Η περιθωριοποίηση της χώρας που άλλοτε ήταν η ευρωπαϊκή ατμομηχανή των Βαλκανίων

Η περιθωριοποίηση της χώρας που άλλοτε ήταν η ευρωπαϊκή ατμομηχανή των Βαλκανίων

Πώς η Ελλάδα έχασε τα Βαλκάνια

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Σε μια στιγμή που ο χάρτης αλλάζει, η Ελλάδα όχι μόνο δείχνει να χάνει έδαφος απέναντι στην Τουρκία και να μην μπορεί να βρει τα βήματά της με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση, και εντός της ΕΕ, αλλά χάνει και τα Δυτικά Βαλκάνια, τα οποία αποτέλεσαν ιστορικά τον στρατηγικό ζωτικό της χώρο.

Η κυβέρνηση μοιάζει να έχει βυθιστεί σε ένα στρατηγικό – διπλωματικό βέρτιγκο, καθώς βαδίζει χωρίς πυξίδα και με επιλογές που δεν οδηγούν πουθενά και πάντως δεν ενισχύουν τη θέ­ση της, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τις νέες αλλά και τις παλιές προκλήσεις.

Η επικέντρωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στα ελληνοτουρκικά, με τρόπο που τελικά κάθε άλλο παρά προώθησε τα ελληνικά συμφέροντα, οδήγησε στην απραξία άλλων κεφαλαίων της εξωτερικής πολιτικής.

Η Ελλάδα, η οποία κάποτε αποτελούσε τον ισχυρό παίκτη στα Βαλκάνια και ήταν η… ατμομηχανή της ευρωατλαντικής προσέγγισης των χωρών της περιοχής, σήμερα έχει περιθωριοποιηθεί, έχοντας απωλέσει την όποια επιρροή αλλά και τις προσβάσεις σε αγορές που παραδοσιακά ήταν στραμμένες προς την Ελλάδα και τις ελληνικές επιχειρήσεις.

Σαφώς, τα Μνημόνια έπαιξαν τον καταστροφικό ρόλο τους, καθώς τα υποκαταστήματα των ελληνικών τραπεζών στις βαλκανικές χώρες, που αποτελούσαν κρίσιμο μοχλό για άσκηση πολιτικής επιρροής, εξαναγκάστηκαν είτε σε κλείσιμο είτε σε εξαγορά τους από γερμανικούς και άλλους ευρωπαϊκούς τραπεζικούς ομίλους. Πολλές ελληνικές επιχειρήσεις, εν μέσω της δεκαετούς κρίσης, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν χώρες στις οποίες η ελληνική επιχειρηματικότητα είχε παίξει ρόλο πρωτοπόρου μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, οι οποίες ακόμη παλεύουν –άλλες με περισσότερη και άλλες με λιγότερη επιτυχία– να προχωρήσουν σε ένα ευρωπαϊκό μέλλον, έχουν πλέον στρέψει την πλάτη τους στην Ελλάδα, η οποία τα τελευταία χρόνια στερείται βαλκανικής πολιτικής.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών έχει πραγματοποιήσει ελάχιστες επισκέψεις σε γειτονικές χώρες, ενώ δεν έχει επισκεφθεί καν τα Σκόπια, τα Τίρανα, την Πρίστινα, το Σεράγεβο ή την Ποντγκόριτσα, στέλνοντας το –λάθος– μήνυμα ότι το ελληνικό ενδιαφέρον είναι υποβαθμισμένο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι σε ένα πολύ σημαντικό διεθνές φόρουμ, όπως η Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα, που έγινε στα Τίρανα, η ελληνική εκπροσώπηση περιορίστηκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Τασούλα, ο οποίος μπορεί να εκφώνησε την ομιλία του, αλλά λόγω της φύσης των καθηκόντων του δεν είχε τη δυνατότητα για σημαντικές συναντήσεις και επαφές, που θα έδιναν μια διαφορετική εικόνα για την Ελλάδα και θα δήλωναν τον ενεργό και πρωταγωνιστικό ρόλο της στα Βαλκάνια.

Στα Τίρανα είδαμε μια καλά οργανωμένη φιέστα από τον Έντι Ράμα, ο οποίος –με νωπή τη νέα λαϊκή εντολή– εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να παρουσιαστεί ως συνομιλητής όλων των ευρωπαίων ηγετών. Με σημαντικές διμερείς επαφές, όπως με τον βρετανό πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ (με τον οποίο υπέγραψε συμφωνίες), με τον γάλλο Πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν (με τον οποίο υπέγραψαν συμφωνία αμυντικής συνεργασίας) και με τον γερμανό καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς, ο Ράμα επιχείρησε να προωθήσει την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας του, κάτι που αποτέλεσε και τη βασική προεκλογική του εξαγγελία.

Δυστυχώς, στην ΕΕ ολοένα και λιγότερο ενδιαφέρονται για το κράτος δικαίου και τα μειονοτικά δικαιώματα, όταν προσδοκούν ότι χώρες όπως η Αλβανία θα μπορέσουν να προχωρήσουν στην ευρωπαϊκή ενσωμάτωση, έστω και με προβλήματα. Αρκεί η Αλβανία να είναι πρόθυμη είτε να προσφέρει στρατό ή νόμιμους εργαζομένους σε χώρες που το χρειάζονται είτε ακόμη και να δημιουργήσει στρατόπεδα κράτησης μεταναστών των οποίων απορρίπτεται η αίτηση ασύλου στην Ευρώπη – όπως έκανε και η φίλη του, Τζόρτζια Μελόνι.

