
Η νέα φάση των σινοαμερικανικών σχέσεων και η Ευρώπη – Του Ν. Στραβελάκη
–Πρώτες σκέψεις μετά το προσύμφωνο ΗΠΑ – Κίνας για τους δασμούς
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Μετά την ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων από τον Ντόναλντ Τραμπ, όλος ο κόσμος ήταν σίγουρος ότι ΗΠΑ και Κίνα θα κλιμάκωναν τον μεταξύ τους εμπορικό πόλεμο, που ίσως να έπαιρνε και γεωπολιτικές διαστάσεις. Στο πεδίο των εντυπώσεων, τα πράγματα ακολούθησαν αυτήν την τροπή, με αποκορύφωμα τη θεσμοθέτηση εξοντωτικών δασμών πρώτα από τις ΗΠΑ και κατόπιν από την Κίνα.
Τη τελευταία εβδομάδα, όμως, αυτό το σκηνικό φαίνεται να μεταβάλλεται σημαντικά, μετά την καταρχήν συμφωνία ανάμεσα στις εμπορικές αντιπροσωπείες ΗΠΑ – Κίνας στο Λονδίνο. Για να μην παρεξηγηθώ, η συμφωνία σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί επιστροφή στο status quo ante. Η καταρχήν συμφωνία προβλέπει δασμούς 55% για τις κινεζικές εξαγωγές στην Αμερική, ενώ η Κίνα θα μπορεί να επιβάλλει δασμούς 10% στις αμερικανικές εξαγωγές. Είναι προφανές ότι μιλάμε για μια πολύ διαφορετική κατάσταση σε σχέση με τo σχεδόν ελεύθερο εμπόριο που επικράτησε τα τελευταία 40 χρόνια.
Παρ’ όλα αυτά, η συμφωνία είναι απόδειξη ότι η αναβίωση του δόγματος Μονρόε, που φαντασιωνόταν ο Τραμπ και το –ο Θεός να το κάνει– επιτελείο του, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στον καπιταλισμό του 21ου αιώνα. Από το περιεχόμενο της συμφωνίας καταλαβαίνουμε το γιατί. Οι ΗΠΑ έχουν ανάγκη τις σπάνιες γαίες της Κίνας, κυρίως για την παραγωγή ηλεκτρικών αυτοκινήτων, και η Κίνα θέλει να μπει στην αμερικανική αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων και να διατηρήσει τη θέση της στην αγορά των επικοινωνιών και του διαδικτύου και της τεχνητής νοημοσύνης.
Θα μου πείτε: Πώς μπορεί να γίνει αυτό με δασμούς 55%; Η απάντηση είναι ότι τα κινεζικά προϊόντα είναι πολύ φθηνότερα. Ειδικά στο κρίσιμο θέμα της αγοράς ηλεκτρικών αυτοκινήτων τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Ο κ. Μασκ θα πληρώνει ο κούκος αηδόνι τις κινεζικές σπάνιες γαίες και λόγω των δασμών. Έτσι θα εξανεμισθεί το όποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα θα του προσφέρουν οι δασμοί στα κινεζικά ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Αυτό εξηγεί και την οργή του και την ανταλλαγή ύβρεων με τον μέχρι πρότινος κολλητό του Ντόναλντ Τραμπ και αντανακλάται στην πορεία της μετοχής της Tesla στο χρηματιστήριο.
Σε κάθε περίπτωση, η συμφωνία είναι υπαναχώρηση από το αρχικό σχέδιο των ΗΠΑ – Τραμπ. Οι ΗΠΑ αρχικά επεδίωξαν την απεξάρτηση από την Κίνα στην αγορά σπάνιων γαιών, με την πρόταση στη Δανία για την αγορά της Γροιλανδίας. Όταν αυτό δεν έγινε, πήγαμε στη λαφυραγωγία του υπεδάφους της Ουκρανίας, μετά την υποτιθέμενη ειρήνευση με τη Ρωσία. Όταν και αυτό το σενάριο απομακρύνθηκε, ήρθε το εμπορικό προσύμφωνο με την Κίνα.
Άποψή μου είναι ότι υπάρχει και μία ακόμη διάσταση στο ζήτημα, που δεν γράφτηκε στη συμφωνία. Οι ΗΠΑ έχουν ανάγκη τα κινεζικά εμπορικά πλεονάσματα για την αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους τους. Ο μέσος χρόνος ωρίμανσης του χρέους των 35 τρισ. δολαρίων είναι κάπου έξι χρόνια (71 μήνες για την ακρίβεια). Αυτό σημαίνει ότι οι ανάγκες αναχρηματοδότησής του είναι άμεσες και πιεστικές. Αν σε αυτά προσθέσουμε και την πολιτική των φοροαπαλλαγών που έχει επιλέξει ο Τραμπ και θα δημιουργήσει νέα χρέη, η κατάσταση γίνεται πιεστικότερη.
Φτάνουμε έτσι στον ρόλο των δασμών στη δημοσιονομική πολιτική του Τραμπ, που μπλέκει τα πράγματα και για την Ευρώπη. Είναι σαφές ότι στο θολωμένο μυαλό του αμερικανού Προέδρου και των επιτελών του οι δασμοί παίζουν σημαντικό ρόλο στη δημοσιονομική ισορροπία των ΗΠΑ. Άλλωστε, μεταξύ των τόσων χιλιάδων δηλώσεων και διαδικτυακών σχολίων που έχει κάνει, ξεχωρίζει εκείνη η αποστροφή που έλεγε ότι το αμερικανικό κράτος, την εποχή του δόγματος Μονρόε, τα έβγαζε πέρα μια χαρά με τους δασμούς, αλλά, ανεξήγητα, αποφάσισε να τους καταργήσει και να τους υποκαταστήσει με τον φόρο εισοδήματος.
Το τελευταίο σημαίνει άσχημα μαντάτα για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία για μία ακόμα φορά ακόμη έμεινε στον άσο από την πολιτική διμερών συμφωνιών του Τραμπ. Το πιθανότερο είναι ότι οι δασμοί τελικά θα επιβληθούν στις ευρωπαϊκές εξαγωγές και θα έχουν επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία. Επιπλέον, το περιβάλλον θα παραμείνει ρευστό, αφού οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και στην Ουκρανία επηρεάζουν άμεσα τις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