Κυρ. Μητσοτάκης: Οι μεταρρυθμίσεις θα καταστήσουν την Ελλάδα ελκυστικό προορισμό για γερμανικές επενδύσεις

Κυρ. Μητσοτάκης: Οι μεταρρυθμίσεις θα καταστήσουν την Ελλάδα ελκυστικό προορισμό για γερμανικές επενδύσεις

Μερτς: Εντυπωσιακά τα αποτελέσματα της Ελλάδας, έχουμε τεράστιο σεβασμό

Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε σήμερα κατ’ ιδίαν συνάντηση στο Βερολίνο με τον Καγκελάριο της Γερμανίας Friedrich Merz. Ακολούθησαν διευρυμένες συνομιλίες των αντιπροσωπειών των δύο χωρών και στη συνέχεια οι δύο ηγέτες παραχώρησαν κοινή συνέντευξη Τύπου.

«Θέλω να εκφράσω την ικανοποίησή μου για το γεγονός ότι και η Γερμανία, υπό τον νέο Καγκελάριο, πήρε σημαντικές αποφάσεις για να ενισχύσει τις δικές της αμυντικές δαπάνες. Κάτι το οποίο έχει κάνει, εξάλλου, και η δική μας χώρα και κάτι το οποίο ανοίγει και νέα περιθώρια για συνεργασία και στον αμυντικό τομέα.» τόνισε ο Πρωθυπουργός.

Ενω σε απάντηση σχετικής ερώτησης για την οικονομία και την εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέφερε:

«…θέλω να είστε απολύτως πεπεισμένοι ότι η Ελλάδα θα πετύχει πλήρως τους δημοσιονομικούς στόχους που έχει θέσει, θα εξακολουθεί να μειώνει το χρέος της, και για εμένα αποτελεί και μια προσωπική δέσμευση, αγαπητέ Καγκελάριε, ότι η χώρα μου δεν θα περάσει ποτέ ξανά από μια αντίστοιχη κρίση από αυτή που μας γονάτισε το 2015.

Η δημοσιονομική σταθερότητα είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίζουμε όλες τις πολιτικές μας. Και αυτό για εμένα είναι μια αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα».


 Μητσοτάκης: Οι τρίτες χώρες οι οποίες θέλουν με κάποιον τρόπο να συνδεθούν αμυντικά με την Ευρώπη να έχουν συμμόρφωση ως προς την κοινή πολιτική εξωτερικών και ασφάλειας ή -γιατί όχι;- να υπογράψουν και μία συμφωνία αμυντικής συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

«Με ρωτήσατε για το ζήτημα των Eurofighter. Θα σας πω ευθέως ότι δεν είναι η δουλειά ενός Πρωθυπουργού, φιλοξενούμενου σε μία μεγάλη χώρα όπως η Γερμανία, να υποδείξει τον τρόπο με τον οποίον η Γερμανία θα κάνει πωλήσεις οπλικών συστημάτων.

Πιστεύω όμως ότι υπάρχει μια, θα σας έλεγα, κατανόηση ως προς την ανάγκη τέτοιου είδους πωλήσεις, αλλά και ενδεχόμενες μελλοντικές αμυντικές συνεργασίες να πληρούν ορισμένες βασικές προϋποθέσεις. Και οι προϋποθέσεις αυτές έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι οι τρίτες χώρες οι οποίες θέλουν με κάποιον τρόπο να συνδεθούν αμυντικά με την Ευρώπη, θα πρέπει να δείχνουν, αν μη τι άλλο, μια υψηλή συμμόρφωση ως προς την κοινή πολιτική εξωτερικών και ασφάλειας ή -γιατί όχι;- να υπογράψουν και μία συμφωνία αμυντικής συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Να υπάρχει δηλαδή ένα πλαίσιο στο οποίο θα λαμβάνονται υπόψη και οι ιδιαιτερότητες όλων των κρατών μελών. Νομίζω ότι αυτό είναι κάτι λογικό, το οποίο κατανοεί και ο Καγκελάριος, και πιστεύω ότι θα έχουμε την ευκαιρία να εμβαθύνουμε σε αυτή τη συζήτηση και στην εξειδίκευση του σχετικού Κανονισμού SAFE, όταν αυτό συζητηθεί σε επίπεδο των αρμοδίων Υπουργών.»

