
Ο Γ. Στουρνάρας επιμένει στην είσπραξη του ΕΝΦΙΑ από τους δήμους
Επιμένει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στην πρόταση που έχει κάνει προ μηνών για είσπραξη του ΕΝΦΙΑ από τους ΟΤΑ και την απόδοσή του σε αυτούς με παράλληλη μείωση των ΚΑΠ που εισπράττουν μέσω κρατικού προϋπολογισμού.
Την πρόταση έχει απορρίψει από την πρώτη στιγμή η ΚΕΔΕ, αλλά το γεγονός ότι ο κ. Στουρνάρας την επαναφέρει δείχνει ότι ο κεντρικός τραπεζίτης έχει σοβαρό λόγο ή έχει κάποιο σχέδιο που εξυπηρετεί την κυβέρνηση.
Βέβαια, τα όσα προβάλλει για να στηρίξει την άποψή του είναι εξαιρετικά σημαντικά και έχουν βάση, αλλά οι δήμοι έχουν δικαιολογημένες αντιρρήσεις, καθώς θεωρούν ότι είναι αδύνατον να μπορέσουν να εισπράξουν τον φόρο γιατί αφενός δεν έχουν μηχανισμό και αφετέρου δεν θέλουν να έρθουν αντιμέτωποι με τους δημότες τους, αν χρειαστεί να πάρουν δραστικά μέτρα, όπως κατασχέσεις λογαριασμών, σε περίπτωση που δεν θέλουν ή δεν έχουν τη δυνατότητα να τον καταβάλουν οι έχοντες ακίνητα στον δήμο τους, αφού οι περισσότεροι πιθανόν να είναι ψηφοφόροι τους. Φοβούνται, δηλαδή, ότι θα βάλουν έναν πρόσθετο… μπελά στο κεφάλι τους, ενώ τώρα πληρώνονται κανονικά μέσω των ΚΑΠ και κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να ανοίξει… μύτη.
Ο κ. Στουρνάρας, στην ετήσια έκθεσή του για την εθνική οικονομία, επισημαίνει ότι είναι απόλυτη ανάγκη η διαχείριση και η είσπραξη του φόρου ακίνητης περιουσίας ύψους 2,3 δισ. ευρώ να ανατεθεί στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), κάτι που, όπως υποστηρίζει, «θα οδηγήσει στην ενίσχυση της οικονομικής αυτονομίας των δήμων και στον εξορθολογισμό του κρατικού προϋπολογισμού, μέσω της μείωσης των μεταβιβαστικών πληρωμών προς την Αυτοδιοίκηση».
Όπως αναφέρει, οι δήμοι διαθέτουν εγγύτερη γνώση της φορολογικής βάσης, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση της γραφειοκρατίας, καλύτερο εντοπισμό των αδήλωτων εισοδημάτων από ακίνητα και στοχευμένη χρήση των εσόδων για τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας. Παράλληλα, η ανταποδοτικότητα του φόρου θα ενισχυθεί, αφού τα χρήματα που πληρώνουν οι πολίτες θα επιστρέφουν σε τοπικές υποδομές, κοινωνικές υπηρεσίες και έργα που αντανακλούν άμεσα τις προτεραιότητες της κάθε περιοχής.
Με βάση τους ισχυρισμούς του διοικητή της ΤτΕ, υπάρχουν σημαντικά επιχειρήματα υπέρ της μεταφοράς, είσπραξης και διαχείρισης των εσόδων από τον ΕΝΦΙΑ, καθώς αφορά ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στα γεωγραφικά όρια κάθε δήμου.
Συγκεκριμένα:
– Τα έσοδα από τον ΕΝΦΙΑ θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν ένα μεγάλο μέρος των μεταβιβαστικών πληρωμών από τον κρατικό προϋπολογισμό (ΚΠ) προς τους ΟΤΑ, απελευθερώνοντας πόρους του κράτους προς άλλες χρήσεις, που συνδέονται με την παροχή δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, όπως υγεία, παιδεία κ.λπ.
– Πρόκειται για έναν φόρο με περιορισμένα περιθώρια φοροδιαφυγής, διότι η φορολογική βάση, δηλαδή το ακίνητο, δεν μπορεί εύκολα να αλλοιωθεί στις φορολογικές δηλώσεις.
– Ο φόρος περιουσίας είναι επίσης ένας ουδέτερος φόρος, υπό την έννοια ότι μεταβολές των φορολογικών συντελεστών δεν συνδέονται με στρεβλώσεις της φορολογικής βάσης.
