
Απ. Αποστόλου στο “Π”: Η πολιτική ως γκροτέσκο θέαμα
Του
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Καθηγητή Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας
Ο Σβάρτσεμπεργκ, το 1977, έγραψε ένα σπουδαίο βιβλίο με τίτλο «Κράτος Θέαμα» (L’État spectacle), σημειώνοντας ότι η γλώσσα της πολιτικής έχει σαφέστατα δεχθεί την επιρροή από τη γλώσσα του θεάτρου. Η πολιτική πλέον έχει ενταχθεί σε αυτό που αποκαλείται «προσωποποίηση της εξουσίας» (personnalisation de pouvoir), όπου η κίνηση, ο λόγος, οι συναισθηματικές διαμορφώσεις σκηνοθετούνται στην έκφραση της θεατρικότητας. Η πολιτική άλλοτε είχε ιδέες και «βεριτάμπλ» πρόσωπα, έγραφε ο Σβάρτσεμπεργκ, σήμερα έχει μόνο χαρακτήρες.
Η εικόνα των πολιτικών καλύπτεται πλέον από μια επίπλαστη εκφραστικότητα. Η παρουσία τους αποτελεί ένα αποτέλεσμα τεχνητής και επιφανειακής σύνθεσης, όπως έλεγε ο Ντάριο Φο. Το παιχνίδι των εντάσεων και των χαλαρώσεων, των συναισθηματικών διαμορφώσεων, όλα σκηνοθετούνται. Ο Σβάρτσεμπεργκ αναφέρει ως παράδειγμα τον Ντε Γκολ και την προσαρμογή της εικόνας του στα μοντέλα της ηθοποιίας. Ενώ ο κοινωνιολόγος Ρίτσαρντ Μέρελμαν, το 1969, συνέδεσε το θέατρο με την πολιτική, ταυτίζοντάς τα. Ο θεατρικός συγγραφέας Όλιβερ Μάγιερ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας και καλλιτεχνικός διευθυντής των Universal Studios, τόνιζε, το 2016, ότι η εκπαίδευση του επαγγελματία του θεάτρου αναγκαστικά θα πρέπει να περνάει και από πολιτική εκπαίδευση και αυτό γιατί η πολιτική σήμερα αποτελεί την πιο τέλεια υποκριτική τέχνη, τη διαδικασία μεταξύ δράσης – αντίδρασης – απεύθυνσης – επικοινωνίας.
Ο θεατρινισμός, ως θέαμα της εξουσίας, διαθέτει μια μακρά πορεία. Ας θυμηθούμε τον Μάρκο Αυρήλιο, ο οποίος προκαλούσε τη θλίψη των ρωμαίων στρατιών, όταν τον έβλεπαν μακιγιαρισμένο να επιθεωρεί τα στρατεύματά του. Το ίδιο συνέβαινε και με τον κινέζο αυτοκράτορα Jianzi, του κινεζικού κράτους Zhao. Τον θεατρινισμό αγάπησαν τόσο ο βασιλιάς της Ιταλίας Βιτόριο Εμμανουέλε όσο και ο Χίτλερ, καθώς έκαναν επιμελημένο μακιγιάζ. Ο Μουσολίνι κάποτε δεν έκρυψε τα γέλια του, όταν σε μια συνάντησή του με τον Χίτλερ τον αντίκρισε με ένα κίτρινο αδιάβροχο και με ένα γκρίζο τσόχινο καπέλο, ο οποίος έμοιαζε, όπως έλεγε σε συνεργάτες του, με υδραυλικό. Η εμφάνιση αποτελούσε για τους πολιτικούς το σημαίνον της προσωπικής παρουσίας και το σημαίνον της προσωπικής τους διαφοράς. Για παράδειγμα, μεγάλα καπέλα φορούσαν οι Τσόρτσιλ και Νίξον, και οι δύο όμως αντέγραφαν τα καπέλα του Μέτερνιχ. Ο Μέτερνιχ, θέλοντας να δείξει τη δύναμή του, φορούσε μεγάλα καπέλα, τα οποία λειτουργούσαν ως φετίχ δύναμης.
