Απ. Αποστόλου στο “Π”: Γιατί δεν υπάρχουν επαναστάτες σήμερα;

Απ. Αποστόλου στο “Π”: Γιατί δεν υπάρχουν επαναστάτες σήμερα;

Του
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Καθηγητή Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας


Ο Μαρσέλ Γκοσέ έβαλε τα πολιτικά πεπραγμένα σε μια τάξη. Στην εποχή του παροξυσμού να υπερασπίζεσαι εκείνο που σου λένε ότι θέλει υποστήριξη, στην εποχή της θετικιστικής επιστημονικής πολιτικής πρακτικής που αποκόπηκε από τον στοχασμό το φιλοσοφείν, αλλά προτάχθηκε η κατευθυνόμενη εξέγερση, ο Μαρσέλ Γκοσέ κατονομάζει τα πράγματα με ακρίβεια.

Τι καλείται σήμερα εξέγερση; Υπάρχει σαν πράξη ελευθερίας και ανεξαρτητοποίησης ή καθηλώνεται σε ντιρεκτίβες προγραμματισμένες από κέντρα εξουσίας; Θα μας πει ο Μαρσέλ Γκοσέ: «Η μεγάλη αβελτηρία των εξεγερμένων, που νομίζουν ότι κατέχουν αυτόν τον τίτλο σαν τίτλο τιμής και ευγενείας, είναι ότι δεν παίρνουν υπόψη τους ότι η εξέγερση έχει γίνει ο κανόνας, η απόλυτη νόρμα. Νομίζουν ότι η εξέγερση είναι η πεμπτουσία του στιλ. Η εξέγερση όμως έχει γίνει το έμβλημα της διαδικασίας διαμόρφωσης του σύγχρονου ατόμου. Η ατομικότητα σήμερα διαμορφώνεται με στοιχεία της ρήξης με όλα όσα παρουσιάζονται ως εξουσία. Αυτό που προκαλεί τρόμο στο σύγχρονο άτομο είναι ο κομφορμισμός. Έτσι λοιπόν αφεντικά παριστάνουν τους ανυπότακτους, οι σταρς εμφανίζονται ως περιθωριακοί, οι διανοούμενοι θέλουν να είναι ανατρεπτικοί. Βρισκόμαστε σε έναν κόσμο γεμάτο εξεγερμένους. Αλλά, όταν όλος ο κόσμος είναι αντικομφορμιστής, ο αντικομφορμισμός είναι ο νέος κομφορμισμός».

Ο Μαρσέλ Γκοσέ επιβεβαιώνει μοναδικές αλήθειες και μας καλεί να καταλάβουμε ότι το σύστημα παίζει με την αλλαγή των κοινωνικών μοντέλων. Με αριστερή κυβέρνηση πας δεξιά. Με αναρχικές συμπεριφορές γίνεται οπαδός της ορθοταξίας της εξέλιξης, και παράλληλα μια «διογκωμένη εκδοχή του αστικού ατομικισμού», όπως έγραφε ο αναρχικός Φίλιπο Τουράτι. Υπάρχει μια γοητεία του επαναστατικού συμβόλου σήμερα, η οποία λειτουργεί παραπλανητικά. Γι’ αυτήν τη γοητεία του συμβόλου της ειρωνείας μίλησε πρώτος ο Αμαντέο Μπορντίγκα, ιδρυτής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, όταν είπε ότι «ο αντιφασισμός είναι φασισμός». Επίσης, ο συγγραφέας που έγραψε όσο λίγοι κατά του φασισμού, ο Λεονάρντο Σάσια, θα υποστηρίξει: «Πιο όμορφο δείγμα φασισμού που μπορεί κάποιος να συναντήσει, είναι αυτό του σημερινού αποκλειστικού μαχητικού αντιφασίστα, που χαρακτηρίζει φασίστες αυτούς που δεν ταυτίζονται μαζί του».

Αλλά και ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, σε συνέντευξή του στις 26 Δεκεμβρίου του 1974, μας έλεγε: «Αυτό που σήμερα αποκαλούν αντιφασισμό, είτε είναι προϊόν ηλιθιότητας, είτε καλύπτεται από περίσσια υποκρισία και επιτήδευση. Γιατί δίνει μάχη ή προσποιείται ότι δίνει μάχη, με ένα νεκρό και θαμμένο φαινόμενο, ένα αρχαιολογικό γεγονός, που δεν μπορεί να κάνει κανέναν να φοβάται πια». Βαθιά υποψιασμένος ο Πιερ Πάολο Παζολίνι για το επερχόμενο μέλλον της παγκοσμιοποίησης και τα αθέατα αφεντικά της, για τα κατασκευασμένα εγκεφαλικά θεωρήματα, τις ρεφορμιστικές ουτοπίες και τις φορμαλιστικές σοφιστείες, ξεγυμνώνει τους «αυτοπροσδιοριζόμενους» αντιφασίστες με τις ληγμένες σκέψεις τους, που τις καταθέτουν στην αγορά της πολιτικής εμπορίας, ως ντίλερ. Τελικά, μήπως οι προοδευτικές φλυαρίες αποτελούν ένα ακόμη vibrato διακύμανσης στην πολιτική ηχορύπανση της αγελαίας συναλλαγής μας;

