ΥΠΟΣΚΑΠΤΕΙ ΤΟ ΒΕΤΟ ΓΙΑ ΤΑ ΣΚΟΠΙΑ Η ΧΑΓΗ

Το ερώτημα είναι επιβεβλημένο μετά την καθησυχαστική ερμηνεία της αποφάσεως που εκφράσθηκε από την επίσημη Ελληνική πλευρά και κυριάρχησε στα Μέσα Επικοινωνίας.

Τι ακριβώς υποστηρίζει η ερμηνεία αυτή; Ότι, ανεξάρτητα από την ετυμηγορία του Δικαστηρίου, δεν παρακάμπτεται η προϋπόθεση της εξευρέσεως ονομασίας, αμοιβαίως αποδεκτής, για την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ. Προς επικουρίαν της ερμηνείας αυτής, ήρθε η ανακοίνωση του Γ. Γραμματέα του ΝΑΤΟ Ρασμούνσεν ότι δεν αλλάζει η απόφαση του ΝΑΤΟ στη Σύνοδο του Βουκουρεστίου. Ότι δηλαδή αποτελεί προϋπόθεση για την ένταξη των Σκοπίων η προηγούμενη επίλυση του θέματος της ονομασίας. Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε η Σύνοδος υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ στις 7 Δεκεμβρίου και προηγουμένως η απόφαση του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Γιατί όμως τότε έγινε η προσφυγή των Σκοπίων και τι ακριβώς λέει η απόφαση; Εάν τα πράγματα ήταν απλώς έτσι, δεν θα υπήρχε κανένα νόημα στην προσφυγή των Σκοπίων. Η απόφαση όμως του Δικαστηρίου δικαιώνει την προσφυγή τους, σε ό,τι αφορά τις σχετικές πρόνοιες της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, πάνω στην οποία βασίσθηκε η προσφυγή. Ότι δηλαδή, με βάση τη Συμφωνία αυτή, η Ελλάδα δεν έχει το δικαίωμα να εμποδίσει την ένταξη των Σκοπίων σε διεθνείς οργανισμούς.

Το Δικαστήριο, ως επισήμως νομικό όργανο, αποφαίνεται επί των νομικών σημείων. Δεν έχει αρμοδιότητα να αναπτύξει τις πολιτικές συνέπειες που απορρέουν από τη νομική του ερμηνεία ή να προβεί σε πολιτικές υποθέσεις.

Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Ότι δεν μπορεί να αποκλείσει ρητά από την Ελλάδα το δικαίωμά της ν’ ασκήσει βέτο, εφόσον διαπιστώνει ότι η υποχρέωση για τη μη άσκησή του προκύπτει μόνο από την Ενδιάμεση Συμφωνία και από την αυτοδέσμευση της Ελλάδος να μην το ασκήσει. Προφανώς ισχύει αυτό για το Δικαστήριο για όσο παραμένει η Ελλάδα δεσμευμένη από την Ενδιάμεση Συμφωνία.

Δεν υπάρχει επομένως κανένας λόγος ικανοποιήσεως ή πανηγυρισμού, επειδή η απόφαση του Δικαστηρίου δεν απαγορεύει αυτό που δεν μπορεί να απαγορεύσει και το οποίο, τελικά, δεν ετέθη υπό την κρίση του, γιατί είναι πέραν της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.

Αντιθέτως, η σπουδή ακόμη και του ΝΑΤΟ να δηλώσει την προσήλωσή του στην απόφαση της Συνόδου του Βουκουρεστίου, μετά την ανακοίνωση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, προδίδει προμελετημένη και προσυμφωνημένη αντίδραση ώστε ν’ απαλυνθούν οι εντυπώσεις και να προληφθούν ανεπιθύμητες ελληνικές αντιδράσεις, όπως θα ήταν η άμεση καταγγελία της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, η οποία παρέχει τη βάση για τέτοιου είδους διεθνή πλήγματα κατά της Ελλάδος.

Η ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ
ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

Η σύμπτωση επίσης της επισκέψεως του θεωρουμένου ως φιλικά διακείμενου προς την Ελλάδα Αμερικανού Αντιπροέδρου Μπάιντεν, με την ανακοίνωση της αποφάσεως του Διεθνούς Δικαστηρίου, ίσως να μην είναι τόσο τυχαία όσο φαίνεται.

