Ο Ερντογάν εκμεταλλεύεται την κατευναστική πολιτική της Ελλάδος για να την παρασύρει σε διάλογο πάνω στις Τουρκικές διεκδικήσεις
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Λίγες μέρες πριν από την αναμενόμενη συνάντηση στην Άγκυρα με τον έλληνα πρωθυπουργό, ο Τούρκος Πρόεδρος εξήγγειλε επισήμως τη μετατροπή της Μονής της Χώρας σε τζαμί. Η Μονή της Χώρας είναι αμέσως μετά την Αγία Σοφία το σημαντικότερο Βυζαντινό μνημείο στην Κωνσταντινούπολη. Τα μωσαϊκά και οι τοιχογραφίες της είναι πραγματικά αριστουργήματα. Η UNESCO την ανεκήρυξε γι’ αυτό σε μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ο Ερντογάν, μετά το ανοσιούργημα της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, έσπευσε να επιφυλάξει και στη Μονή της Χώρας την ίδια τύχη, σε μια περίοδο μάλιστα που, υποτίθεται, ότι διεξάγεται διερευνητικός διάλογος για τη βελτίωση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων και την ενδεχόμενη επίλυση των υπαρχόντων προβλημάτων.
Η Ελληνική αντίδραση υπήρξε, όπως και στην περίπτωση της Αγίας Σοφίας, χλωμή, με το επιχείρημα ότι δεν πρέπει αυτό να γίνει αιτία για τη διακοπή του υπάρχοντος διαλόγου και της σχετικής υφέσεως στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Προβάλλεται όμως κατά κόρον και ένα άλλο επιχείρημα. Το γεγονός ότι η Μονή της Χώρας, όπως και η Αγία Σοφία, είναι μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Προφανώς είναι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα μνημεία αυτά δεν είναι, κατά πρώτο λόγο, Ελληνικά, αριστουργηματικά δείγματα του Βυζαντινού πολιτισμού, τα οποία η Ελλάδα πρέπει να υπερασπίζεται ως αναπόσπαστο μέρος της εθνικής πολιτιστικής της κληρονομιάς.
Ποια ήταν όμως η σχετική δήλωση του έλληνα πρωθυπουργού; Χαρακτήρισε απλώς ως «αχρείαστη» την κίνηση Ερντογάν και προσέθεσε ότι θα διαμαρτυρηθεί σ’ αυτόν κατά την προσεχή συνάντησή τους, την οποία δεν θεώρησε σκόπιμο ούτε να ακυρώσει ούτε να αναβάλει.
Η μετατροπή όμως της Μονής της Χώρας σε τζαμί είναι το κερασάκι στην τούρτα της πολιτικής Ερντογάν. Ξεσήκωσε προηγουμένως μεγάλο θόρυβο για τα σχεδιαζόμενα δύο θαλάσσια Ελληνικά πάρκα στο Αιγαίο και στο Ιόνιο. Απαιτεί ρόλο και «ίσα» δικαιώματα ακόμη και για τα θαλάσσια πάρκα. Επανέφερε επίσης προκλητικά το ιδεολόγημα της Γαλάζιας Πατρίδας και, για να στείλει το μήνυμα ότι ο στόχος αυτός είναι αμετάκλητος, εισήγαγε τη διδασκαλία της Γαλάζιας Πατρίδας στα Τουρκικά σχολεία. Οι νέες γενιές θα διδάσκονται έτσι ότι αυτή είναι ο εθνικός στόχος, από τον οποίο δεν επιτρέπεται καμία υποχώρηση.
Στο ίδιο πνεύμα, η Άγκυρα δέσμευσε επί μήνες το κέντρο του Αιγαίου για τη διεξαγωγή της τουρκικής ασκήσεως «Θαλασσόλυκος». Η Ελληνική φοβία να ανακηρύξει την επέκταση των χωρικών της υδάτων σε 12 μίλια, όπως έχει δικαίωμα, με βάση το διεθνές δίκαιο, αφήνει στην Τουρκική πλευρά το περιθώριο να εγκαθίσταται επί μήνες στο κέντρο του Αιγαίου, μεταξύ των Ελληνικών νησιών, με το πρόσχημα ότι τα νερά αυτά είναι διεθνή και όχι Ελληνικός εθνικός χώρος.
Παραλλήλως, η Άγκυρα δεν περιορίζεται στην προβολή των διεκδικήσεών της. Προετοιμάζεται στρατιωτικά, με στόχο να ανατρέψει τη ναυτική ισορροπία στο Αιγαίο και να στηρίξει δυναμικά τις διεκδικήσεις της από θέση ισχύος. Προγραμματίζει συνεχώς τη ναυπήγηση νέων πολεμικών σκαφών, από φρεγάτες και κορβέτες μέχρι βαρέα αντιτορπιλικά υποβρύχια και ένα δεύτερο ελικοπτεροφόρο.
Η Ελληνική πλευρά αδρανεί, με πρόσχημα τη στενότητα των οικονομικών πόρων. Τα πολεμικά σκάφη όμως δεν ναυπηγούνται από τη μια στιγμή στην άλλη. Η Ελλάδα χρειάζεται πρόσθετες φρεγάτες, κορβέτες και υποβρύχια, τα οποία πρέπει να παραγγελθούν εγκαίρως. Χρειάζεται επίσης παρακολούθηση των νέων ανορθόδοξων συστημάτων ναυτικού πολέμου και έγκαιρη προμήθεια ή κατασκευή τους. Η Ελλάδα πρέπει να αναγάγει σε δόγμα τη ναυτική ισορροπία στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η κατάκτηση ναυτικής υπεροπλίας από την Άγκυρα, σε συνδυασμό με τις Τουρκικές διεκδικήσεις, είναι θανάσιμη απειλή για την Ελλάδα.
