
Ανάγκη προσαρμογής της στρατηγικής μας στη νέου τύπου τουρκική απειλή – Γράφει ο ΛΑΖΑΡΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΙΔΗΣ
Του
ΛΑΖΑΡΟΥ ΚΑΜΠΟΥΡΙΔΗ*
Αντιστράτηγου ε.α.
Όταν τελείωσε η κρίση στα Ίμια (Ιανουάριος 1996), στην Τουρκία άρχισε μια συζήτηση σε επίπεδο αναλυτών στρατηγικής, οι οποίοι ερμήνευσαν την τουρκική επικράτηση ως απάντηση στις φωνές που ήθελαν την Ελλάδα νικητή σε μια μικρής διάρκειας σύγκρουση στο Αιγαίο, αποδεικνύοντας ότι οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις (ΤΕΔ) διέθεταν τις επιχειρησιακές δυνατότητες να ανταποκριθούν σε σύγκρουση εναντίον των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, είτε αυτή αφορούσε ένα μικρό επεισόδιο είτε μια γενικευμένη σύγκρουση.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, εφαρμόστηκαν στην Τουρκία δύο προγράμματα αναδόμησης των ΤΕΔ, τα έτη 2004 και 2014, με ορίζοντα δεκαετίας για το πρώτο και δεκαπενταετίας για το δεύτερο, ενώ, αντίστοιχα, προσαρμόστηκαν και τα δόγματα και η στρατιωτική στρατηγική της Τουρκίας. Σε εφαρμογή αυτών, δρομολογήθηκαν σημαντικά προγράμματα εξοπλισμού των ΤΕΔ, τα οποία αποσκοπούσαν στην επιβολή της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο και στην αντιμετώπιση της ελληνικής πολεμικής μηχανής, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και χρονική διάρκεια σύγκρουσης, δηλαδή, θερμό επεισόδιο ή / και πολεμική γενικευμένη σύρραξη. Φυσικά, αυτό αφορούσε και την ενίσχυση του τουρκικού 11ου Σώματος Στρατού στην Κύπρο, η αναβάθμιση της δύναμης του οποίου συνεχίζεται.
Ειδικά το τελευταίο έτος, η Τουρκία έχει ανακοινώσει τη δημιουργία νέων βάσεων και στρατιωτικών διοικήσεων, από τα Δαρδανέλια στο Βόρειο Αιγαίο μέχρι και το Χατάι στην Ανατολική Μεσόγειο, αυξάνοντας τις επιχειρησιακές δυνατότητες των ΤΕΔ για επιθετική – αποβατική ενέργεια στην ελληνική Θράκη, στα νησιά του Αιγαίου και στην Κύπρο, εστιάζοντας σε δυνατότητες άμεσου, ολομέτωπου πλήγματος.
Την τελευταία πενταετία, η Τουρκία εισήγαγε τη χρήση των εξοπλισμένων Μη Επανδρωμένων Αεροχημάτων (ΜΕΑ) ως ρυθμιστικό παράγοντα έκβασης των επιχειρήσεων, αφού προηγουμένως τα δοκίμασε στις επιχειρήσεις στη Συρία, την περίοδο 2016 – 2019, αλλά και στο Ιράκ. Επιπρόσθετα, η Τουρκία άλλαξε τον ρου των επιχειρησιακών εξελίξεων στη Λιβύη αλλά και στο Αρτσάχ / Ναγκόρνο Καραμπάχ κάνοντας χρήση των εξοπλισμένων ΜΕΑ.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ρ. Τ. Ερντογάν καυχήθηκε στις 29 Μαΐου, στην ομιλία του για την ημέρα της επετείου Αλώσεως της Κωνσταντινούπολης, λέγοντας ότι «ο Μωάμεθ ο πορθητής άλλαξε τον ρου της ιστορίας, αλλά η Τουρκία, με τη χρήση των εξοπλισμένων ΜΕΑ, αλλάζει το δόγμα του πολέμου».
Η τελευταία σύγκρουση Ινδίας – Πακιστάν μας έδωσε ένα άλλο δείγμα του πολύ σημαντικού ρόλου που μπορούν να διαδραματίσουν οι μαζικές χρήσεις εξοπλισμένων ΜΕΑ στις συγκρούσεις που επιδιώκουν ένα γρήγορο, καθοριστικό πλήγμα, κάτι το οποίο παραπέμπει και στις τουρκικές επιδιώξεις στο Αιγαίο αλλά και στην Κύπρο.
Εξάλλου, η επιλογή του χρόνου και της γεωγραφικής έκτασης της σύγκρουσης ανήκει στη βούληση του επιτιθέμενου, ενώ στον αμυνόμενο ανήκει η απόφαση της επιλογής της πιθανής διεύρυνσης του μετώπου αλλά και της διάρκειας της σύγκρουσης. Η Τουρκία, ως επιτιθέμενη πλευρά, μας δείχνει σχεδόν καθημερινά ότι είναι έτοιμη για κάθε τύπο σύγκρουσης, ακόμη και για επιχειρήσεις με υβριδικά χαρακτηριστικά.
