
Η γεωπολιτική αναβάθμιση της Τουρκίας και η ευθύνη της Ελλάδας – Γράφει ο ΛΑΖΑΡΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΙΔΗΣ
Του
ΛΑΖΑΡΟΥ ΚΑΜΠΟΥΡΙΔΗ*
Αντιστράτηγου ε.α.
Η τρέχουσα περίοδος είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική από πλευράς επιτυχίας της πολιτικής Ερντογάν στο εξωτερικό και στο εσωτερικό, με την εξοπλιστική αναβάθμιση των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΤΕΔ), τη διείσδυση της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας κ.λπ.
Στο εξωτερικό πεδίο, ο Ερντογάν μεσολάβησε στον Τραμπ για την άρση του οικονομικού αποκλεισμού του τζιχαντιστικού καθεστώτος Τζολάνι της Δαμασκού, ενώ η Τουρκία φιλοξένησε τις συνομιλίες για το Ουκρανικό και τη σύνοδο ξένων κυβερνητικών αξιωματούχων για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Επίσης, πολύ θετικά κρίθηκαν από τουρκικής πλευράς οι ύμνοι του νέου ΓΓ του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε για τον τούρκο Πρόεδρο, ο οποίος, μάλιστα, εμμέσως πλην σαφώς τάχθηκε υπέρ της απόκτησης των αεροσκαφών Eurofighter από την Τουρκία αλλά και της αναγκαιότητας συμμετοχής της γειτονικής χώρας στην ευρωπαϊκή άμυνα. Δεν θα πρέπει να παραβλέπεται, επίσης, το θράσος που επέδειξε η Τουρκία με την πολιτική και στρατιωτική στήριξη του Πακιστάν έναντι της Ινδίας στη διένεξη στο Κασμίρ, με τον τούρκο Πρόεδρο να στέλνει μήνυμα ότι η Τουρκία επιδιώκει να αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα σε όλες τις περιφερειακές διενέξεις.
Στο εσωτερικό πεδίο, ο Ερντογάν έκλεισε, προς το παρόν τουλάχιστον, το μέτωπο με το ΡΚΚ, ανοίγοντας τον δρόμο για τη συνεργασία με τους Κούρδους στη συνταγματική αναθεώρηση, η οποία οδηγεί σε νέα υποψηφιότητα του Ερντογάν για την Προεδρία της Δημοκρατίας, ενώ παράλληλα… απολαμβάνει την αφωνία της Δύσης για τη φυλάκιση του δημάρχου Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου.
Στο θέμα των εξοπλισμών, πανηγυρίστηκε δεόντως από την Άγκυρα η έγκριση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την πώληση πυραύλων αέρος αέρος στην Τουρκία αλλά και η θετική στάση του νέου γερμανού καγκελάριου για την πώληση των αεροσκαφών Eurofighter. Από τουρκικής πλευράς, σχολιάσθηκε ως ένα βήμα εισόδου της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα η πώληση των αεροσκαφών τουρκικής κατασκευής Hurjet στην Ισπανία, καθώς και οι συμφωνίες με την Ιταλία στον τομέα των εξοπλισμών, ενώ πολύ θερμής υποδοχής έτυχε στην Άγκυρα η απόφαση για τη συμμετοχή της Τουρκίας στα ευρωπαϊκά εξοπλιστικά προγράμματα.
Για όλα αυτά η Ελλάδα έχει μερίδιο ευθύνης, και ειδικότερα σε ό,τι αφορά την ενίσχυση της θέσης της Τουρκίας στον εξοπλιστικό τομέα αλλά και τη δυνατότητας ένταξής της στην ευρωπαϊκή άμυνα.
Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα, πριν από πολλά χρόνια, έδωσε το πράσινο φως για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, κράτησε σταθερά μια βασική αρχή-εργαλείο στα χέρια της, η οποία ενοχλούσε την τουρκική πλευρά, αυτήν της προβολής της τουρκικής επιθετικότητας και του αναθεωρητισμού εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου, καθώς και της στηλίτευσης του τουρκικού επεκτατισμού στα μάτια της Δύσης. Αυτή η εθνική αρχή προκαλούσε έναν μόνιμο σκεπτικισμό στην ΕΕ, στις ΗΠΑ και σε άλλες δυτικές χώρες για την αμυντική αναβάθμιση της Τουρκίας, η οποία εμφανιζόταν ως απειλή για τη σταθερότητα και την εδαφική ακεραιότητα χωρών της περιοχής αλλά και των μειονοτήτων, και ειδικότερα των Κούρδων.