Η πολιτική εξουσία, για να διατηρήσει το κύκλωμα «αρχή (εξουσία) – κοινωνία – ζωή», εφηύρε την ενοποιημένη πρακτική που καλείται θέαμα. Το θέαμα χρησιμοποιήθηκε ως ενοποιημένη πρακτική της ζωής. Έτσι, το θέαμα ανέλαβε να συντηρήσει τον «ψυχολογισμό» των μαζών, χειραγωγώντας τις επιθυμίες αλλά και τις φαντασιακές σχέσεις των πολιτών, εκτονώνοντας έτσι τις όποιες αντιδράσεις τους προς την εξουσία.
Ακόμη και οι θεσμοί, οι οποίοι αποτελούσαν το συμβολικό σύστημα της εξουσίας. έγιναν λαϊκό θέαμα. Αρκεί να δει κανείς εκείνο που συνέβαινε στην Αγγλία. Το πολιτικό θέαμα στην Αγγλία δεν περιοριζόταν μόνο στις θεαματικές εκδηλώσεις του παλατιού αλλά και στις δίκες, που εξελίσσονταν σε λαϊκά θεάματα. Το μεγάλο πάθος των Άγγλων κατά τη διάρκεια της ελισαβετιανής εποχής ήταν οι δίκες που πήραν τη μορφή των λαϊκών θεαμάτων. Δίκες που έκλεβαν τη θεαματικότητα από όλα τα θεάματα της εποχής. Εκτιμάται, μάλιστα, ότι στο τέλος της βασιλείας της Ελισάβετ πραγματοποιήθηκαν περίπου ένα εκατομμύριο δίκες που ενέπλεξαν τέσσερα εκατομμύρια αντίδικους. Μάλιστα υπήρχαν δημόσιες δίκες-θεάματα, οι οποίες ασκούσαν τεράστια γοητεία στα πλήθη που συνέρρεαν για να τις παρακολουθήσουν.
Το θέαμα δεν αντανακλά απλώς και μόνο το αναπαραστατικό, αλλά δομεί τα συμφέροντα και μοιράζει εξουσίες. Και όπως πολύ σωστά διατύπωνε ο Γκι Ντεμπόρ, το ενσωματωμένο θεαματικό δεν αφήνει πλέον να του διαφύγει κανένα τμήμα της κοινωνίας. Το θέαμα δημιουργεί ένα διαρκές παρόν, όπου η συνεχής επανάληψή του εξαφανίζει κάθε ιστορική μνήμη. Στο ενσωματωμένο θεαματικό εντάσσεται και η θεαματική δημοκρατία, που εμφανίζεται ειδυλλιακή, αλλά μόνο στη θεαματικότητά της και στους ρόλους των πολιτικών προσώπων. Η δημοκρατία έχει μεταβιβάσει τις αρχές της στο θέαμα και ειδικότερα στις αρχές της τηλοψίας. Σήμερα, όλα παραχωρούνται στις αρχές της μιντιακής πραγματικότητας. Έτσι, η αυτοπροσωπογραφία της εξουσίας διυλίζεται στο θέαμα. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πλέον την εξουσία, και αυτό γιατί αμφισβητώντας την εξουσία ουσιαστικά αμφισβητείς το θέαμα που σε τροφοδοτεί με αναπαραστάσεις και ψευδαισθήσεις. Ωστόσο, μέσα από το πολιτικό θέαμα ξεπετάγονται κάποιες φιγούρες, όπως ο αναρχοκαπιταλιστής πρόεδρος της Αργεντινής Χαβιέρ Μιλέι, μια φιγούρα γραφική, στα όρια της διάκλεισης, ή ακόμη ο απίθανος βαυαρός πρωθυπουργός και πολιτικός σόουμαν Μάρκους Ζέντερ, που με τις μεταμφιέσεις του δίνει την εντύπωση ενός τσιρκολάνου, και οι δύο καταστούν το πολιτικό θέαμα φτηνό και θλιβερό γκροτέσκο.
Ο γερμανός κοινωνιολόγος Πίτερ Φουξ έχει πει ότι ο σύγχρονος άνθρωπος δεν αποτελεί πια το «πολιτικό ζώο» του Αριστοτέλη, αλλά ένα πολλαπλάσιο διαιρούμενο θέαμα. Ευυπόληπτοι αγύρτες, ζωηροί παρασημοφορεμένοι τενεκέδες, υποχονδριακές μετριότητες θα μας εξουσιάζουν στη συσσωρευτική λογική της προσαρμογής που καλείται θέαμα. Ο κόσμος πλέον στερεοποιείται στην αποικία του θεάματος.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