Η εισαγωγική τοποθέτηση του Πρωθυπουργού:

«Κύριε Καγκελάριε, αγαπητέ Friedrich, χαίρομαι κι εγώ ιδιαίτερα που βρίσκομαι σήμερα εδώ και σε συναντώ στο Βερολίνο. Αποτελεί μεγάλη τιμή για μένα, αλλά είναι και μεγάλη ευχαρίστηση. Επίσης, θα ήθελα να μου επιτρέψεις να σε συγχαρώ.

Σας ευχαριστώ πολύ για την υποδοχή, αλλά και την τιμή που μου κάνατε, καθώς είμαι ο πρώτος Ευρωπαίος εταίρος τον οποίον υποδέχεστε στο Βερολίνο ως Καγκελάριος. Και νομίζω ότι αυτό έχει έναν βαθύ συμβολισμό για τον δρόμο που έχουμε διανύσει στις σχέσεις μας, αλλά και για τον δρόμο τον οποίον έχει διανύσει η Ελλάδα. Σχέσεις που άλλοτε δοκιμάστηκαν, σήμερα, όμως, έχουν ωριμάσει. Θεμελιώνονται πλέον στον αμοιβαίο σεβασμό, στον ειλικρινή διάλογο, αλλά και σε μία πολύ στενή συνεργασία.

Η Ελλάδα, όπως και ολόκληρη η ήπειρός μας, αγαπητέ Friedrich, αισθάνονται ανακούφιση από το γεγονός ότι η Γερμανία διαθέτει πλέον μία νέα ισχυρή κυβέρνηση. Ο ρόλος της χώρας σας, άλλωστε, είναι κομβικός στην Ευρώπη και τον κόσμο, ιδίως στους ταραγμένους καιρούς στους οποίους ζούμε. Είναι κάτι το οποίο πιστεύω ότι φέρνει και την Αθήνα και το Βερολίνο ακόμα πιο κοντά, με τις κοινές προκλήσεις να ισχυροποιούν τους δεσμούς μας, ως δύο κράτη που είναι εταίροι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, αλλά και συνεργάτες σε πολλά πεδία.

Ο Καγκελάριος γνωρίζει καλά ότι τα τελευταία έξι χρόνια η Ελλάδα γράφει ένα νέο κεφάλαιο. Ύστερα από μια σκληρή δεκαετή κρίση, η οικονομία μας σήμερα είναι μια από τις πιο σταθερές της ευρωζώνης, με δυναμικούς ρυθμούς ανάπτυξης, με διαρκή υποχώρηση της ανεργίας, με αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής και των εξαγωγών. Στον τουρισμό καταρρίπτουμε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, με τους Γερμανούς επισκέπτες να προτιμούν μαζικά τη χώρα μας, κάτι το οποίο αναμένεται να συμβεί και φέτος.

Και αυτή η συνετή πολιτική που ακολουθούμε αποτυπώνεται στα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία επιτυγχάνουμε, στην ταχύτατη συρρίκνωση του δημόσιου χρέους, στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, που διαμορφώνει δημοσιονομικό χώρο για να μπορούμε να στηρίξουμε το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών.

Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας ήταν να μπορέσουμε, επιτέλους, να ανακτήσουμε την επενδυτική βαθμίδα. Και βέβαια, αυτό έχει αξία γιατί είναι εφαλτήριο για περισσότερες επενδύσεις.

Οι γερμανικές επιχειρήσεις έχουν εμπιστευθεί την πατρίδα μου, έμειναν εκεί και στα δύσκολα χρόνια της κρίσης. Επενδύουν περισσότερο στην πατρίδα μας, στα αεροδρόμια, στις τηλεπικοινωνίες, στην ψηφιακή, στην πράσινη τεχνολογία. Και ευελπιστώ ότι και αυτή η επίσκεψή μου θα στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι η Ελλάδα γυρίζει πια σελίδα και ότι θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν την Ελλάδα έναν ελκυστικό προορισμό για γερμανικές επενδύσεις.