Μέσα στους σημερινούς κλυδωνισμούς που διέρχεται η χώρα από τη λαίλαπα της οικονομικής κρίσεως, το θέμα των Σκοπίων αντιμετωπίζεται ως μη επείγουσα και ως χρόνια προτεραιότητα. Από την Αμερικανική πλευρά όμως υπάρχει σπουδή για «πρόοδο» στο θέμα των Σκοπίων, γιατί συνδέεται με την ολοκλήρωση και οριστική εμπέδωση της νέας ΝΑΤΟϊκής τάξεως στα Βαλκάνια. Η εκκρεμότητα των Σκοπίων, κατά πρώτο λόγο, και του Κοσσυφοπεδίου, κατά δεύτερο λόγο, αποτελούν δύο αγκάθια, δύο προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν το συντομότερο δυνατόν.

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τα Σκόπια, το ζητούμενο από την αμερικανική πλευρά είναι ο έλεγχος των αντιδράσεων της Ελληνικής πλευράς, ώστε να παραμείνει καθηλωμένη στο ισχύον διπλωματικό και διαδικαστικό πλαίσιο, με επίκεντρο την Ενδιάμεση Συμφωνία, και να ποδηγετηθεί σε περαιτέρω υποχωρήσεις ώστε να καταστεί εφικτή μια «λύση» με τα Σκόπια.

Για τον σκοπό αυτό, υποστηρίχθηκε παρασκηνιακά από την αμερικανική πλευρά η προσφυγή των Σκοπίων στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Προεξοφλήθηκε όμως προηγουμένως ότι αυτό δεν θα έφερε ως αντίδραση την καταγγελία της Ενδιάμεσης Συμφωνίας από την Ελλάδα είτε αμέσως μετά την προσφυγή, για να καταστεί αυτή μετέωρη, χωρίς αντικείμενο, είτε μετά την ανακοίνωση της αποφάσεως του Δικαστηρίου.

Προφανώς, με καθηλωμένη την Ελλάδα στην Ενδιάμεση Συμφωνία, το βέτο της στο ΝΑΤΟ και, στη συνέχεια, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υποσκάπτεται και φαλκιδεύεται ως δήθεν «παράνομο», κατά την κρίση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Το διπλωματικό περιθώριο ης Ελλάδος περιορίζεται επομένως ασφυκτικά και παρέχεται έδαφος, τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στην ΕΕ, για την άσκηση σ’ αυτήν πιο έντονων και εκβιαστικών πιέσεων για την «επίλυση» του προβλήματος.

Η ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΣΚΟΠΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΣΥΜΜΑΧΟΥΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΝΤΕ ΦΑΚΤΟ ΛΥΣΕΩΣ
Έχει πλέον κανένα νόημα η συνέχιση από την Ελλάδα της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995, ακόμη και μετά την εκπνοή της προβλεπόμενης επταετούς διάρκειάς της, η οποία έληξε το 2002; Η Συμφωνία παραμένει σιωπηρά σε ισχύ, εφόσον δεν καταγγέλλεται από κανένα από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη και συνεχίζονται οι υποτιθέμενες διαπραγματεύσεις από τον Αμερικανό μεσολαβητή Μάθιου Νίμιτς, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.

Πρώτ’ απ’ όλα όμως, τίθεται το ερώτημα: ποια είναι η αμεροληψία του μεσολαβητή; Ο τελευταίος είναι άνθρωπος της αμερικανικής διπλωματίας και οι ΗΠΑ έσπευσαν ήδη, επί του Προέδρου Μπους του νεωτέρου, να αναγνωρίσουν τα Σκόπια με το όνομα «Μακεδονία». Οι επιφυλάξεις αυτές δεν είναι απλές υποθέσεις. Επιβεβαιώνονται από τις διαδοχικές ετεροβαρείς προτάσεις που έχει ήδη υποβάλει ο Αμερικανός μεσολαβητής.

