
Ν. Τόσκας στο “Π”: Ανάγκη για νέα ευρωπαϊκή πολιτική
Του
ΝΙΚΟΥ ΤΟΣΚΑ
πρώην Υπουργού και Υποστράτηγου ε.α.
Ο καρδινάλιος Ρισελιέ και πρωθυπουργός της Γαλλίας τον 17ο αιώνα έγραφε: «Σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, όποιος έχει τη δύναμη έχει συχνά και το δίκιο με το μέρος του».
Ήταν ο καθολικός που συμμάχησε με τους προτεστάντες, χρηματοδοτούσε τον διαμαρτυρόμενο βασιλιά της Σουηδίας, επιδίωκε συμφωνία με την Οθωμανική Τουρκία, δωροδοκούσε, υποκινούσε εξεγέρσεις, καθυστέρησε την ενοποίηση της Γερμανίας δύο αιώνες. Μετά τη Συνθήκη της Βεστφαλίας, το 1648, και το τέλος του Τριακονταετούς Πολέμου, το δόγμα του raison d’État (προτεραιότητα στα συμφέροντα του κράτους στην εξωτερική πολιτική) έγινε κυρίαρχη αρχή της ευρωπαϊκής διπλωματίας.
Τις αρχές αυτές ήρθε να θυμίσει στην Ευρώπη η τωρινή αμερικανική πολιτική.
Δεν υπάρχει φίλος (π.χ. Γερμανία), σύμμαχος (π.χ. Δανία) ή αδελφός (π.χ. Μ. Βρετανία), υπάρχουν μόνο τα αμερικανικά συμφέροντα.
Βλέπουμε μια Ευρώπη έκπληκτη, τάχα μου, να της θυμίζει ο αμερικανός υπουργός Άμυνας ότι δεν είναι ρεαλιστική η εδαφική αποκατάσταση της Ουκρανίας, ότι πρέπει να ανεβάσει τις αμυντικές δαπάνες στο 5% και ότι οι αμερικανικές προτεραιότητες είναι εκτός Ευρώπης.
Εδώ και τρία χρόνια, δέχτηκε να χάσει τη φτηνή ρωσική ενέργεια, να ξοδέψει 213 δισ. ευρώ για οικονομική, στρατιωτική και ανθρωπιστική βοήθεια στην Ουκρανία, να προσελκύσει τη ρωσική απειλή πιο κοντά στη Κεντρική Ευρώπη και να καταστρέψει το κοινωνικό της κράτος.
Δέχτηκε να γίνει υποχείριο της πολιτικής Μπάιντεν, που στόχευε να περικυκλώσει τη Ρωσία, να της στερήσει ζωτικό χώρο, να της διακόψει τις εξαγωγές και το χρηματοπιστωτικό σύστημα συναλλαγών με άλλες χώρες, για να ανακόψει την κινεζική οικονομική δυναμική, και να επαναφέρει στην Αμερική ή σε φιλικές της χώρες τις βιομηχανίες που σκόρπισαν στη διάρκεια της παγκοσμιοποίησης, σε αναζήτηση μεγαλύτερου κέρδους.
Αφού η Ευρώπη δεν μπόρεσε να γίνει ενιαία δύναμη τόσα χρόνια με την οικονομική πολιτική, το ενιαίο νόμισμα και δεν κατόρθωσε την εμβάθυνση σε δημοκρατικές αρχές, πίστεψε ότι θα το πετύχει με την κοινή Άμυνα και τις συνεργαζόμενες αμυντικές βιομηχανίες. Ο πόλεμος στη γειτονιά της ήταν καλό πρόσχημα.
Η Έκθεση Ντράγκι, που απαιτούσε 500 δισ. σε δέκα χρόνια για την αμυντική βιομηχανία, αποδείχτηκε ένας ακόμη ουτοπικός στόχος.
Εδώ δεν μπόρεσε να φτιάξει μια κοινή στρατιωτική μονάδα από το 2001, όταν πρωτάρχισε να σχεδιάζει την κοινή Άμυνα.
