Γ. Ψυχογιός στο “Π”: Όταν η πρόληψη «καίγεται» πριν από το δάσος…

Γ. Ψυχογιός στο “Π”: Όταν η πρόληψη «καίγεται» πριν από το δάσος…

Του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΨΥΧΟΓΙΟΥ
Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ Κορινθίας,
Τομεάρχη Μεταναστευτικής Πολιτικής,
Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας


Καθώς πλησιάζει η αντιπυρική περίοδος, η ανησυχία για ακόμη ένα καλοκαίρι καταστροφών επανέρχεται. Όμως, η αγωνία δεν σχετίζεται αποκλειστικά με την κλιματική κρίση ή τις ακραίες θερμοκρασίες. Πηγάζει πρωτίστως από την ανεπάρκεια της Πολιτείας και του κρατικού μηχανισμού να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, με τραγικές ελλείψεις, καθυστερήσεις και λανθασμένες προτεραιότητες. Όταν οι φυσικές καταστροφές συνοδεύονται από κυβερνητική αδράνεια, παύουν να είναι απλώς φυσικές.

Για άλλη μία χρονιά, η αντιπυρική περίοδος θυμίζει περισσότερο περίοδο ευχολογίων και προστίμων, παρά σοβαρό σχέδιο προστασίας. Και για άλλη μια φορά το επίκεντρο δεν είναι το δάσος και το οικοσύστημα αλλά το δομημένο περιβάλλον, τα σπίτια, οι περιουσίες. Οι εντολές για καθαρισμό οικοπέδων μεταθέτουν την ευθύνη αποκλειστικά στους πολίτες, με το κεντρικό κράτος να απεκδύεται τη δική του καθαρή ευθύνη για συντονισμό και παρεμβάσεις, για πρόληψη σε συνεργασία με τους δήμους. Το δάσος, αν καεί, βαφτίζεται «δύσβατο» και «αναπόφευκτο». Και όμως, ένα δάσος χρειάζεται δεκαετίες για να επανέλθει – αν τα καταφέρει ποτέ. Όταν η προστασία περιορίζεται στα ιδιωτικά συμφέροντα, η πρόληψη χάνεται πριν καν ξεκινήσει η μάχη.

Η Πολιτική Προστασία και το σύστημα δασοπυρόσβεσης παραμένουν ανεπαρκή, παρά τις δηλώσεις περί ετοιμότητας. Το Πυροσβεστικό Σώμα λειτουργεί με έλλειψη τουλάχιστον 3.500 πυροσβεστών, οι οποίοι εργάζονται υπό εξαντλητικές συνθήκες, χωρίς αμοιβή για υπερωρίες και με οφειλόμενες ημέρες ανάπαυσης. Οι εποχικοί πυροσβέστες συνεχίζουν να εργάζονται υπό επισφαλείς όρους, ενώ η μετατροπή των συμβάσεών τους σε 12μηνες παραμένει αίτημα χωρίς ανταπόκριση. Η υποστελέχωση επηρεάζει και κρίσιμους τομείς, όπως οι ιατρικές υπηρεσίες σε περιπτώσεις πυρκαγιών και σεισμών.

Το μήνυμα της Πολιτείας, σε αντίθεση με άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, που επενδύουν στην πρόληψη και στις υποδομές, συνοψίζεται σχεδόν στην κυνική λογική ότι «εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι περισσότερο απέναντι στην κλιματική κρίση» – «τουλάχιστον καθαριστείτε, ασφαλιστείτε και μη μας χρεωθείτε». Η λογική αυτή υπονομεύει την έννοια της δημόσιας προστασίας. Τα σχέδια των δήμων για τις δασικές εκτάσεις παραμένουν αόρατα, τα έργα πρόληψης δεν ξεκινούν ποτέ πραγματικά τον χειμώνα και οι πυροσβεστικές δυνάμεις ενισχύονται καθυστερημένα – αν ενισχυθούν.

Αντίστοιχα απογοητευτική είναι η κατάσταση στον εξοπλισμό. Ο στόλος των πυροσβεστικών οχημάτων είναι γερασμένος, ενώ το πρόγραμμα «ΑΙΓΙΣ» για την προμήθεια νέων οχημάτων προχωρά με ρυθμούς που δεν ανταποκρίνονται στην επείγουσα ανάγκη. Την ίδια ώρα, δαπανώνται υπέρογκα ποσά για εναέρια καταστολή, χωρίς να υπάρχουν επαρκείς εγγυήσεις για τη διαφάνεια των συμβάσεων και την αποδοτικότητα των πόρων αλλά και σαφές σχέδιο για τη συνεργασία με τα επίγεια μέσα και τους ανθρώπους του πεδίου. Παρά την τριπλάσια χρηματοδότηση, οι καμένες εκτάσεις αυξάνονται – μια θλιβερή απόδειξη αποτυχίας.