Το γεγονός, μάλιστα, ότι στη συνά­ντηση στα Τίρανα συμμετείχε και ο Ταγίπ Ερντογάν ήταν ένα μήνυμα στήριξης στον φίλο του Έντι Ράμα και επιβεβαίωση, φυσικά, του ρόλου που η Τουρκία διαδραματίζει τα τελευταία χρόνια στα Δυτικά Βαλκάνια, με ισχυρή παρουσία σε όλες τις χώρες. Είτε με εμπορικές ανταλλαγές, είτε με οικονομική στήριξη, είτε με παρεμβάσεις για την ανακατασκευή και αναπαλαίωση οθωμανικών μουσουλμανικών μνημείων, η Τουρκία έχει προβεί σε μια πρωτοφανή επίδειξη ήπιας ισχύος στην περιοχή. Αλλά και η Βόρεια Μακεδονία είδε να αποδίδει η συνάντηση Μίτσκοσκι – Στάρμερ στα Τίρανα, αφού την επομένη υπέγραψαν συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας των δύο χωρών.

Όμως, τα Σκόπια έχουν διαγραφεί από τον χάρτη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, καθώς η κυβέρνηση φοβάται τις αντιδράσεις από τον μεγάλο αριθμό βουλευτών που συγκινούνται από τις δηλώσεις και τα άρθρα του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά. Έτσι, απλώς δεν ασχολείται με τη Βόρεια Μακεδονία.

Έσβησε η… φωτιά στο Σινά, αλλά το φιτίλι παραμένει αναμμένο

Όλα αυτά τα χρόνια, η Ελλάδα ίσως έχει περισσότερες επαφές με τη… Νέα Ζηλανδία παρά με τα Σκόπια, καθώς η κυβέρνηση τρέμει ακόμη και το ενδεχόμενο να συνδεθεί η ίδια με την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Αυτό έχει οδηγήσει σε μια δραματική εξέλιξη, καθώς η ηγεσία της γειτονικής χώρας έχει επιβάλει στη διεθνή σκηνή την ονομασία «Μακεδονία», χωρίς καμία αντίδραση, φυσικά, εκ μέρους της Ελλάδας.

Επίσης, πολλά προϊόντα από τη γειτονική χώρα, όπως τα κρασιά, κυκλοφορούν στις ευρωπαϊκές και στις αμερικανικές αγορές ως «μακεδονικά», ενώ τα σχολικά βιβλία συνεχίζουν να αναπαράγουν τον αλυτρωτισμό εις βάρος και της χώρας μας. Όμως, η Βόρεια Μακεδονία, η οποία θεωρούσε ότι όλοι οι γείτονές της θα είναι αφελείς και άτολμοι όπως η Ελλάδα, βρήκε τον δάσκαλό της στη Βουλγαρία.

Η Βουλγαρία, ασκώντας μια ουσιαστική, επιθετική διπλωματία, έχει θέσει βέτο στην ευρωπαϊκή πορεία των Σκοπίων, απαιτώντας να εισαχθεί στο σύ­νταγμα ειδική αναφορά για τη βουλγαρική μειονότητα ως συνιστώσα της Βόρειας Μακεδονίας.

Και αυτό, βεβαίως, θυμίζει το πόσο εύκολα η Ελλάδα δέχθηκε με τη Συμφωνία των Πρεσπών το «μακεδονικό έθνος» και τη «μακεδονική γλώσσα» αλλά και το δικαίωμα χρήσης των όρων «Μακεδονία» και «μακεδονικός» από τη γειτονική χώρα.

Βέβαια, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, η οποία πολέμησε τη Συμφωνία των Πρεσπών, όχι απλώς δεν προσπάθησε να τη διορθώσει, αλλά, δυστυχώς, αδιαφορεί και για την εφαρμογή εκείνων των προβλέψεων που στοιχειωδώς ικανοποιούσαν τις ανησυχίες της χώρας μας.

Όσον αφορά τη Σερβία, παρά την επίσκεψη του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη, οι σχέσεις είναι μεν τυπικές, αλλά δεν έχουν κανένα ουσιαστικό βάθος –ούτε διπλωματικό ούτε οικονομικό–, ενώ και το Βελιγράδι πιο εύκολα συνομιλεί με τον Ταγίπ Ερντογάν παρά με την Αθήνα. Όσο για τις άλλες χώρες, όπως το Μαυροβούνιο, η Βοσνία και το Κόσοβο, αυτές είναι εκτός του κάδρου της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Πολλές φορές στο παρελθόν, σε διαφορετικές συγκυρίες –από τις αρχές του 20ού αιώνα–, η Ελλάδα στράφηκε στους βαλκανικούς γείτονές της, ως αντίβαρο στην απειλή που δεχόταν εξ ανατολών.

Δυστυχώς, πλέον, δεν έχει απλώς εγκαταλείψει τους βαλκανικούς γείτονες, αλλά τους έχει αφήσει να πέσουν στην αγκαλιά της Τουρκίας. Και αυτή είναι μια δραματική εξέλιξη για την Ελλάδα.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτο: Image by freepik


Σχολιάστε εδώ