
Ο κίνδυνος να μείνουμε χωρίς διπλωματικά όπλα και συμμάχους απέναντι στην Τουρκία
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Χωρίς ουσιαστικά στηρίγματα κινδυνεύει να μείνει η ελληνική εξωτερική πολιτική λόγω των σημαντικών ανακατατάξεων που έχει επιφέρει διεθνώς η εκλογή Τραμπ αλλά και η ανάδειξη κυβερνήσεων στην Ευρώπη που θεωρούν την Τουρκία και τον Ερντογάν στρατηγικούς εταίρους.
Ο Πρόεδρος Τραμπ, αμέσως μετά την εκλογή του, διεμήνυσε ότι τίποτε δεν θα είναι όπως στην πρώτη του θητεία στον Λευκό Οίκο και προκαλεί καθημερινά, με τις επιλογές του, σοβαρές αναταράξεις, που απειλούν να ανατρέψουν μια ισορροπία η οποία τηρήθηκε όχι μόνο μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, αλλά ήδη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Με την ευκολία που δηλώνει ότι θα φέρει την ειρήνη στην Ουκρανία, εξαναγκάζει ουσιαστικά το Κίεβο να αποδεχθεί μια πρόταση ειρήνης που αποτελεί άνευ όρων συνθηκολόγηση έναντι της Ρωσίας. Από την άλλη, ζητά από τους Ευρωπαίους να αναλάβουν το βάρος της συλλογικής ασφάλειας της Ευρώπης, που αποτελεί βασικό και αναπόσπαστο κομμάτι της συνολικής ασφάλειας της Δύσης.
Την ίδια στιγμή, επιμένει ότι η Γροιλανδία πρέπει να γίνει αμερικανική, ότι τα αμερικανικά πλοία πρέπει να διέρχονται από τις διώρυγες του Σουέζ και του Παναμά χωρίς να πληρώνουν τέλη, απειλεί την Κίνα, αλλά την επόμενη μέρα δηλώνει ότι θα τα βρει με τον Πρόεδρο Σι.
Στην παγκόσμια οικονομία και στο εμπόριο, οι συνέπειες είναι δραματικές από τις παλινωδίες του στους δασμούς, αποσυντονίζοντας τις οικονομίες, δημιουργώντας πληθωριστικές και υφεσιακές τάσεις και δίνοντας την ευκαιρία σε λίγους να κερδίσουν δισεκατομμύρια στα διεθνή χρηματιστήρια.
Ίσως το πιο ανησυχητικό είναι ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο αποδέχεται ως φυσιολογική την επίσημη αναγνώριση της Κριμαίας ως ρωσικής και την de facto ρωσική κατοχή στην Ανατολική Ουκρανία ως μέρος της ειρηνευτικής συμφωνίας.
Θα είναι η πρώτη φορά μετά από 80 και πλέον χρόνια που αλλάζουν τα σύνορα διά της βίας στην Ευρώπη, ανατρέποντας έναν βασικό κανόνα τον οποίο σεβάστηκαν ακόμη και θανάσιμοι εχθροί.
Και είναι λογικό, βεβαίως, αυτό να αφορά άμεσα και τον Ελληνισμό, καθώς η ανοιχτή πληγή της Κύπρου, εδώ και 51 χρόνια, είναι το κορυφαίο δείγμα αυτής ακριβώς της κατάστασης. Και όμως ο Ελληνισμός, με τη στήριξη της διεθνούς κοινότητας και της διεθνούς νομιμότητας, έχει κατορθώσει να κρατήσει ανοικτό το Κυπριακό όλα αυτά τα χρόνια, με τον ΟΗΕ και, φυσικά, την ΕΕ να θεωρούν παρανόμως κατεχόμενο από την Τουρκία το βόρειο τμήμα του νησιού.
Και σε θεωρητικό επίπεδο, φυσικά, με μια τέτοια, ανατρεπτική λογική, όπως αυτή που προωθεί ο Τραμπ στην Ουκρανία, δημιουργούνται αρνητικοί συνειρμοί και για τη Θράκη, καθώς η Τουρκία θέτει ψηλά στην ατζέντα της το θέμα της δήθεν «προστασίας της ‘‘τουρκικής μειονότητας’’», η οποία, σύμφωνα με την ίδια, αποτελεί σχεδόν πλειοψηφία τουλάχιστον σε δύο νομούς.
Σε αυτό το δύσκολο σταυροδρόμι στην περιοχή μας, αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το πώς θα κινηθεί ο Ντόναλντ Τραμπ σε σχέση κυρίως με την Τουρκία και τον Ερντογάν, για τον οποίο δεν κρύβει τον θαυμασμό του.
Ακόμη δεν έχει υπάρξει καθαρό δείγμα γραφής για τα βασικά ζητήματα που απασχολούν τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και αποτελούν κρίσιμες επιδιώξεις για την Τουρκία. Αυτά είναι η απαίτηση για εγκατάλειψη των Κούρδων της Συρίας από τις ΗΠΑ και η άρση των κυρώσεων βάσει των οποίων η Τουρκία έχει αποκλειστεί από το πρόγραμμα των F-35.
Ο ίδιος ο Τραμπ πιθανότατα θα είναι θετικός απέναντι στις απαιτήσεις της Τουρκίας, αλλά, καθώς ακολουθεί μια συναλλακτική πολιτική, κανείς δεν γνωρίζει αυτήν τη στιγμή τι ακριβώς θα ζητήσει ο ίδιος ως αντάλλαγμα από τον Ερντογάν.
