Απ. Αποστόλου στο “Π”: Κράτος: Το αναγκαίο κακό;

Απ. Αποστόλου στο “Π”: Κράτος: Το αναγκαίο κακό;

Του
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Καθηγητή Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας


Πέριξ του κράτους έχουν αναπτυχθεί ποικίλες ψαλμουδιές και πολλές χρυσοκοντυλογραμμένες θεωρίες. Έχουν παρελάσει ψέματα τύπου Μινχάουζεν, σκονισμένοι μύθοι και κουρελιασμένα άσματα. Τι ισχύει όμως; Η πολιτική επιστήμη και η πολιτική ανθρωπολογία, με έναν ίλιγγο ψευδοπρωτοποριακής ακροβασίας, φάλτσαραν πολλές φορές στα όρια της αναλυτικής αυθάδειας και πεζολάτησαν σε απίστευτες θεωρητικές επιτηδεύσεις αναφορικά με το κράτος και τους καλπασμούς της εξουσίας.

Εξουσιόφρονες και κρατισμός
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο γερμανός κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ καθρεφτίζει και γυαλιστροκοπά το κράτος στο μονοπώλιο της χρήσης βίας και της άσκησης του κοινωνικού ελέγχου. Το κράτος διακατέχεται από μια έννοια γένους, θα μας πει ο Βέμπερ, και καλύπτει ολόκληρο το κοινωνικό σύστημα, εκπροσωπεί στενά πολιτικά και ταξικά συμφέροντα και συγκαλύπτει κρυφές δυνάμεις διαχείρισης. Ταυτόχρονα, νομοθετεί, στη φλογερή πίστη του ενιαίου, και εκδίδει το δελτίο των θεσμών. Αναφέρεται, μάλιστα, ο Βέμπερ στα σκοτεινά χαρακώματα της βίας, λέγοντας ότι «κάθε κράτος στηρίζεται στη βία, έτσι όπως το έχει αντιληφθεί ο Τρότσκυ στο Μπρεστ-Λιτόφσκ, και αυτό είναι πραγματικά σωστό». Με άλλα λόγια, το κράτος μεγαλώνει μαζί με τον τρόμο και τον πανικό. Και συνεχίζει ο σημαιοφόρος των στενοκέφαλων Κεντροευρωπαίων Μαξ Βέμπερ: «Αν δεν υπήρχε κανένας κοινωνικός θεσμός που να αναγνωρίζει τη χρήση της βίας, η έννοια του κράτους δεν θα υπήρχε και τότε θα είχαμε μια κατάσταση αναρχίας, με το ιδιαίτερο νόημα που έχει αυτή η λέξη. Εννοείται ότι η βία δεν είναι το επιθυμητό ή το μόνο μέσο του κράτους –κανένας δεν το ισχυρίζεται αυτό– αλλά αποτελεί ένα μέσον που αποτελεί την ουσία του κράτους». Σύμφωνα, λοιπόν με τον Μαξ Βέμπερ, είμαστε, είτε το θέλουμε είτε όχι, συνεπιβάτες της βίας, «το κράτος κατέχει το μονοπώλιο της νόμιμης βίας». Η βία νομιμοποιείται και ουσιώνεται μέσα από το κράτος, ενώ παράλληλα κηδεύεται η οποιαδήποτε προσπάθεια που μάχεται τη βία. Σαφώς και δεν πρόκειται για ένα πυρετικό παραλήρημα του Μαξ Βέμπερ, αλλά ακουμπά όλη αυτή η άποψη σε μια δυτική αντίληψη με τις θρηνητικές μεγαλοψαλμωδίες της, που πολλοί ευκαιριακοί θαμώνες του δυτικού κρατισμού τις αναπαράγουν με μεγάλη ευκολία και φανατική εικονοκλασία.

Το μακροπαράδοτο θερμοκήπιο της πολιτικής σκέψης στην Ευρώπη έβλεπε το κράτος ως συμφέροντα ατομικισμού (βλέπετε, ο ατομικισμός της «χαμοσερνάμενης» υποκειμενικότητας στη δυτική φιλοσοφία γίνεται το μότο της συγκεκαλυμμένης δικτατορίας), τα οποία συμπλέουν με την αλληλεγγύη της ελεεινολόγησης. Το παραπάνω σκεπτικό περί κράτους εκφράζει ο Χέγκελ, μπερδεμένος από κοινωνικές θεολογίες που ταξίδευαν στα σύννεφα της γερμανικής κουλτούρας. Σκέψεις που ήταν απόρροια του μεσαιωνικού φόβου, ενώ, όπως γράφει ο Γεράσιμος Κακλαμάνης, «αυτός ο φόβος φαίνεται πολύ στις γκαργουίγ (οι τερατόμορφες υδρορροές των καθεδρικών ναών), μέσω των οποίων εκαλλιεργείτο στον λαό». Για τον Χέγκελ, η οικογένεια και το κράτος αποτελούν σχέσεις οι οποίες διαμορφώνουν τους παράγοντες της κοινωνίας. Κάπου εκεί συναντούνται Χέγκελ, Μαρξ και Ένγκελς («Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους», 1884). Οι ιεροκήρυκες του κράτους έστρωσαν το κόκκινο χαλί για να περπατήσει η πύρινη ορθότητα του κρατισμού και ο οψίπλουτος νεοθετικισμός. Το κράτος αντικαθιστά τον Θεό και η θεοληψία θα βασανίσει πολλούς και για πολλά έτη σκότους. Ωστόσο, ο Ένγκελς αφήνει υπονοούμενα για τον κρατικό πειθιατισμό (μονομανία), χρωματίζοντας την καθεστωτική βαρβαρότητά του. Γράφει: «Το κράτος λοιπόν δεν υπάρχει από καταβολής κόσμου. Υπήρξαν κοινωνίες που τα κατάφεραν χωρίς αυτό και οι οποίες δεν είχαν ιδέα για κράτος και κρατική εξουσία. Σ’ ένα ορισμένο στάδιο της οικονομικής εξέλιξης, που αναγκαστικά είναι συνδεδεμένη με την εφαρμογή της κοινωνίας σε τάξεις, το κράτος έγινε απαραίτητο εργαλείο εξαιτίας αυτής της διάσπασης…». Εδώ υπάρχει ήδη μια πρώτη ρωγμή στο απόρθητο μετερίζι της αθεράπευτης ιδεοληψίας που διατείνεται ότι το κράτος είναι ο πατερούλης της κοινωνικής ισορροπίας.