Οι δεσμοί μας, βέβαια, δεν εξαντλούνται μόνο στις οικονομικές και στις διπλωματικές σχέσεις. Εδώ και δεκαετίες τους ενσαρκώνει και η ακμάζουσα ελληνική κοινότητα στη Γερμανία, που αριθμεί πάνω από μισό εκατομμύριο. Απόδημες και απόδημοι που είναι ενεργά και δραστήρια “κύτταρα” της γερμανικής κοινωνίας, με την επιτυχία τους να αποτελεί απόδειξη των αξιών που διατρέχουν και τους δύο λαούς: σκληρή δουλειά, ανθεκτικότητα και αισιοδοξία.

Συζητήσαμε, βέβαια, με τον Καγκελάριο τις πολλές κρίσεις που απασχολούν σήμερα την Ευρώπη. Για την Ουκρανία, υπό το φως και της διάσκεψης του Σαββάτου και της επίσκεψης που έκανε ο Καγκελάριος στο Κίεβο, συμφωνούμε στην άμεση και άνευ όρων εκεχειρία 30 ημερών.

Επιβεβαιώσαμε τη στήριξή μας στην εδαφική ακεραιότητα και την κυριαρχία της χώρας και υπογραμμίσαμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να βρεθεί στο κέντρο κάθε ειρηνευτικής διευθέτησης, με βάση πάντα το Διεθνές Δίκαιο. Όπως, βέβαια, και στο τιτάνιο έργο της ανοικοδόμησης.

Και σε αυτή τη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα η Ευρώπη οφείλει να είναι ενωμένη, διπλωματικά, οικονομικά, στρατιωτικά, αναλαμβάνοντας και την ευθύνη που της αναλογεί για τη δική της άμυνα, συνδράμοντας όμως και στην κάλυψη των αμυντικών αναγκών των κρατών μελών και με ανάλογη χρηματοδότηση.

Και θέλω να εκφράσω την ικανοποίησή μου για το γεγονός ότι και η Γερμανία, υπό τον νέο Καγκελάριο, πήρε σημαντικές αποφάσεις για να ενισχύσει τις δικές της αμυντικές δαπάνες. Κάτι το οποίο έχει κάνει, εξάλλου, και η δική μας χώρα και κάτι το οποίο ανοίγει και νέα περιθώρια για συνεργασία και στον αμυντικό τομέα.

«Να επιλέξουμε προσεκτικά τους συνομιλητές μας στον αμυντικό τομέα»

Πρέπει να ενισχύσουμε την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, αλλά για να συμβεί αυτό έχουμε την ευθύνη να επιλέξουμε προσεκτικά τους συνομιλητές μας στο πεδίο αυτό. Θα πρέπει να ευθυγραμμίζονται με την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική, διαφορετικά θα τίθενται σε κίνδυνο συμφέροντα ασφάλειας των επιμέρους κρατών μελών, όσο τελικά, όμως, και η αυτονομία και η ίδια η αξιοπιστία της Ευρώπης.

Τέλος, θέλω να τονίσω ότι είναι απαραίτητη και η συνεργασία μας με τις ΗΠΑ. Η αμυντική πολιτική στην ήπειρό μας, άλλωστε, είναι διαχρονικά συνδεδεμένη με τις διατλαντικές σχέσεις. Μια πορεία την οποία, εξάλλου, η Ελλάδα ακολουθεί με συνέπεια.

Συζητήσαμε, βέβαια, και το μεταναστευτικό ζήτημα. Η Γερμανία αντιλαμβάνεται τις προκλήσεις. Αντιλαμβάνομαι ότι ο Καγκελάριος αναγνωρίζει πόσο δύσκολο είναι να βρίσκεται μια χώρα στην πρώτη γραμμή της μεταναστευτικής κρίσης και αναγνωρίζει και την προσπάθεια να προστατεύουμε νύχτα-μέρα τα εθνικά και ευρωπαϊκά μας σύνορα.

Όπως είπα στον Καγκελάριο, το μεταναστευτικό δεν είναι μόνο ζήτημα ανθρωπιστικό, είναι μείζον ζήτημα εθνικής ασφάλειας και γι’ αυτό είναι απαραίτητη η ακόμα πιο στενή σύμπραξη Αθήνας και Βερολίνου, με προτεραιότητα στην αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των δύο κρατών.

Οφείλουμε να δώσουμε έμφαση στην εξωτερική διάσταση, στις επιστροφές και στη σωστή υλοποίηση του ευρωπαϊκού Συμφώνου Μετανάστευσης και Ασύλου.