Βέβαια, το ίδιο το ΝΑΤΟ, που λειτουργεί από το 1949, δεν μπόρεσε να φτιάξει ενιαίο στρατιωτικό σχηματισμό, εκτός από μια μονάδα αεροσκαφών επιτήρησης AWACS και μια μικρή μονάδα χημικού πολέμου.
Η αμυντική ικανότητα της Ευρώπης στηριζόταν στις Αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις.
Η οικονομική επιβίωση στηριζόταν στη φτηνή ρωσική ενέργεια.
Όταν κόπηκε το δεύτερο, μειώθηκε το πρώτο και συγχρόνως ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ευρωπαϊκή βιομηχανική και στρατιωτική δυναμική έμεινε να κοιτάζει την παλιά της αίγλη, χωρίς δυνατότητα παραγωγής όπλων, πυρομαχικών και παραδομένη στην αμερικανική διπλωματία, στο ακριβό φυσικό αέριο, στις ρωσικές στρατιωτικές πιέσεις και στην κινεζική υπερπαραγωγή προϊόντων.
Στην ίδια την Ευρώπη, από το 1990, επικράτησαν αντιλήψεις περί επέκτασης στις ανατολικές χώρες και όχι εμβάθυνσης, δηλαδή βελτίωσης της δημοκρατίας και της οικονομίας.
Θέλησαν το εύκολο κέρδος με εξαγωγές στις ανατολικές αγορές αλλά και μεταφορά βιομηχανιών στις χώρες αυτές όπου το εργατικό κόστος ήταν μειωμένο.
Συγχρόνως στραγγάλισαν τις νότιες χώρες με τη Συμφωνία του Μάαστριχτ, για να εισάγουν αγροτικά φτηνά προϊόντα από τη Μέση Ανατολή και την Τουρκία. Τώρα προσπαθούν να κάνουν το ίδιο και με τη Λατινική Αμερική και τις χώρες της Mercosur.
Ως αποτέλεσμα, αποδυναμώθηκε η βιομηχανία στην Κεντρική Ευρώπη, η αγροτική παραγωγή στον Νότο και η έρευνα μετακόμισε στην Αμερική, μαζί με τους πολλούς ευρωπαίους επιστήμονες.
Στην Άμυνα επικράτησε η αντίληψη ότι υπάρχει η συλλογική κάλυψη και δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω. Και εμείς στην Ελλάδα, με την πραγματική τουρκική απειλή δίπλα μας, πιστέψαμε ότι «θα μας σώσουν οι ξένοι».
Ακόμη και η Μεγάλη Βρετανία, αν και βρίσκεται εκτός ΕΕ, μετά την ουκρανική κρίση έτρεξε να προσπεράσει τις λοιπές ευρωπαϊκές προσπάθειες και να πάρει την «μπουκιά από το στόμα» από τη διστακτική Γερμανία, σε ό,τι αφορά την επιρροή στις ανατολικές χώρες και τη στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία.
Τώρα έρχεται η αμερικανική πολιτική, πέρα από φιλίες και… ηθικές αρχές, και λέει στην Ευρώπη «κόψε το λαιμό σου» ή «όπως έστρωσες θα κοιμηθείς», γιατί η ίδια έχει άλλες προτεραιότητες και τρέχει να σταματήσει την κινεζική επέκταση. Μαζεύει χρήματα με τους φόρους εισαγωγής ξένων προϊόντων, ανοίγει τις πόρτες στη βιομηχανική ανάπτυξη χωρίς περιβαλλοντικά όρια, προσπαθεί να βάλει «τάξη» στα διεθνή θέματα, ενώ ευνοεί τις ακροδεξιές κυβερνήσεις για να επιβάλουν «νόμο και τάξη» στο εσωτερικό των κρατών, πιστεύοντας ότι όλα αυτά θα ευνοήσουν την ίδια, σε έναν υπέρτατο, συντονιστικό και επ’ ωφελεία της, ρόλο.
Σχεδιάζει ένα δικό της raison d’État, με καθορισμένες ζώνες επιρροής, που θυμίζουν περισσότερο την αποικιοκρατία του 19ου αιώνα. Η διαφορά είναι ότι τότε κατακτούσαν και διοικούσαν χώρες, τώρα οι χώρες αγοράζονται με το κομμάτι.
