Ανοικτή η «Κερκόπορτα» για την είσοδο της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Άμυνα

Ανοικτή η «Κερκόπορτα» για την είσοδο της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Άμυνα

–Σε αδιέξοδο οδηγείται η πολιτική των «ήρεμων νερών» στο Αιγαίο

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Η κυβέρνηση άνοιξε την πόρτα για τη συμμετοχή της Τουρκίας στις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις για εξοπλισμούς και στρώνει τον δρόμο για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Άμυνα, στερώντας έτσι το μοναδικό πλεονέκτημα που είχε η χώρα μας έναντι της επιθετικής τουρκικής πολιτικής: την ιδιότητά της ως μέλους της ΕΕ.

Οι διαδικασίες που ξεκίνησαν με την πρόταση της Κομισιόν για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης, όπου το σημα­ντικότερο εργαλείο θα είναι ο μηχανισμός «SAFE», οδηγούνται μέσω γραφειοκρατικών διαδικασιών και υπό το βάρος των πιέσεων των Ευρωπαίων σε μια φόρμουλα όπου η Ελλάδα δεν θα έχει πλέον αποφασιστικό λόγο για ένα τόσο σημαντικό θέμα, καθώς θα ισχύει η ειδική πλειοψηφία, που παρακάμπτει το βέτο.

Μετά από διαπραγματεύσεις, η Αθήνα αποδέχθηκε τις ρυθμίσεις της Κομισιόν για την υιοθέτηση του κανονισμού «SAFE», παραδεχόμενη ουσιαστικά ότι δεν μπορεί και δεν επιδιώκει να ανατρέψει αυτήν τη δυσμενή για τα ελληνικά συμφέροντα εξέλιξη. Έτσι, η Τουρκία, χωρίς καμία ουσιαστική αντίδραση, βάζει το πόδι της στην Ευρώπη, και μάλιστα στον πιο σημαντικό πυλώνα, αυτόν της Άμυνας.

Η Ελλάδα μέχρι τώρα είχε το πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας, καθώς στο ΝΑΤΟ η Τουρκία ήταν ισότιμος σύμμαχος και είχε δικαίωμα βέτο, αλλά στην ΕΕ, ως υποψήφια χώρα, βρισκόταν εκτός του πυλώνα της Άμυνας. Τώρα διεκδικεί, πλέον, την απόκτηση σημαντικού μεριδίου από τους κρίσιμους ευρωπαϊκούς εξοπλισμούς, οι οποίοι θα χρηματοδοτηθούν από ευρωπαϊκό δανεισμό. Και όλα αυτά χωρίς σαφείς όρους και προϋποθέσεις.

Εφόσον η διαδικασία αυτή ολοκληρωθεί και αρχίσει να υλοποιείται, θα πρόκειται για μια σημαντική νίκη της Τουρκίας, όχι μόνο οικονομική, αλλά, κυρίως, πολιτική. Η τουρκική αμυντική βιομηχανία θα χρηματοδοτείται πλέον με χρήματα των ευρωπαίων φορολογουμένων και συγχρόνως ο Ταγίπ Ερ­ντογάν θα αναδειχθεί σε ισχυρό, ισότιμο συνομιλητή των Ευρωπαίων, προωθώντας μια ειδική σχέση με την ΕΕ, όπου η Τουρκία θα έχει σημαντικά πολιτικά και οικονομικά οφέλη, με τις όποιες υποχρεώσεις της να περιθωριοποιούνται.

Η Αθήνα όφειλε, φυσικά, παρά την πίεση που ασκήθηκε από τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο, το Παρίσι, τη Ρώμη, τη Μαδρίτη, την Πολωνία και τις Βαλτικές Χώρες, να έχει από την πρώτη στιγμή προβάλει την απειλή βέτο στην πρόταση της Κομισιόν, παραπέμποντας στις εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες υποχρεώσεις της Τουρκίας: Άρση του casus belli, σεβασμό των σχέσεων καλής γειτονίας, αναγνώριση της Κύπρου και συμβολή στην επίλυση του Κυπριακού.

Κανείς δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει σοβαρό αντίλογο στο επιχείρημα της Ελλάδας ότι η Τουρκία δεν έχει εκπληρώσει όλα αυτά τα χρόνια τις βασικές δεσμεύσεις που έχει αναλάβει έναντι της ΕΕ και ότι φυσικά δεν μπορεί να θεωρηθεί εταίρος στη συλλογική Ευρωπαϊκή Άμυνα η μοναδική χώρα που απειλεί ευθέως την κυριαρχία ενός κράτους-μέλους, αμφισβητώντας ευρωπαϊκά εδάφη, και συγχρόνως διατηρεί δυνάμεις κατοχής σε ευρωπαϊκό έδαφος.

Η κυβέρνηση επέλεξε να μη… συγκρουστεί με τους εταίρους και έτσι φτάσαμε στο σημείο να εγκρίνεται τώρα ο κανονισμός που αφορά το πρόγραμμα «SAFE» των 150 δισ., το οποίο αφήνει διάπλατη την πόρτα για τη συμμετοχή τουρκικών εταιρειών. Και μπορεί η κυβέρνηση να ισχυρίζεται ότι για το πακέτο του 65% των έργων θα απαιτείται η σύναψη συμφωνίας μεταξύ ΕΕ και οποιασδήποτε τρίτης χώρας, αλλά και σε αυτό το κεφάλαιο θα είναι θέμα ερμηνείας το αν απαιτείται ομοφωνία ή ειδική πλειοψηφία. Για το υπόλοιπο 35% δεν υπάρχει κανένας περιορισμός ό­σον αφορά τη συμμετοχή τουρκικών εταιρειών, και μάλιστα σε σύμπραξη με ευρωπαϊκές εταιρείες.