Η Διακήρυξη Φιλίας των Αθηνών μπορεί αφενός να εξασφάλισε μια κατάσταση ηρεμίας, αφού μειώθηκε η τουρκική παραβατικότητα στο Αιγαίο, αφετέρου, όμως, δεν λειτούργησε ως παράγοντας αλλαγής στάσης της Άγκυρας όσον αφορά τον αναθεωρητισμό της εις βάρος της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ενώ, λοιπόν, η Άγκυρα από τη μία πλευρά πέτυχε να κάνει πιο ευδιάκριτες, σε σχέση με το παρελθόν, τις κόκκινες γραμμές της στα ελληνοτουρκικά, χρησιμοποιώντας ακραία ρητορική αλλά και τις δραστηριότητες των ΤΕΔ, από την άλλη πλευρά έδωσε την εικόνα στη Δύση, και κυρίως σε αυτούς που είχε ανάγκη, ότι έπαψε να αποτελεί αναθεωρητική δύναμη, αφαιρώντας από την ελληνική πλευρά την προαναφερόμενη, βασική εθνική αρχή της προβολής της τουρκικής επιθετικότητας.
Με αυτήν την τακτική, η Άγκυρα πέτυχε την άρση των δυτικών επιφυλάξεων για την πώληση οπλικών συστημάτων στην Τουρκία, τα οποία χρειάζεται για να καλύψει το κενό αεροπορικής ισχύος έναντι της αντίστοιχης ελληνικής, ενώ ταυτόχρονα έλυσε τα χέρια στις ευρωπαϊκές χώρες που ήθελαν να ενταχθεί η Τουρκία στο υπό διαμόρφωση νέο ευρωπαϊκό αμυντικό οικοδόμημα.
Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό και με την πλασματική υπερμεγέθυνση της ρωσικής απειλής, ενίσχυσε πολιτικά τη θέση της Τουρκίας στους κόλπους της ΕΕ, αναφορικά με την αναγκαιότητα ενσωμάτωσης της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας και της πολεμικής της μηχανής στην ευρωπαϊκή άμυνα.
Το χειρότερο, όμως, όλων είναι το γεγονός ότι, όταν η Ελλάδα αποφασίσει, για διάφορους λόγους, να επιστρέψει στην προηγούμενη «εθνική» αρχή αντιμετώπισης και καταγγελίας της τουρκικής επιθετικότητας, θα είναι πολύ αργά, αφού η Τουρκία θα έχει καλύψει το αεροπορικό κενό ισχύος έναντι της Ελλάδας, ενώ παράλληλα, σε πολιτικό επίπεδο, θα έχει ήδη καταστεί απαραίτητη για τους ευρωπαϊκούς αμυντικούς μηχανισμούς, οι οποίοι δεν θα βλέπουν πλέον την Τουρκία ως απειλή για την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία.
* Ο Αντιστράτηγος ε.α. Λάζαρος Καμπουρίδης είναι Απόφοιτος της Σχολής Εθνικής Άμυνας, Κάτοχος MBA από το Nottingham Trend University, Πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ και υποψήφιος Διδάκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου, ενώ διετέλεσε μέλος της Ελληνικής Διπλωματικής Αντιπροσωπείας στην Κωνσταντινούπολη την περίοδο 1995 – 1999 και Ακόλουθος Άμυνας στην Ελληνική Πρεσβεία στην Άγκυρα, με παράλληλη διαπίστευση στο Μπακού, την περίοδο 2013 – 2017. Είναι συνεργάτης του αμερικανικού ινστιτούτου αναλύσεων «Defense & Foreign Affairs». Αποστρατεύθηκε τον Μάρτιο του 2022.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