– Η τοπική αυτοδιοίκηση, αναλαμβάνοντας την είσπραξη του ΕΝΦΙΑ, δεν θα έχει να επωμιστεί το υψηλό κόστος ενός ελεγκτικού φορολογικού μηχανισμού, καθώς θα έχει το πλεονέκτημα που προκύπτει από την καλύτερη γνώση της ακίνητης περιουσίας και τη χρήση της εντός των ορίων της γεωγραφικής της περιφέρειας.
– Τα έσοδα θα συμβάλουν στην ενίσχυση της οικονομικής αυτοδυναμίας των ΟΤΑ και θα τους δίνουν τη δυνατότητα να ανταποκρίνονται πιο στοχευμένα στις τοπικές ανάγκες (π.χ. ανάπτυξη τοπικών υποδομών και υπηρεσιών), διασφαλίζοντας την ανταποδοτικότητα του φόρου.
– Ταυτόχρονα, ενισχύεται η διαφάνεια ως προς τη χρήση των πόρων και τη λογοδοσία των τοπικών αρχών απέναντι στους πολίτες που πληρώνουν τους φόρους. Κατ’ επέκταση, βοηθά στην καλλιέργεια φορολογικής υπευθυνότητας και φορολογικής συνείδησης στους πολίτες.
– Όπως αναφέρεται, το εν λόγω φορολογικό εργαλείο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τους ΟΤΑ αναδιανεμητικά, ώστε οι φορολογούμενοι με την ίδια περιουσία και την ίδια φοροδοτική ικανότητα να φορολογούνται το ίδιο. Για παράδειγμα, η φορολόγηση ακινήτων θα μπορούσε να περιλαμβάνει απαλλαγές και εκπτώσεις για συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών (π.χ. ηλικιωμένους, άτομα χαμηλού εισοδήματος κ.ά.) ή / και να επιβάλλει προοδευτικό φορολογικό συντελεστή ανάλογα με την αξία του ακινήτου, όπως γίνεται στη Γαλλία, στη Δανία και στην Ιρλανδία.
– Τέλος, μια τέτοια μεταρρύθμιση θα δημιουργούσε την ανάγκη εξέλιξης των ΟΤΑ σε φορείς με τεχνοκρατικές υποδομές και τεχνογνωσία, ικανούς να συμβάλουν στον εκσυγχρονισμό και στην ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών και κατ’ επέκταση της χώρας.
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα βρίσκεται, συγκεκριμένα, στην τελευταία θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών ως προς τη φορολογική αποκέντρωση, με μόλις το 2,94% των φορολογικών εσόδων να διαχειρίζονται οι τοπικές αρχές, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος φτάνει το 12,64%. Η μεταφορά της διαχείρισης του ΕΝΦΙΑ στους δήμους θα μπορούσε να ανατρέψει αυτήν την εικόνα.
Πάντως, η ΤτΕ αναγνωρίζει ότι «πρόκειται για ένα δύσκολο εγχείρημα που θα απαιτούσε προσεκτικό σχεδιασμό κατά το στάδιο της μετάβασης, ώστε να αποφευχθούν αναποτελεσματικά σχήματα που θα περιόριζαν την ανταποδοτικότητα του εν λόγω φόρου».
Οι περισσότεροι δήμοι δεν διαθέτουν τις απαιτούμενες υποδομές και το εξειδικευμένο προσωπικό για να αναλάβουν πλήρως την ευθύνη ενός τόσο κρίσιμου φόρου. Επιπλέον, η έλλειψη ενιαίων διαδικασιών και τεχνογνωσίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανισότητες μεταξύ των δήμων και σε κινδύνους κακοδιαχείρισης.
Για να αποφευχθούν αυτά τα προβλήματα, ο Γ. Στουρνάρας υπογραμμίζει την ανάγκη κεντρικού συντονισμού και εποπτείας, ιδιαίτερα στην αρχική φάση εφαρμογής: «Μια τέτοια μεταρρύθμιση θα απαιτούσε τη συνεργασία του κράτους με τους τοπικούς φορείς και την ανάπτυξη ενός ενιαίου τεχνολογικού πλαισίου που θα επιτρέπει στους δήμους να διαχειρίζονται τον φόρο αποτελεσματικά και με διαφάνεια. Παρά τα όποια ρίσκα και τις προκλήσεις, το μέτρο θα μπορούσε να ενισχύσει την τοπική αυτονομία, να μειώσει τη γραφειοκρατία και να ενισχύσει τη διαφάνεια στη διαχείριση των φορολογικών εσόδων.
Η επιτυχία του εξαρτάται από την προσεκτική προετοιμασία, τον κεντρικό συντονισμό και την ετοιμότητα των τοπικών αρχών να αναλάβουν τον ρόλο αυτό».

ΤΟ ΠΑΡΟΝ