
Κρουαζιέρα: Ποιοι πληρώνουν τη νύφη;
Καλοκαίρι. Εποχή διακοπών και… κρουαζιέρας. Για λίγους βέβαια, κυρίως ξένους, που έχουν την οικονομική άνεση να κάνουν βόλτες ανά τον κόσμο.
Η χώρα μας τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί σε κορυφαίο τόπο προσέγγισης κρουαζιερόπλοιων και κάθε χρόνο οι προσεγγίσεις σε Πειραιά, Μύκονο, Σαντορίνη, Ρόδο, Κέρκυρα κ.λπ. υπερβαίνουν τις 5.500, ενώ ο κόσμος που φέρνει η κρουαζιέρα υπερβαίνει τα 8 εκατομμύρια.
Πολλά επαγγέλματα κινούνται από τη κρουαζιέρα
Σίγουρα, με τις κρουαζιέρες κερδίζουν πολλοί. Πολλά επαγγέλματα κινούνται από τη δραστηριότητα αυτή και πολλές περιοχές ζουν, υπάρχουν χάρη σ’ αυτήν.
Υπάρχουν όμως και οι παράπλευρες… απώλειες. Οι κάτοικοι των περιοχών με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα κρουαζιερόπλοιων, όσοι δεν εργάζονται ή δεν έχουν σχέση με την τουριστική βιομηχανία κυριολεκτικά υποφέρουν.
Δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν, δεν μπορούν να ψωνίσουν, δεν μπορούν να κολυμπήσουν, είναι ξένοι στον τόπο τους, είναι μειοψηφία, βαρίδι, παραφωνία σε όλο αυτόν τον χαμό που προκαλούν οι επισκέπτες.
Οι προορισμοί των κρουαζιερόπλοιων είναι υπό κατάληψη όλο το καλοκαίρι, οι ορδές των τουριστών κατακλύζουν τα πάντα. Τους ντόπιους δεν τους θέλει κανένας, ασχολούνται όλοι με εκείνους που θα τους πληρώσουν, με εκείνους που έχουν το χρήμα.
Άλλοι εισπράττουν και άλλοι υποφέρουν.
Αυτός όμως είναι ο τουρισμός. Ουδέν καλόν αμιγές κακού. Γεμίζουν τα μαγαζιά, τα ταμεία, αλλά αδειάζει η ψυχή των ντόπιων, που χάνουν τα καλοκαίρια τους, χάνουν τη ζωή τους για κάποιους μήνες.
Επειδή ο τουρισμός σε μια χώρα σαν την Ελλάδα είναι απαραίτητος, γιατί ουσιαστικά κινεί την εθνική οικονομία, δίνει δουλειά σε πολύ κόσμο και αναζωογονεί τόπους ολόκληρους, θα πρέπει να φροντίσουμε να τον διαφυλάξουμε, να τον αυξήσουμε.
Όχι όμως ανεξέλεγκτα, χωρίς σχέδιο, χωρίς στόχους, χωρίς προοπτική. Κυρίως, όμως, θα πρέπει να τον αναδείξουμε και να τον σεβαστούμε, με ειλικρίνεια και σύνεση, χωρίς υπεκφυγές και κουτοπονηριές. Να κάνουμε τον ξένο που θα έρθει έως εδώ να αισθάνεται άνετα, να νιώθει ότι είναι στην ίδια παρέα με τους ντόπιους, ότι βρίσκεται ανάμεσα σε φίλους.
Θα πρέπει όμως και οι ντόπιοι να δεχθούν τον ξένο ως φίλο, όχι ως παρείσακτο που πήγε να τους χαλάσει την ησυχία και τον τρόπο ζωής. Γι’ αυτό θα πρέπει να υπάρχει κάποια ανταπόδοση στους ντόπιους. Να έχουν μια συμμετοχή στα κέρδη.
Για να κάνουν με τον τρόπο τους τους ξένους να ξανάρθουν και να γίνουν κι αυτοί μέρος της τουριστικής βιομηχανίας, και ειδικά του κλάδου της κρουαζιέρας.
Όμως αυτή η ανταπόδοση πρέπει να είναι ορατή, να φτάνει στον πολίτη, στον ντόπιο, να τη βλέπει, να την αισθάνεται. Γιατί, έτσι όπως γίνεται τώρα, όπου γίνεται, η ανταπόδοση εξαντλείται σε ένα ποσό στο ταμείο του οικείου δήμου, το οποίος κανένας δεν μαθαίνει πού καταλήγει.
Αν, όμως, τα χρήματα αυτά δίνονταν αποκλειστικά για έργα και δράσεις που θα αποφάσιζε ο κόσμος, θα έπιαναν τόπο. Αν γίνονταν σχολεία, γήπεδα, αθλητικοί χώροι κ.λπ., όλοι θα γνώριζαν ότι αυτά έγιναν με τα λεφτά των τουριστών, και θα λειτουργούσε το σύστημα.
Ανταπόδοση, λοιπόν, σε κάθε περιοχή που την επισκέπτονται κρουαζιερόπλοια, με διαφανή κριτήρια και ορατή από όλους, για να μην υπάρχουν δυσαρέσκειες και γκρίνιες.
Γιατί όλοι έχουν δίκιο. Και εκείνοι που δουλεύουν με τους τουρίστες και εκείνοι που νομίζουν ότι τους… δουλεύουν με πρόσχημα τους τουρίστες.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