Προσθέτει αυτή η πολιτική σταθερότητα και παγκόσμια τάξη ή οδηγεί στην παγκόσμια αναρχία;
Να θυμηθούμε ότι το 1884 – 1885 η Αφρική μοιράστηκε μεταξύ των ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων, χωρίς να ζητηθεί η γνώμη των τοπικών πληθυσμών. Τα αποτελέσματα πληρώνονται ακόμη και σήμερα, με τις πολλές συρράξεις μεταξύ κρατών ή εμφύλιες συρράξεις, π.χ., η τωρινή στο Κονγκό και στο Σουδάν.
Τα πράγματα οδηγούνται σε διακανονισμό του πολέμου στην Ουκρανία, με εδαφικές απώλειες για τη χώρα αυτή. Η Ρωσία κερδίζει γεωπολιτικά, με μεγάλες οικονομικές και ανθρώπινες απώλειες. Στη Μέση Ανατολή, το Ισραήλ ενισχύεται στρατιωτικά. Οι αραβικές χώρες πιέζονται για να αποκαταστήσουν σχέσεις με το Ισραήλ. Οι Παλαιστίνιοι, φυσικά, βρέθηκαν στη μέγγενη και η Γάζα ξεκληρίστηκε. Η Ευρώπη στέκεται μετέωρη και αδύναμη. Η Αμερική τρέχει να προφτάσει την Κίνα, όσο μπορεί τουλάχιστον. Η Κίνα με την Ινδία και τις λοιπές χώρες των BRICS κοντεύουν να υπερκεράσουν τις δυτικές οικονομίες και σε στρατιωτικό δυναμικό.
Οι λαοί των δυτικών χωρών συντηρούνται σε μια στάσιμη κατάσταση, αλλά οι ανισότητες απογειώνονται. Οι λαοί των χωρών του Παγκόσμιου Νότου βελτιώνουν σημαντικά την κατάστασή τους σε σχέση με το παρελθόν.
Υπάρχει απουσία άλλου παράγοντα ή δύναμης που να απειλεί τις ολιγαρχίες στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, ώστε το κεφάλαιο να επιδεικνύει μετριοπάθεια και να υιοθετεί αναδιανεμητικές πολιτικές. Αλλαγή σημαντική σε κοινωνικό επίπεδο δεν διαφαίνεται σύντομα.
Αποδεικνύεται ότι η δημοκρατία έχει ανάγκη από αντίπαλο δέος, είτε εσωτερικό ή εξωτερικό. Το δέος αυτό μπορεί να είναι μόνο συλλογικό, μεγάλης έκτασης, δεν αρκεί να συγκροτείται σε μια χώρα και πρέπει να έχει κατεύθυνση εξυπηρέτησης των κοινωνικών αναγκών.
Μόνη ελπίδα, μετά την κατάρρευση των μύθων ότι την ισχύ της Ευρώπης θα φέρει ο πόλεμος και τη σωτηρία η παραγωγή όπλων, είναι η επιστροφή στις παλιές διεκδικήσεις για κοινωνικό κράτος, στην Ευρώπη των λαών και της δικαιοσύνης και όχι των ανισοτήτων και της εκμετάλλευσης.
Αν υπήρχε κάτι τέτοιο, κανείς Τραμπ και κανείς Μασκ δεν θα μπορούσε να κλονίσει την ευρωπαϊκή πολιτική, γιατί δεν θα έβρισκε αντιμέτωπες, σε τέτοια περίπτωση, τις αδύναμες και εξαρτημένες ηγεσίες τύπου Φον ντερ Λάιεν, αλλά τα στιβαρά τείχη των λαϊκών συμφερόντων.
Τέλος, όσον αφορά τη χώρα μας, θα ήταν αφέλεια να ισχυριστούμε ότι υπάρχει ελληνικό raison d’État, δηλαδή ότι υπάρχει προτεραιότητα των δικών μας συμφερόντων στην εξωτερική πολιτική, όταν η κυβέρνηση έδινε όπλα από τα νησιά του Αιγαίου στην Ουκρανία και τώρα, μπροστά στην αλλαγή πολιτικής, προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από την ευρωπαϊκή αδυναμία.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