Η έμφαση στην καταστολή, εις βάρος της πρόληψης, παραμένει ο πυρήνας του προβλήματος. Η Δασική Υπηρεσία είναι υποστελεχωμένη, με αποτέλεσμα η δημιουργία αντιπυρικών ζωνών και η απομάκρυνση καύσιμης ύλης να προχωρούν ανεπαρκώς. Τα τοπικά σχέδια προσαρμογής στην κλιματική κρίση παραμένουν στα χαρτιά, ενώ ακόμη και θεσμοθετημένες διαδικασίες, όπως ο Εθνικός Κλιματικός Νόμος, δεν εφαρμόζονται στην πράξη. Η ίδια αμέλεια παρατηρείται και στην αντιπλημμυρική προστασία: μπαζωμένα ρέματα, βουλωμένα φρεάτια, απουσία έργων υποδομής. Η έντονη βροχόπτωση μετατρέπεται έτσι σε βέβαιη καταστροφή, ενώ οι παθούσες περιοχές βιώνουν την εγκατάλειψη όταν σβήσουν τα φώτα της δημοσιότητας.

Ακόμη και σε τομείς όπου η επιστήμη προσφέρει σαφείς κατευθύνσεις –όπως η αντισεισμική θωράκιση– η Πολιτεία καθυστερεί. Οι σχολικές μονάδες, τα δημόσια κτίρια και οι παλαιές κατασκευές δεν ελέγχονται ή δεν ενισχύονται με τη συστηματικότητα που απαιτείται. Πρόκειται για επένδυση στην ασφάλεια, την οποία καμία σοβαρή κυβέρνηση δεν έχει δικαίωμα να παραβλέπει.

Το κοινωνικό-ταξικό πρόσημο των καταστροφών είναι επίσης ξεκάθαρο. Οι ευάλωτοι πολίτες πλήττονται δυσανάλογα. Εκείνοι που ζουν σε επισφαλείς κατοικίες, χωρίς πρόσβαση σε μέσα προστασίας ή γρήγορη αποκατάσταση ζημιών, μένουν στο έλεος των καιρικών φαινομένων και της κρατικής αδιαφορίας. Η προστασία των πιο αδύναμων δεν είναι προαιρετική – είναι δείκτης δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης.

Την ίδια στιγμή, η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων είναι απογοητευτική. Το υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας έχει απορροφήσει ένα ελάχιστο ποσοστό των διατεθειμένων κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Πρόκειται για ασυγχώρητη ολιγωρία, τη στιγμή που άλλες χώρες, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, επενδύουν σε τεχνολογίες και σχέδια δράσης που αποδίδουν. Η ανικανότητα αυτή δεν εξηγείται μόνο από τη δαιδαλώδη γραφειοκρατία – είναι ένδειξη έλλειψης πολιτικής βούλησης.

Το μοντέλο του «επιτελικού κράτους» στην Πολιτική Προστασία έχει αποτύχει. Δεν χρειάζονται πλέον μεγαλοστομίες, εξαγγελίες εκατομμυρίων και σχεδίων επί χάρτου, αλλά ουσιαστική στροφή στον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Απαιτείται ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού, στροφή στην πρόληψη, διαφάνεια στη διαχείριση πόρων και επένδυση σε ανθεκτικές υποδομές.

Χωρίς αυτές τις αλλαγές, κάθε νέα κρίση θα βρίσκει τη χώρα απροετοίμαστη, αφήνοντας τους πολίτες –και ιδίως τους πιο αδύναμους– εκτεθειμένους. Γιατί στο τέλος, όλο και περισσότερο, μοιάζει σαν να μην είναι ζητούμενο η προστασία της ζωής και του φυσικού πλούτου, αλλά η διασφάλιση ότι δεν θα ζημιωθούν οι ασφαλιστικές εταιρείες. Η ευθύνη, όμως, μιας οργανωμένης Πολιτείας δεν είναι να προστατεύει το ταμείο της, αλλά το δάσος, τους ανθρώπους, τις περιουσίες και το μέλλον τους. Η ευθύνη είναι πολιτική. Και η ώρα για αλλαγή έχει ήδη καθυστερήσει.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