Μέσ’ απ’ αυτές, ασκούνται πιέσεις στην Ελλάδα να διολισθήσει σταδιακά σε θέσεις που θα ισοδυναμούσαν με αποδοχή των βασικών ιδεολογημάτων των Σκοπίων. Για να δικαιολογηθεί η προσέγγιση αυτή, προβάλλονται δύο κυρίως επιχειρήματα. Ο ισχυρισμός ότι η «Μακεδονική» ταυτότητα είναι η μόνη συγκολλητική ουσία που ενώνει τις διάφορες εθνικές ομάδες, οι οποίες συναποτελούν το κρατίδιο των Σκοπίων και επιτρέπει την επιβίωσή του. Ο ισχυρισμός επίσης ότι είναι «δικαίωμα» των Σκοπίων να αναγνωρίζονται διεθνώς με το «συνταγματικό» τους όνομα και ότι αυτό έχει ήδη γίνει από 120 χώρες και αποτελεί μια πραγματικότητα, την οποία η Ελλάδα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν.

Τα επιχειρήματα αυτά δεν αναιρούν την ουσία, που δημιουργεί πρόβλημα στην Ελλάδα. Το γεγονός ότι το κρατίδιο αυτό θεμελιώνει την ύπαρξη και την «εθνική» του ιδεολογία πάνω σε μια ιστορική πλαστογραφία, σε μια απόπειρα σφετερισμού της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της ελληνικής Μακεδονίας και σε έναν αλυτρωτισμό, που στρέφεται ευθέως κατά της Ελλάδος. Ο τελευταίος δεν μπορεί ούτε ν’ αγνοείται ούτε να υποτιμάται.

Για την «εθνική» ιδεολογία των Σκοπίων, το σημερινό κρατίδιο αντιπροσωπεύει ένα μόνο μέρος της Μακεδονίας, η οποία δήθεν διαμελίσθηκε και «κατέχεται» από επίβουλους γείτονες. Τους Έλληνες, που «κατέχουν» τη «Μακεδονία του Αιγαίου», που φθάνει μέχρι τον Όλυμπο, και τους Βουλγάρους, που κατέχουν τη «Μακεδονία του Πιρίν».

ΤΑ ΠΡΟΒΑΛΛΟΜΕΝΑ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΣΑΘΡΑ

Σε ό,τι όμως αφορά και τα ίδια τα παραπάνω επιχειρήματα, η υποτιθέμενη βασιμότητά τους είναι σαθρή. Οι Αλβανοί, που αποτελούν τη μεγαλύτερη εθνική ομάδα (περίπου 27%) του κρατιδίου, έχουν, προφανώς, τη δική τους εθνική ταυτότητα και δεν θεωρούν τον εαυτό τους απόγονο ούτε του Αρχελάου ούτε του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες μικρές εθνικές ομάδες, μεταξύ των οποίων ενάριθμη ομάδα Ελλήνων Βλάχων, που ταυτίζονται με την Ελλάδα.

Η διεθνής αναγνώριση των Σκοπίων με το όνομα «Μακεδονία», προφανώς, αποτελεί πρόβλημα για την Ελλάδα και αντιπροσωπεύει μια δεινή διπλωματική ήττα. Η τελευταία όμως δεν είναι ανεξήγητη. Έχει άμεση σχέση με τον τρόπο με τον οποίο χειρίσθηκε η Ελλάδα το λεπτό αυτό θέμα και με την αδράνεια την οποία επέδειξε. Σ’ αυτό δεν είναι άμοιρη η Ενδιάμεση Συμφωνία, όπως θα δούμε παρακάτω.

Το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων δεν αφορά κανέναν άλλο εκτός από την Ελλάδα, που θίγεται. Αντιθέτως, οι άλλοι θεωρούν αυτονόητο το δικαίωμα κάθε χώρας ν’ αυτοπροσδιορίζεται και να ονομάζεται όπως θέλει. Πρέπει, άλλωστε, να ομολογήσουμε ότι δεν είναι συχνό φαινόμενο στις διεθνείς σχέσεις η απόπειρα υφαρπαγής από μια χώρα της εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας μιας άλλης.

Η διεθνής, λοιπόν, αναγνώριση του κράτους των Σκοπίων εκπορεύεται περισσότερο από τη δυναμική τής αναγνωρίσεως ενός νέου κράτους, υπό το όνομα με το οποίο το ίδιο αυτοπροβάλλεται. Δεν απορρέει τόσο από θέληση ευθυγραμμίσεως με τους ιδεολογικούς ισχυρισμούς και τους «εθνικούς» μύθους που προπαγανδίζουν τα Σκόπια.