Όμως, η ουκρανική επιχείρηση «Ιστός της Αράχνης» εναντίον της Ρωσίας αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της σημασίας των εξοπλισμένων ΜΕΑ καθώς και των καμικάζι μίνι drones, προσδίδοντας και έναν υβριδικό χαρακτήρα σε μια ενδεχόμενη σύγκρουση.
Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν στον γεωπολιτικό περίγυρο, με τις ΤΕΔ να έχουν προσαρμόσει τη χρήση των ΜΕΑ στα νέα στους δόγματα καθώς και στην στρατηγική – τακτική τους, να εξοπλίζουν το στράτευμα με νέα οπλικά συστήματα και να συνεχίζουν τη δημιουργία αεροπορικών και ναυτικών βάσεων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, στην Ελλάδα αρκούμαστε στο κλισέ «εμείς αγοράζουμε Rafale και Belharra», λες και αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να αναχαιτίσουμε την τουρκική επιθετικότητα. Πρόκειται για ένα επικίνδυνο στερεότυπο που εμφανίζεται στον δημόσιο λόγο, το οποίο όμως αποπροσανατολίζει από τον ουσιαστικό στόχο, που θα έπρεπε να είναι η σωστή ανάλυση – εκτίμηση της νέας διάστασης της τουρκικής απειλής και η επικέντρωση στη στρατηγική – τακτική και στα μέσα για την αντιμετώπισή της.
Σε μια περίοδο κατά την οποία η Τουρκία πραγματοποιεί άλματα στην αμυντική βιομηχανία και ιδιαίτερα σε θέματα που έχουν σχέση με επιθετικές – αποβατικές επιχειρήσεις κατάληψης νησιών, ενώ παράλληλα ενισχύεται η γεωπολιτική της θέση και μάλιστα στους κόλπους της Δύσης, η οποία αποτελεί παραδοσιακό μας αντέρεισμα εναντίον της τουρκικής απειλής, εμείς αρκούμαστε σε κλισέ με σκοπό την ωραιοποίηση της κατάστασης.
Χωρίς να αμφισβητείται το γενναίο εξοπλιστικό μας πρόγραμμα, το οποίο δρομολογήθηκε τα τελευταία χρόνια, απαιτείται ρεαλιστική προσέγγιση, κοιτώντας την απειλή κατάματα, μέσα από επιτάχυνση των εξοπλιστικών μας προγραμμάτων, αύξηση του στελεχιακού δυναμικού των Ενόπλων μας Δυνάμεων με σκοπό την αντιμετώπιση της νέου τύπου τουρκικής απειλής, η οποία εστιάζει σε μαζικό, ολομέτωπο πλήγμα με υβριδικά χαρακτηριστικά. Επιπλέον, θα πρέπει να ενισχύσουμε τις συμμαχίες μας με χώρες των οποίων τα συμφέροντα και οι επιδιώξεις συγκρούονται με τα φιλόδοξα οράματα του Ερντογάν. Οι σύμμαχοί μας επιθυμούν μια ισχυρή Ελλάδα, η οποία επιδεικνύει βούληση να υπερασπιστεί την εθνική της κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα αλλά και τις διμερείς συμφωνίες.
Η Τουρκία, παρά τις προσπάθειές της να βελτιώσει τις σχέσεις της με χώρες της περιοχής αλλά και της Δύσης και παρά τις ευνοϊκές συγκυρίες, οι οποίες αποδίδονται στο σαφές, ευδιάκριτο γεωπολιτικό της αποτύπωμα, το οποίο της αποφέρει τη γεωπολιτική της αναβάθμιση, δεν θα αργήσει να εισπράξει την αποστροφή των ισχυρών δρώντων και άλλων δυνάμεων της περιοχής, λόγω της λαίμαργης και διεισδυτικής πολιτικής που ασκεί εις βάρος χωρών του στενότερου και του ευρύτερου γεωπολιτικού ορίζοντα.
* Ο Αντιστράτηγος ε.α. Λάζαρος Καμπουρίδης είναι Απόφοιτος της Σχολής Εθνικής Άμυνας, Κάτοχος MBA από το Nottingham Trend University, Πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ και υποψήφιος Διδάκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου, ενώ διετέλεσε Μέλος της Ελληνικής Διπλωματικής Αντιπροσωπείας στην Κωνσταντινούπολη την περίοδο 1995 – 1999, Ακόλουθος Άμυνας στην Ελληνική Πρεσβεία στην Άγκυρα, με παράλληλη διαπίστευση στο Μπακού, την περίοδο 2013 – 2017. Είναι συνεργάτης του αμερικανικού ινστιτούτου αναλύσεων «Defense & Foreign Affairs». Αποστρατεύθηκε τον Μάρτιο του 2022.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