Προκαλεί όμως μεγάλη ανησυχία η κατευναστική προσέγγιση από την Ελληνική κυβέρνηση της Τουρκικής πολιτικής. Είναι γνωστή από το παρελθόν η Τουρκική τακτική να επωφελείται από τον λεγόμενο διάλογο για να προβάλλει ως αντικείμενό του τις Τουρκικές διεκδικήσεις και να παρασύρει έτσι την Ελλάδα στην αποδοχή διαλόγου πάνω στις αυθαίρετες αυτές διεκδικήσεις.
Η Άγκυρα καταγράφει ήδη στο ενεργητικό της την αίσια έκβαση, με Ελληνική συγκατάθεση και συνηγορία, δύο μεγάλων θεμάτων που την ενδιέφεραν. Την αποδέσμευση, πρώτον, των Αμερικανικών F-16 και την αναβάθμιση, δεύτερον, της τελωνειακής ενώσεως της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η τελευταία έχει καταλυτική σημασία για τις Τουρκικές εξαγωγές στην Ευρώπη και γενικά για τις Τουρκο-Ευρωπαϊκές οικονομικές σχέσεις. Έχει όμως, ταυτόχρονα, καταστρεπτικές επιπτώσεις στην Ελληνική γεωργία και γενικά στον αγροτο-διατροφικό τομέα.
Τα Τουρκικά προϊόντα είναι πολύ φθηνότερα, λόγω των συνθηκών παραγωγής και του Τουρκικού εθνικού νομίσματος. Λόγω επίσης του γεγονότος ότι τα Τουρκικά προϊόντα δεν υπόκεινται στις αυστηρές Ευρωπαϊκές προδιαγραφές παραγωγής, που ισχύουν για την Ελλάδα.
Ο Ερντογάν διαπιστώνει ότι, με τακτικούς ελιγμούς, μπορεί να έχει ταυτόχρονα τη «φιλία» και τη συνεργασία της Ελλάδος στο διμερές επίπεδο, αλλά και στις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη διατήρηση, αν όχι κλιμάκωση, των Τουρκικών διεκδικήσεων σε βάρος της Ελλάδος.
Η ανισοβαρής αυτή σχέση εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους για την Ελλάδα. Πρώτον, γιατί καλλιεργεί ένα κλίμα δήθεν υφέσεως, που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το κλίμα αυτό δημιουργεί αυταπάτες, υποβιβάζει την ανάγκη ετοιμότητας και επαγρυπνήσεως και επηρεάζει αρνητικά την αμυντική προσπάθεια και το επείγον αυτής της προσπάθειας. Δεύτερον, γιατί υποβοηθά τη διεθνή ενίσχυση της Τουρκίας, που τελικά είναι σε βάρος της Ελλάδος, εφόσον η Άγκυρα δεν έχει καμία πρόθεση να παραιτηθεί από τις διεκδικήσεις της.
Η πολιτική αυτή είναι προφανής στο Αιγαίο, αλλά και στο Κυπριακό, όπου η Άγκυρα επιδιώκει απροκάλυπτα «λύση» δύο κρατών. Η σημερινή κυβέρνηση αντί να αντιτάξει ένα ενιαίο μέτωπο με την Κύπρο, καταγγέλλοντας σταθερά την Τουρκική κατοχή, αποστασιοποιείται ευσχήμως και βλέπει Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά υποβαθμίζει διπλωματικά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Η χονδροειδής και απαράδεκτη επίσης θέση που υπεστήριξε, προσφάτως, για το Κοσσυφοπέδιο η πρώην υπουργός Εξωτερικών και αδελφή του πρωθυπουργού Ντόρα Μπακογιάννη είναι ένα εύγλωττο δείγμα μιας υποτελούς πολιτικής, που αντιμάχεται ουσιαστικά τα Ελληνικά εθνικά συμφέροντα.
Ένα άλλο δείγμα πολιτικής, που δείχνει με πόση χαλαρότητα αντιμετωπίζεται το θέμα της εθνικής συνοχής της χώρας, είναι το πρόσφατο άνοιγμα στη Θεσσαλονίκη ενός ιστορικού Οθωμανικού τζαμιού για τις ανάγκες των νέων Μουσουλμάνων, που έχουν εισβάλει στη χώρα ως δήθεν «πρόσφυγες». Το άνοιγμα αυτό δημιουργεί προηγούμενο. Μήπως αποτελεί προάγγελο του ανοίγματος των Οθωμανικών τζαμιών σ’ όλη την επικράτεια;
Ο Ελληνικός λαός πρέπει να κινητοποιηθεί κατά της ακολουθούμενης ανεδαφικής κατευναστικής πολιτικής και παραλλήλως να υπερασπίσει την εθνική συνοχή και τον εθνικό χαρακτήρα του κράτους του. Γι’ αυτό αγωνίσθηκαν και έχυσαν το αίμα τους οι ήρωες του 1821.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