
Φοβικά σύνδρομα και κατευνασμός, η λάθος συνταγή της κυβέρνησης στα ελληνοτουρκικά
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Λανθασμένα μηνύματα, τα οποία προδίδουν φοβικά σύνδρομα και κατευναστική πολιτική έναντι της Τουρκίας, στέλνει η Αθήνα τόσο στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό όσο και στις σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ.
Οι επιλογές της κυβέρνησης οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερο εγκλωβισμό στην πολιτική της Διακήρυξης των Αθηνών, την εφαρμογή της οποίας απαιτεί η Τουρκία ως αποχή από την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Στο Κυπριακό, συνεχίζεται το κρυφτούλι με τις δήθεν πρωτοβουλίες του ΓΓ του ΟΗΕ, οι οποίες τελικά οδηγούν στην εγκατάλειψη της λύσης της ομοσπονδίας, φέρνοντας πιο κοντά το μοντέλο της επισημοποίησης της διχοτόμησης.
Η Αθήνα, εδώ και μήνες, αναζητά τρόπο ώστε η συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας και η επίσκεψη Μητσοτάκη στην Άγκυρα να γίνουν υπό ομαλές συνθήκες, προκειμένου να μην εκτεθεί ο πρωθυπουργός. Η δημοσιοποίηση του σχεδίου του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού (ΘΧΣ), ο οποίος, πάντως, ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν έχει κατατεθεί στην Κομισιόν, θεωρήθηκε ότι θα ήταν ένα εχέγγυο ώστε να αποφευχθεί η εικόνα ενός έλληνα πρωθυπουργού που θα εμφανιζόταν στο τουρκικό Προεδρικό Μέγαρο υπό καθεστώς εκβιασμών και απειλών.
Όμως, ο ΘΧΣ είναι ένας θεωρητικός χάρτης που αποτυπώνει τα εξωτερικά όρια της ελληνικής ΑΟΖ, αποφεύγει να αποτυπώσει τα θεωρητικά όρια των ελληνικών χωρικών υδάτων έως τα 12 ν.μ. και δεν απαιτεί άμεση εφαρμογή επί του πεδίου. Αντιθέτως, τα δύο μεγάλα σχέδια επί του εδάφους –οι έρευνες και η πόντιση καλωδίου μεταξύ Κρήτης και Κύπρου και ο καθορισμός των θαλάσσιων πάρκων στο Αιγαίο– είναι τα θέματα που απαιτούν ενέργειες και δράσεις. Και αυτό, μέχρι στιγμής, αποφεύγει η Αθήνα, φοβούμενη τις αντιδράσεις της Τουρκίας επί του πεδίου.
Φυσικά, δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί η συνάντηση του έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο Πρόεδρο όσο δεν υλοποιούνται αυτά τα σχέδια, καθώς έτσι θα δοθεί η εντύπωση ότι είτε μπαίνουν στο ράφι λόγω των τουρκικών απειλών είτε ότι η Ελλάδα προσέρχεται σε μια συνάντηση κορυφής με την Τουρκία προκειμένου να εξασφαλίσει την «άδειά» της για την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της.
Το γεγονός ότι το Ισραήλ δεσμεύθηκε, στην πρόσφατη επίσκεψη του Κύπριου Προέδρου Νίκου Χριστοδουλίδη, για την υπογραφή συμφωνίας για την ηλεκτρική διασύνδεση Κύπρου – Ισραήλ απλώς μεγαλώνει την πίεση προς την Αθήνα, ώστε να προχωρήσει στην υλοποίηση της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου.
Παρά τις επανειλημμένες συναντήσεις του Γιώργου Γεραπετρίτη με τον Χακάν Φιντάν, είναι προφανές ότι η Τουρκία δεν υποχωρεί στο συγκεκριμένο θέμα, απειλώντας ακόμη και με χρήση στρατιωτικών μέτρων (όπως έκανε και τον περασμένο Ιούλιο), προκειμένου να εξασφαλίσει ότι η επανέναρξη των εργασιών για το καλώδιο θα γίνει με την αναγνώριση του ρόλου της στην περιοχή και κυρίως με σιωπηρή αποδοχή του τουρκολιβυκού μνημονίου.
Είναι πρόδηλο ότι μια συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν δεν μπορεί να γίνει πριν επανεκκινήσουν οι έρευνες για το καλώδιο, καθώς όσο συνεχίζεται αυτή η εκκρεμότητα θα απειλεί να τινάξει στον αέρα τη συνάντηση και να διαλύσει και αυτό το δήθεν «ήρεμο κλίμα» στις διμερείς σχέσεις.
Όμως, εντύπωση προκαλεί το ότι ο κατευνασμός της Τουρκίας συνεχίζεται και σε άλλα επίπεδα. Ο Γιώργος Γεραπετρίτης έσπευσε να συναντηθεί με τον Χακάν Φιντάν στην Κωνσταντινούπολη την παραμονή της παράνομης επίσκεψης Ερντογάν στην Κύπρο. Ο τούρκος ηγέτης, στη διάρκεια της ολιγόωρης παραμονής του στην κατεχόμενη Λευκωσία, έβαλε ρητά ταφόπλακα στις προσπάθειες επανέναρξης των συνομιλιών για το Κυπριακό, δηλώνοντας ότι οι συνομιλίες θα ξεκινήσουν μόνο στη βάση της λύσης των δύο κρατών. Συγχρόνως, δε, προχώρησε σε ακόμη περισσότερα βήματα προσάρτησης των Κατεχομένων, τα οποία πρόβαλε ως ενίσχυση της δήθεν κρατικής υπόστασής τους, κινήσεις που ενισχύουν τη διχοτομική πολιτική και ενθαρρύνουν, φυσικά, τις ακραίες τάσεις μεταξύ των Τουρκοκυπρίων.