Κλείνω, αγαπητέ Καγκελάριε, με τη σκέψη ότι το Βερολίνο είναι μία πόλη που έζησε τη διαίρεση αλλά και την επανένωση ενός έθνους και μας υπενθυμίζει ότι η πραγματική δύναμη της Ευρώπης δεν είναι τα “τείχη” αλλά οι “γέφυρες”.

Και η συνάντησή μας αυτή επιβεβαιώνει ότι οι ελληνογερμανικές γέφυρες γίνονται τώρα ακόμα πιο δυνατές, συνδέοντας τον βορρά με τον νότο και μαζί τους την Ευρώπη που κληρονομήσαμε με την Ευρώπη που θέλουμε να οικοδομήσουμε, πιο ενωμένη, πιο ανθεκτική και πιο σίγουρη.

Και πάλι σε ευχαριστώ γι’ αυτή τη θερμή υποδοχή».

Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την πιθανή ανάπτυξη νέων, πρόσθετων χρηματοδοτικών εργαλείων για τις αμυντικές δαπάνες των κρατών μελών της ΕΕ, ο Πρωθυπουργός ανέφερε:

«Θεωρώ ότι έχουμε ήδη κάνει μία πολύ σημαντική πρόοδο, κ. Παππά, ως προς την ενεργοποίηση της εθνικής ρήτρας διαφυγής για τη χρηματοδότηση των αμυντικών δαπανών και θέλω να ευχαριστήσω τη Γερμανία για τον ρόλο που έπαιξε στο να στηρίξει αυτή την πάγια ελληνική θέση.

Δεν νομίζω ότι έχουμε ακόμα συμφωνήσει, για να είμαστε ειλικρινείς, σε κάποιο νέο χρηματοδοτικό εργαλείο για να μπορέσουμε να χρηματοδοτήσουμε αμυντικές δαπάνες.

Θεωρώ, όμως, ότι αυτή είναι μια συζήτηση η οποία πρέπει να γίνει με εντιμότητα και με ειλικρίνεια στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, καθώς αντιμετωπίζουμε κοινές προκλήσεις οι οποίες υπό προϋποθέσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν με κοινά ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία.

Δεν έχουμε, νομίζω, ακόμα φτάσει στο σημείο να κάνουμε αυτή τη συζήτηση σε βάθος, αλλά, σίγουρα, πιστεύω ότι σε επόμενα Ευρωπαϊκά Συμβούλια θα ακούσουμε με πολύ ενδιαφέρον τις απόψεις του Καγκελαρίου για το θέμα αυτό».

Σε ερώτηση σχετικά με την οικονομία και την εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης σημείωσε:

«Αυτό το οποίο θέλω να τονίσω είναι ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα η οποία πια αποτελεί υπόδειγμα δημοσιονομικής συμμόρφωσης ως προς την επίτευξη των δημοσιονομικών κανόνων. Έχουμε ένα υψηλό χρέος, το μειώνουμε με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Κατά συνέπεια, είμαστε απολύτως πεπεισμένοι ότι θα πετύχουμε τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων τους οποίους έχουμε θέσει.

Ζητήσαμε πράγματι μια πρόσθετη ευελιξία ως προς τη ρήτρα διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες. Αυτό είναι κάτι το οποίο αναγνωρίστηκε ως μια ευρωπαϊκή αναγκαιότητα και κάτι το οποίο πετύχαμε.

Αλλά θέλω να είστε απολύτως πεπεισμένοι ότι η Ελλάδα θα πετύχει πλήρως τους δημοσιονομικούς στόχους που έχει θέσει, θα εξακολουθεί να μειώνει το χρέος της, και για εμένα αποτελεί και μια προσωπική δέσμευση, αγαπητέ Καγκελάριε, ότι η χώρα μου δεν θα περάσει ποτέ ξανά από μια αντίστοιχη κρίση από αυτή που μας γονάτισε το 2015.

Η δημοσιονομική σταθερότητα είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίζουμε όλες τις πολιτικές μας. Και αυτό για εμένα είναι μια αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα».