Πάντως, η εχθρότητα μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για θετικές κινήσεις προς την Άγκυρα. Αν, όμως, βρεθεί μια συμβιβαστική λύση στη Γάζα, δεν θα είναι καθόλου απίθανο να δούμε αμέσως μετά μια μεσολαβητική προσπάθεια του αμερικανού Προέδρου, ώστε να αποκατασταθεί ο παλιότερος αμερικανικός σχεδιασμός για τη συνεργασία Τουρκίας – Ισραήλ, ως πυλώνων της στρατηγικής παρουσίας των ΗΠΑ στην περιοχή.
Η Αθήνα μέχρι στιγμής δεν έχει κατορθώσει να βρει ουσιαστικά κανάλια επικοινωνίας με την κυβέρνηση Τραμπ, παρά την επίσκεψη του κ. Γεραπετρίτη στην Ουάσινγκτον και τις συνομιλίες που είχε με τον ομόλογό του Μάρκο Ρούμπιο. Η κυβέρνηση πληρώνει την άκριτη στήριξη που προσέφερε στους Δημοκρατικούς και στον Πρόεδρο Μπάιντεν, αγνοώντας προεκλογικά τους εκκεντρικούς συνεργάτες του προέδρου Τραμπ.
Βέβαια, αυτήν τη στιγμή, το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την Ουκρανία έχει περιοριστεί και δεν υπάρχουν και πολλά διαθέσιμα ανταλλάγματα που θα μπορούσε να προσφέρει ο κ. Μητσοτάκης στον αμερικανό Πρόεδρο, προκειμένου να τον δελεάσει και να δημιουργηθεί έτσι μια νέα, ισχυρή ελληνοαμερικανική σχέση.
Σοβαρό προβληματισμό, όμως, προκαλεί και το σκηνικό που διαμορφώνεται στην Ευρώπη. Ο πλέον σταθερός σύμμαχος της χώρας, η Γαλλία, έχει βυθιστεί σε πολιτική κρίση και ο ίδιος ο Εμανουέλ Μακρόν δεν είναι πλέον ο ισχυρός Πρόεδρος που ήταν. Μάλιστα, όσον αφορά την ευρωπαϊκή άμυνα, είναι ο ίδιος που πρωτοστατεί στην υποστήριξη της εμπλοκής της Τουρκίας, θεωρώντας αναγκαία τη βοήθεια του Ταγίπ Ερντογάν.
Επιπλέον, η ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι έχει δημοσίως εκφραστεί θετικά για την περαιτέρω ενδυνάμωση των ευρωτουρκικών σχέσεων και η επίσκεψη του Ερντογάν την περασμένη εβδομάδα στη Ρώμη απέδειξε ότι η Ιταλία αποτελεί πλέον, για τον ίδιο, εργαλείο για να… ξεκλειδώσει την πόρτα προς την Ευρώπη. Και η Ισπανία είναι από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές της Τουρκίας και έχει προωθημένη αμυντική συνεργασία με τη γείτονα, προσφέροντας μάλιστα και τα σχέδια για τη ναυπήγηση στην Τουρκία του πρώτου τουρκικού ελικοπτεροφόρου, ενώ πρωτοστάτησε μαζί με το Λονδίνο για την προώθηση της πώλησης του Eurofighter στην Τουρκία, εξοπλισμένου, μάλιστα, με τους πυραύλους Meteor.
Στο Βερολίνο, η νέα κυβέρνηση έχει τοποθετήσει στη θέση του υπουργού Εξωτερικών τον Γιόχαν Βάντεφουλ, ο οποίος αποτελεί υποστηρικτή των σχέσεων με την Τουρκία, την οποία θεωρεί κρίσιμο στρατηγικό εταίρο. Ενώ και στο Λονδίνο ο πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ είναι υπέρ της εμβάθυνσης των σχέσεων με την Τουρκία, στο πλαίσιο, μάλιστα, του κρίσιμου σχεδίου για την ανάπτυξη μιας νέας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας. Θέση την οποία η Τουρκία διεκδικεί απαιτώντας να είναι άνευ όρων και προϋποθέσεων, με ανταλλάγματα που θα αφορούν την ενταξιακή της πορεία – πολλά από τα οποία παραμένουν μπλοκαρισμένα λόγω του Κυπριακού αλλά και της επιθετικής της πολιτικής εναντίον της Ελλάδας.
Σύντομα, λοιπόν, η Αθήνα θα βρεθεί αντιμέτωπη με τέτοια αδιέξοδα: Είτε θα πρέπει να μπλοκάρει αυτήν την εισπήδηση της Τουρκίας στην Ευρώπη, προκαλώντας όμως ισχυρότατες αντιδράσεις από εταίρους και συμμάχους, είτε θα υποχρεωθεί σε μια στρατηγικής σημασίας υποχώρηση, χάνοντας και το τελευταίο διπλωματικό όπλο που διέθετε απέναντι στην Τουρκία: το ευρωπαϊκό χαρτί.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχασε πολύτιμο χρόνο εξωραΐζοντας την εικόνα της Τουρκίας με τη δήθεν διαδικασία εξομάλυνσης των σχέσεων και με τη Διακήρυξη των Αθηνών. Και τώρα θα πρέπει να κινηθεί ταχύτατα και αποτελεσματικά, προκειμένου να μην εγκλωβιστεί στην παγίδα που στήνεται μπροστά της…

ΤΟ ΠΑΡΟΝ