Η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός έσπευσαν να θυμηθούν το casus belli, χωρίς, βεβαίως, να δηλώσουν επισήμως ότι, αν δεν αρθεί, θα μπλοκάρουν τη διαδικασία, καθώς φαίνεται ότι πλέον έχουν παραδώσει τα κλειδιά στην Κομισιόν.

Όμως, το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής:
Η κυβέρνηση, σχεδόν δυόμισι χρόνια μετά την υπογραφή της Διακήρυξης των Αθηνών και αφού όλο αυτό το διάστημα εκθείαζε την ελληνοτουρκική προσέγγιση, τώρα θυμήθηκε ότι υπάρχει το casus belli; Όταν εδώ και τόσους μήνες έχει συμβάλει στο ξέπλυμα του τουρκικού αναθεωρητισμού και της τουρκικής επιθετικότητας, πώς θα πείσει τώρα τους ευρωπαίους εταίρους ότι δεν πρέπει οι ίδιοι να έχουν αμυντικές σχέσεις με την Τουρκία;

Με την απειλή πολέμου η Τουρκία έχει πετύχει τον στόχο της, αφού η Ελλάδα αυτοπεριορίζεται στην άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της, μην τολμώντας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα έως τα 12 ν.μ. ή να προχωρήσει την έρευνα για το καλώδιο εντός της περιοχής της Ελληνοαιγυπτιακής Συμφωνίας οριοθέτησης της ελληνικής ΑΟΖ, υποκύπτοντας έτσι στις τουρκικές πιέσεις, που οδηγούν στην αδρανοποίηση αυτής της σημαντικής συμφωνίας και στην έμμεση επιβολή του τουρκολιβυκού μνημονίου.

Με τις διαρκείς δηλώσεις για το «καλό κλίμα» και τα «ήρεμα νερά στο Αιγαίο» η κυβέρνηση πέτυχε τελικά να υποβαθμιστεί και σε ευρωπαϊκό επίπεδο η τουρκική απειλή εναντίον μιας χώρας-μέλους, κάτι που αποτελούσε και το σημαντικότερο ελληνικό χαρτί για τη στήριξη της Ευρώπης έναντι της Τουρκίας.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, και ενώ οι απειλές και τα τελεσίγραφα της Τουρκίας μένουν στο τραπέζι, προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι ο ΥΠΕΞ Γιώργος Γεραπετρίτης επιμένει για την πραγματοποίηση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας και τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν, ενώ και ο ίδιος ο πρωθυπουργός –αν και πιο χλιαρά– δήλωσε ότι το Συμβούλιο θα γίνει.

Η συνάντηση αυτή επρόκειτο αρχικά να γίνει στις αρχές του 2025, καθώς στο ΥΠΕΞ προσδοκούσαν ότι οι κ. Γεραπετρίτης και Φιντάν θα πετύχαιναν «πρόοδο» στο σημαντικό θέμα της οριοθέτησης της ΑΟΖ. Φυσικά, αυτές οι προσδοκίες ήταν έωλες, αφού η Τουρκία δεν έδειξε διάθεση αλλαγής τακτικής και στρατηγικής, ουδέποτε και με κανέναν τρόπο. Όμως, ο βολονταρισμός της ηγεσίας του ΥΠΕΞ παγίδευσε και την ελληνική εξωτερική πολιτική. Έτσι, μετά από συνεχείς αναβολές, η ηγεσία του ΥΠΕΞ, ενώ καθόριζε την πραγματοποίηση του ΑΣΣ πριν από το Πάσχα, το μετέθεσε για τον Μάιο και τώρα το τοποθετεί χρονικά για τον Ιούλιο.

Κανείς φυσικά, ούτε στο ΥΠΕΞ ούτε στο Μαξίμου, δεν μπορεί να δώσει απάντηση για το τι ακριβώς θα βρίσκεται στην ατζέντα της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν, ώστε να υπάρξει ουσιαστικός λόγος σύγκλησης του ΑΣΣ και να επιτευχθεί πρόοδος στο μείζον θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Διότι, προφανώς, θα πρόκειται περί κοροϊδίας το να συναντηθούν, μετά από τόσους μήνες, οι δύο ηγέτες για να συζητήσουν τη… διευκόλυνση θεωρήσεων βίζας για τους τούρκους τουρίστες ή για συνεργασία στην πολιτική προστασία, ενώ θα παραμένει το απαγορευτικό της Τουρκίας στην άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας.

Είναι η στιγμή που η κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει, θαρραλέα και με ειλικρίνεια, στην αποτίμηση της διαδικασίας προσέγγισης με την Τουρκία, καθώς από δω και στο εξής το τίμημα για τα δήθεν «ήρεμα νερά» θα είναι εξαιρετικά μεγάλο και εις βάρος των εθνικών συμφερόντων.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