Ερωτηθείς για μεταρρυθμίσεις που έχουν εφαρμοστεί επιτυχώς στην Ελλάδα και θα μπορούσαν να εφαρμοστούν και στη Γερμανία, ο Πρωθυπουργός επισήμανε:

«Θέλω να ευχαριστήσω τον Καγκελάριο για τα καλά του λόγια. Απλά να κάνω μια διευκρίνιση ότι στην Ελλάδα το πενθήμερο είναι νομικά κατοχυρωμένο. Έχουμε προσθέσει, όμως, βαθμούς ευελιξίας ως προς την εργατική νομοθεσία, που να μπορούν να μας επιτρέπουν να μπορέσουμε να καλύψουμε τις ανάγκες και των εργαζόμενων αλλά και των επιχειρήσεων, με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούμε και τα εργατικά δικαιώματα να διασφαλίζουμε, αλλά και να μπορούμε να στηρίζουμε συνολικά την παραγωγικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.

Θέλω να αναφερθώ στην πολύ μεγάλη σημασία την οποία αποδίδω στην προσπάθεια την οποία αναλαμβάνει ο Καγκελάριος για την ίδρυση Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Το λέω αυτό διότι η ελληνική εμπειρία ήταν εξαιρετικά θετική ως προς την απλοποίηση διαδικασιών που έχουν να κάνουν με τη γραφειοκρατία: καλύτερη εξυπηρέτηση του πολίτη, αλλά και δυνατότητα να αντιμετωπίσουμε διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής διοίκησης, μέσα από τη χρήση της τεχνολογίας.

Παραδείγματος χάρη, η ψηφιακή κάρτα εργασίας μας επιτρέπει να καταγράφουμε, σε πραγματικό χρόνο, τις πραγματικές υπερωρίες των εργαζόμενων. Ένα ψηφιακό εργαλείο, το οποίο έρχεται τώρα και εξυπηρετεί τα δικαιώματα των εργαζομένων και βάζει την εργατική νομοθεσία σε ένα τελείως καινούργιο πλαίσιο.

Κατά συνέπεια, συζητώντας με τον Καγκελάριο για τη σημασία των μεταρρυθμίσεων, επανέλαβα την ανάγκη αυτές οι μεταρρυθμίσεις να γίνονται σχετικά σύντομα, έτσι ώστε να μπορούν τα οφέλη τους να γίνονται αισθητά στην κοινωνία εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

Και τον ενθάρρυνα, στον βαθμό που είμαι σε θέση να τον συμβουλεύσω, να τολμήσει, ειδικά στον τομέα της ψηφιοποίησης, να κινηθεί με πολύ γρήγορα βήματα. Νομίζω ότι είναι κάτι το οποίο θα το εκτιμήσουν πάρα πολύ και οι γερμανικές επιχειρήσεις και το γερμανικό κράτος, αλλά κυρίως οι Γερμανοί πολίτες».

Σε ερώτηση σχετικά με τη μετανάστευση, το ενδεχόμενο πώλησης Eurofighter στην Τουρκία και την κατάσταση της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα, ο Πρωθυπουργός τόνισε:

«Για τα ζητήματα της μετανάστευσης είχα την ευκαιρία να τοποθετηθώ και στην εισαγωγική μου παρέμβαση. Θέλω να τονίσω ότι αυτή τη στιγμή έχει γίνει μια σημαντική μετατόπιση στην ευρωπαϊκή συζήτηση για τη μετανάστευση, από την εσωτερική της διάσταση στην εξωτερική της διάσταση.

Η μεγάλη έμφαση αυτή τη στιγμή πρέπει να είναι στη φύλαξη των ευρωπαϊκών συνόρων, και χαίρομαι που ο κ. Καγκελάριος αναγνωρίζει την πολύ μεγάλη δυσκολία και την πολύ μεγάλη προσπάθεια που καταβάλλει η χώρα μου να φυλάξει τα εξωτερικά σύνορα της Ελλάδος, που είναι και εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης -έχουμε και χερσαία και θαλάσσια σύνορα-, καθώς και στην υλοποίηση των επιστροφών όσων έχουν εισέλθει στην ευρωπαϊκή ήπειρο χωρίς να δικαιούνται άσυλο. Η προτεραιότητά μας, λοιπόν, πρέπει να είναι αυτή.

