετίες, κυρίως λόγω οικονομικών δυσχερειών, η χώρα δεσμευόταν να αγοράζει ή να χρησιμοποιεί πολεμικό υλικό είτε ακριβό είτε όχι και απόλυτα χρήσιμο. Πιθανόν και άχρηστο, σύμφωνα με τα νέα δεδομένα. Εκπαίδευε, μάλιστα, το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων σε συστήματα δεύτερης –αν όχι τρίτης– διαλογής. Οι ευκαιρίες που δημιουργούνται για εμάς, με δεδομένο ότι είμαστε χώρα αμυντική και όχι κατακτητική, είναι ακόμη περισσότερες.

Αρκεί να τις αξιοποιήσουμε κατάλληλα, τόσο ως πελάτες όσο και ως παραγωγοί.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