Θεσμοί και κράτος
Ο Τόμας Χομπς δεν διαθέτει τη μικρόπρεπη στενοκεφαλιά και τους τενεκεδένιους μονότονους παιάνες αναφορικά με το κράτος, αλλά ακολουθεί μια ιδεοτυπική ανάλυση που τίθεται κάτω από τον ελεφαντισμό των θεσμών. Το κράτος δεν αποτελεί φορέα δύναμης και κυριαρχίας, αλλά αποτελεί θεσμό με συγκεκριμένες λειτουργίες. Θα γράψει λοιπόν ο Τόμας Χομπς: «Είναι μια πραγματική συναίνεση όλων σ’ ένα ενιαίο πρόσωπο, που πραγματοποιήθηκε με σύμβαση του καθενός με τον καθένα, σύμβαση που έγινε με τέτοιο τρόπο ως εάν να είπε ο ένας άνθρωπος στον άλλον: εξουσιοδοτώ και αναθέτω το δικαίωμα να κυβερνώ τον εαυτό μου, με αυτόν τον άνθρωπο ή με αυτή τη συνέλευση ανθρώπων, με τον όρο ότι και εσύ θα αναθέσεις το δικαίωμα σου σ’ αυτόν και να τον εξουσιοδοτήσεις με τον ίδιο τρόπο για όλες τις πράξεις σου…». Στον άγγλο φιλόσοφο βλέπουμε όλη εκείνη τη σκέψη περί κράτους που γίνεται δόγμα σήμερα και στήνει τα σταυρωμένα φεγγάρια της δημοκρατίας. Δεν είναι πολύ μακριά από αυτήν την άποψη ο Λοκ και επίσης ο Νίκος Πουλαντζάς, όταν ο τελευταίος θεωρεί το κράτος «θεσμοθετημένο εξάρτημα του κοινωνικού». Πόσο ισχυρή, όμως, είναι η άποψη ότι το κράτος αποτελεί έναν θεσμικό μηχανισμό; Και πόσο δημοκρατικό είναι να βρίσκεται ένα κράτος κάτω από την ομπρέλα των θεσμών, οι οποίοι είναι δυσλειτουργικοί; Οι θεσμοί είναι μια σύμβαση της αφαίρεσης, κάτι που φαίνεται να ξεχνούν οι πολιούχοι της θεσμολαχνείας. Και αυτό γιατί οι θεσμοί υποτάσσουν την κοινωνική τους λειτουργία σε συμφέροντα αυτοσκοπών ή σε συμφέροντα πολιτικοοικονομικής αυτοτέλειας. Με αποτέλεσμα ή να χάνουν την κοινωνική τους αποστολή και να εντάσσονται σε εξωθεσμικά όργανα ή να αυτονομούνται τόσο, που καθίστανται υπερεξουσίες, απρόσωποι διοικητικοί μηχανισμοί, με αυτοπαραγώμενη αδιάλυτη δύναμη. Οι θεσμοί συντηρούν και οργανώνουν τόσο την κορυφή όσο και το corpus (το σώμα) του συστήματος. Συντηρούν, δηλαδή, τις επίλεκτες ομάδες (κορυφή) και το εξουσιαστικό – ιεραρχικό σύστημα (corpus / σώμα). Παράλληλα με τον φονξιοναλισμό τους (ο φονξιοναλισμός είναι ένας δόκιμος θετικισμός), οι θεσμοί εμπίπτουν σε μια ακολουθία πέρα από κάθε αρχή και μετά από κάθε τέλος. Επιπλέον, οι θεσμοί επιτάσσουν μια εκτέλεση ότι τα πάντα πρέπει να μείνουν αιχμάλωτα στη σφαίρα της μουγκής αλλά λειτουργικής διεκπεραίωσης. Ωστόσο, οι υποκλινέστατοι εραστές των θεσμών απέφυγαν να εξετάσουν τέτοιες προβληματικές ως συνεπείς μεταφυσικοί ουμανιστές των θεσμών.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