Αναγνωρίζω ότι υπάρχουν ζητήματα δευτερογενών ροών. Είμαστε σε ανοιχτή συζήτηση με τη γερμανική κυβέρνηση. Δεν έχουμε συμφωνήσει σε όλα ως προς το πλαίσιο κατανόησης αυτού του προβλήματος, όμως αντιμετωπίζω το ζήτημα αυτό με κατανόηση της γερμανικής πλευράς, όπως ζητώ και την αντίστοιχη κατανόηση από πλευράς Γερμανίας για το τι σημαίνει να βρίσκεσαι στη δύσκολη θέση να φυλάς τα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης. Με καλή διάθεση, όμως, και μέσα από ένα πλαίσιο συνεργασίας των αρμόδιων Υπουργείων μας, πιστεύω ότι θα καταλήξουμε σε λύσεις οι οποίες θα είναι αμοιβαία ωφέλιμες.

Με ρωτήσατε για το ζήτημα των Eurofighter. Θα σας πω ευθέως ότι δεν είναι η δουλειά ενός Πρωθυπουργού, φιλοξενούμενου σε μία μεγάλη χώρα όπως η Γερμανία, να υποδείξει τον τρόπο με τον οποίον η Γερμανία θα κάνει πωλήσεις οπλικών συστημάτων.

Πιστεύω όμως ότι υπάρχει μια, θα σας έλεγα, κατανόηση ως προς την ανάγκη τέτοιου είδους πωλήσεις, αλλά και ενδεχόμενες μελλοντικές αμυντικές συνεργασίες να πληρούν ορισμένες βασικές προϋποθέσεις. Και οι προϋποθέσεις αυτές έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι οι τρίτες χώρες οι οποίες θέλουν με κάποιον τρόπο να συνδεθούν αμυντικά με την Ευρώπη, θα πρέπει να δείχνουν, αν μη τι άλλο, μια υψηλή συμμόρφωση ως προς την κοινή πολιτική εξωτερικών και ασφάλειας ή -γιατί όχι;- να υπογράψουν και μία συμφωνία αμυντικής συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Να υπάρχει δηλαδή ένα πλαίσιο στο οποίο θα λαμβάνονται υπόψη και οι ιδιαιτερότητες όλων των κρατών μελών. Νομίζω ότι αυτό είναι κάτι λογικό, το οποίο κατανοεί και ο Καγκελάριος, και πιστεύω ότι θα έχουμε την ευκαιρία να εμβαθύνουμε σε αυτή τη συζήτηση και στην εξειδίκευση του σχετικού Κανονισμού SAFE, όταν αυτό συζητηθεί σε επίπεδο των αρμοδίων Υπουργών.

Τέλος, βρήκα ενδιαφέρουσα την ερώτησή σας για την ελευθερία του Τύπου στην πατρίδα μου. Ξέρετε, η Ελλάδα είναι μία δημοκρατία η οποία λειτουργεί πολύ καλά και ο τελικός κριτής του κράτους δικαίου στην πατρίδα μας δεν μπορεί να είναι άλλος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία κάθε χρόνο καταθέτει μία ετήσια έκθεση στην οποία συμπεριλαμβάνονται και τα ζητήματα τα οποία θέσατε.

Και μου φαίνεται, ξέρετε, πολύ παράξενο όταν σε κάποιες τέτοιες κατατάξεις οι οποίες βγαίνουν από διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις, η χώρα μου, που είναι μία δημοκρατία η οποία, όπως σας είπα, λειτουργεί πολύ καλά, μία ευρωπαϊκή δημοκρατία, να βρίσκεται κάτω από αφρικανικές χώρες οι οποίες, πάντως, δεν διακρίνονται ιδιαίτερα για τα δημοκρατικά τους αντανακλαστικά.

Σας διαβεβαιώνω, λοιπόν, ότι στην Ελλάδα ο καθένας μπορεί να πει και να γράψει ό,τι θέλει. Υπάρχει απόλυτη ελευθερία έκφρασης και σας διαβεβαιώνω επίσης ότι η κριτική οποία ασκείται προς την κυβέρνησή μου, όπως αρμόζει σε κάθε δημοκρατία, είναι πολύ έντονη και αποδεχόμαστε ότι αυτό είναι μέρος του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν οι ευνομούμενες δημοκρατίες, όπως είναι και η δική μας».

Φωτο: Στιγμιότυπο βιντεο/Γενική Γραμματεία Πρωθυπουργού, Μέγαρο Μαξίμου


Σχολιάστε εδώ