Σε επιστολή του, μάλιστα, προς τον Αλμπέρτο Μοράβια το 1973, ο Παζολίνι έγραφε: «Αναρωτιέμαι, αγαπητέ Αλμπέρτο, αν αυτός ο θυμωμένος αντιφασισμός βρίσκει σήμερα διέξοδο με τελειωμένο τον φασισμό, κάποια εκτόνωση στις πλατείες και δεν αποτελεί κατά βάθος παρά ένα όπλο αποπροσανατολισμού που χρησιμοποιεί η άρχουσα τάξη σε βάρος των φοιτητών και των εργαζομένων για να περιορίσει την αμφισβήτηση. Και επίσης για να ωθηθούν οι μάζες να πολεμήσουν έναν ανύπαρκτο εχθρό, ενώ ο σύγχρονος καταναλωτισμός έρπει ύπουλα, διεισδύει και διαφθείρει, την ήδη ετοιμοθάνατη κοινωνία μας». Στο ερώτημα «η εξέγερση αποτελούσε πάντα τον μεγάλο βραχίονα της Αριστεράς και ήταν το όπλο της για να ελέγχει τις πολιτικές καταστάσεις;» ο Μαρσέλ Γκοσέ θα μας πει: «Υπήρξε πράγματι και παραμένει για δομικούς λόγους η εξέγερση ως ένα στοιχείο της Αριστεράς. Ποιοι όμως είναι οι αληθινά ανυπότακτοι στην κατεστημένη τάξη στον σύγχρονο κόσμο;».

Το πιο χαρακτηριστικό ρεύμα της εξέγερσης στον σύγχρονο κόσμο ανάγεται στον 19ο αιώνα. Είναι η αντεπαναστατική εξέγερση από τη μια μεριά και η καλλιτεχνική εξέγερση εναντίον της χυδαιότητας και της εμπορευματικής κοινωνίας από την άλλη. Αυτό που παρακολουθούμε την τελευταία περίοδο είναι μια μετάβαση της εξέγερσης από τη Δεξιά στην Αριστερά, που συναρτάται με τα μεγάλα νέα δεδομένα του καιρού μας: την υποχώρηση και έπειτα την έκλειψη της ιδέας της επανάστασης. Και αυτό ξεκινά από μια άρνηση: την άρνηση της προλεταριακής συνθήκης. Χρειαζόταν να πειθαρχηθεί αυτή η εργατική εξέγερση προκειμένου να μετατραπεί από αρνητική δύναμη σε θετική δύναμη.

Έτσι φτάσαμε στην παρακμή της επαναστατικής προοπτικής, και σε νέες μορφές οι οποίες πήραν τη θέση της. Είδαμε τον «αμφισβητία» να προκύπτει από τον Μάη του 1968, έπειτα τον «διαφωνούντα» που στρεφόταν κατά του ολοκληρωτισμού, ύστερα τον «αντιστασιακό» ο οποίος αντιπαλευόταν την παγκοσμιοποίηση. Η μορφή του εξεγερμένου είναι χρονολογικά η τελευταία αυτής της ακολουθίας. «Η εξέγερση είναι από τις μορφές πάλης, αλλά δεν είναι η μοναδική», θα μας πει ο Μαρσέλ Γκοσέ. Είναι μόνο μία από τις όψεις της δημοκρατίας αλλά όχι και η πιο σημαντική. Είναι πράγματι αναγκαίο να αφήνουμε να εκφράζονται όλες οι αντιπολιτεύσεις και όλες οι διαμαρτυρίες –αυτός είναι, εξάλλου, και ο ρόλος της δημοκρατίας–, ακόμη και εκείνες που δεν μας αρέσουν. Αλλά το έργο της δημοκρατίας κατά κύριο λόγο είναι, κατά την άποψη του Μαρσέλ Γκοσέ, η επινόηση απαντήσεων γιατί μπορεί να υπάρχει η διαμαρτυρία, αλλά από την άλλη πλευρά δεν υπάρχει κανένα πρόγραμμα. Αυτό είναι το ζητούμενο που πρέπει να προτάξουμε.

«Ποιος, στα αλήθεια, είναι εξεγερμένος;», θα αναρωτηθεί ο Μαρσέλ Γκοσέ. Είναι κάποιος που νομίζει ότι μπορούμε να επιστρέψουμε σε μια κοινωνία όπως εκείνη του παλαιού προεπαναστατικού καθεστώτος, σε μια κοινωνία συντεχνιακή, οργανική, ιεραρχική, θρησκευτική. Αυτό το είδος είναι πολύ σπάνιο σήμερα και υπάρχει μια σύγχυση. Η σύγχυση οφείλεται στο γεγονός ότι η επανάσταση και η αντίδραση, οι δύο πόλοι που διαμόρφωναν τον δημόσιο χώρο εδώ και δύο αιώνες, έχουν χαθεί. Ο «επαναστάτης» έχει εξαφανιστεί από την πολιτική σκηνή. Ο επαναστάτης είναι πράγματι ένα «πολιτικό ορφανό» και είναι γενικά ικανοποιημένος να διεκδικεί τη διαφωνία του, χωρίς όμως να προτείνει τίποτα. Συχνά το κάνει γυρνώντας την πλάτη στους ανθρώπους και στα λαϊκά στρώματα, τα οποία προφανώς δεν θα είναι ποτέ τόσο επαναστατημένα γι’ αυτόν.

Μήπως, λοιπόν, σήμερα δεν υπάρχει κάποια πολιτική σκηνή που μπορεί να φιλοξενήσει τον επαναστάτη;


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