Και όμως, το μήνυμα που έδωσε η Αθήνα ήταν εντελώς λανθασμένο, καθώς δεν υπήρξε ουδεμία επίσημη αντίδραση στην παράνομη επίσκεψη Ερντογάν και στην υπονόμευση, εκ μέρους του, των προσπαθειών για επανέναρξη των συνομιλιών. Σχεδόν 15 ώρες μετά, και αφού υπήρχαν επικριτικά δημοσιεύματα, έγινε… διαρροή διπλωματικών πηγών, η οποία αναφέρθηκε γενικώς σε κινήσεις που υπονομεύουν τη διαδικασία, χωρίς να γίνει ουδεμία αναφορά στον Τούρκο Πρόεδρο και στην επίσκεψή του στα Κατεχόμενα. Κίνηση η οποία διαιωνίζει μια λανθασμένη προσέγγιση, που θεωρεί ως προτεραιότητα τη διατήρηση του υποτιθέμενου «καλού κλίματος», το οποίο, όμως, η άλλη πλευρά εκμεταλλεύεται για να προωθεί και να επιβάλλει τις θέσεις της.
Επίσης, είναι εντελώς λανθασμένα τα μηνύματα που δίνει και ο ΥΠΕΞ Γιώργος Γεραπετρίτης, όταν δηλώνει ότι ένα από τα επιτεύγματα της προσέγγισης με την Τουρκία και προσωπική του επιτυχία είναι η «επανέναρξη» των συνομιλιών για το Κυπριακό. Οι συνομιλίες για το Κυπριακό ΔΕΝ έχουν επαναληφθεί, και αυτό το γνωρίζει καλά και η Αθήνα. Μάλιστα, στην τελευταία Πενταμερή, που έγινε στη Γενεύη, δεν συζητήθηκε η ουσία του Κυπριακού λόγω της απαίτησης της Τουρκίας να τεθεί στο τραπέζι η λύση των δύο κρατών.
Όλες οι συζητήσεις εξαντλήθηκαν στην προώθηση κάποιων ανώδυνων Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), μια πρακτική που μπορεί να δίνει την εικόνα κάποιας κινητικότητας, αλλά ερμηνεύεται από την Τουρκία ως ΜΟΕ «μεταξύ δύο κρατών». Και εάν άμεσα δεν υπάρξει δομημένη επιστροφή σε διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού στη βάση των αποφάσεων του ΣΑ του ΟΗΕ για ομοσπονδία, είναι σαφές ότι αυτή η διαδικασία ενισχύει τη διχοτομική πολιτική της Άγκυρας.
Επίσης, σε συνέντευξή του σε μεγάλη τουρκική εφημερίδα, ο κ. Γεραπετρίτης δίνει λανθασμένα μηνύματα σε ό,τι αφορά και το μείζον θέμα της προσπάθειας της Τουρκίας –με τη στήριξη και αρκετών ευρωπαίων εταίρων– να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Άμυνα. Διότι ο κ. Γεραπετρίτης δήλωσε ότι η τουρκική αμυντική βιομηχανία δεν αποτελεί απειλή για την Ελλάδα και ότι η αντίδραση της χώρας μας στη στρατιωτική συνεργασία στο πλαίσιο οργανισμών είναι η ύπαρξη της απειλής πολέμου που διατηρεί η Τουρκία.
Η πραγματικότητα και η κυβερνητική θέση είναι ότι η τουρκική αμυντική βιομηχανία αποτελεί μείζονα απειλή για τη χώρα μας. Η κυβέρνηση και ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχουν θέσει κόκκινες γραμμές για την προοπτική αμυντικής συνεργασίας μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας. Διότι δεν είναι μόνο το casus belli, που αφορά την απειλή πολέμου σε περίπτωση επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων. Η στρατιωτική απειλή της Τουρκίας αφορά την άσκηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων ακόμη και στα διεθνή ύδατα – σε καταφανώς δυνητική ελληνική υφαλοκρηπίδα. Αφορά τις «γκρίζες ζώνες», αφορά τα νησιά που δήθεν έχουν υποχρέωση αποστρατιωτικοποίησης.
Έχουμε εισέλθει σε μια εξαιρετικά λεπτή φάση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, μέσα σε ένα ακόμη πιο ρευστό διεθνές περιβάλλον, με τον αμερικανό Πρόεδρο να μην έχει δώσει ακόμη καθαρά σημάδια της πολιτικής που θα ακολουθήσει στην περιοχή, εκτός των μηνυμάτων στήριξης προς το Ισραήλ. Η οποία στήριξη, όμως, επίσης θα επηρεαστεί από τα αποτελέσματα της περιοδείας που θα πραγματοποιήσει ο Ντόναλντ Τραμπ στις χώρες του Κόλπου τις επόμενες ημέρες.
Η Αθήνα οφείλει να είναι έτοιμη για όλα τα ενδεχόμενα, κάτι που δεν μπορεί να συμβεί, εάν συνεχίσει να ακολουθεί αυτήν την ανούσια και χωρίς περιεχόμενο κατευναστική πολιτική έναντι της Άγκυρας…

ΤΟ ΠΑΡΟΝ