Η ΠΑΡΑΔΟΞΗ ΑΠΑΘΕΙΑ ΜΕ ΤΗΝ
ΟΠΟΙΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ
ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΚΑΙ ΕΠΕΤΡΕΨΕ
ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΊΑ ΤΗΣ

Η Ενδιάμεση Συμφωνία ήταν εξ αρχής ετεροβαρής για την Ελλάδα και συνομολογήθηκε κάτω από έντονες Αμερικανικές πιέσεις. Παρ’ όλ’ αυτά, είχε ως στόχο την εξεύρεση αμοιβαίως αποδεκτής λύσεως σ’ ένα σχετικά προσυμφωνημένο πλαίσιο. Την αποδοχή των Σκοπίων εκ μέρους της Ελλάδος ως διεθνούς κρατικής οντότητας και την υποστολή παραλλήλως από την άλλη πλευρά των προκλητικών συμβόλων της ιδεολογίας του Μακεδονισμού, που στρέφονταν κατά της Ελλάδος, όπως ο σφετερισμός του ήλιου της Βεργίνας.

Δεν μπορεί, βεβαίως, να ισχυρισθεί κανείς ότι τα Σκόπια παραιτήθηκαν ουσιαστικά από τον πυρήνα της ιδεολογίας τους. Η λεγόμενη «εποικοδομητική ασάφεια» συνέβαλε σε μεγάλο μέρος στην επίτευξη της Συμφωνίας. Είναι όμως σημαντικό να αντιδιαστείλει κανείς τη «Μακεδονική» αντίληψη του Κίρο Γκλιγκόροφ από την αντίληψη των πολύ πιο ακραίων σημερινών επιγόνων του.

Ο Κίρο Γκλιγκόρωφ ανεγνώρισε τη Σλαβική ιστορική καταγωγή των σημερινών λεγομένων «Μακεδόνων» των Σκοπίων. Προέβη, στο πνεύμα αυτό, σε συνέντευξη στον Αγγλικό Τύπο, πριν από την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Η θέση αυτή αφήνει ανοικτή τη δυνατότητα μιας λογικής συνδιαλλαγής και επιλύσεως του θέματος του ονόματος.

Η επικράτηση των ακραίων στα Σκόπια, που παραπέμπουν την καταγωγή των Μακεδόνων των Σκοπίων στον βασιλέα Αρχέλαο της Μακεδονίας, δεν είναι άσχετη με την επικράτηση στην Ελλάδα των «εκσυγχρονιστών» της κυβερνήσεως του Κώστα Σημίτη και τη μεγάλη ανατροπή που έγινε τότε σ’ όλο το φάσμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Το πρόβλημα των Σκοπίων υποβαθμίσθηκε. Παρουσιάσθηκε μάλιστα ως σύμβολο ενός ανεύθυνου λαϊκίστικου εθνικισμού, που αναφλέγει και κινητοποιεί την κοινή γνώμη και πυροδοτεί έναν επικίνδυνο φανατισμό. Ο λαός θα έπρεπε να φύγει από το προσκήνιο και να αφεθεί απερίσπαστη η υπεύθυνη διπλωματία να χειρισθεί το θέμα με τη δέουσα προσοχή και νηφαλιότητα!

Με την ίδια λογική αναπροσαρμόσθηκε η εξωτερική πολιτική και στα άλλα εθνικά θέματα. Διακηρύχθηκε η στροφή υπέρ της εντάξεως της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για το «συμφέρον» δήθεν της Ελλάδος, υπεγράφη το κοινό ανακοινωθέν της Μαδρίτης το 1997, που αναφέρεται σε «ζωτικά τουρκικά συμφέροντα στο Αιγαίο», και υπεστηρίχθη, αργότερα, το Σχέδιο Ανάν στην Κύπρο.

Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΗΜΙΤΗ ΑΝΕΛΑΒΕ
ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΤΗΝ «ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ» ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ

Επιπλέον, όμως, η Κυβέρνηση Σημίτη ανέλαβε να προωθήσει έναν πολύ μεγαλύτερο ακόμη στόχο: την «προσαρμογή» της Ελλάδος στην παγκοσμιοποίηση! Η πολιτική αυτή συνεπάγεται εκ των πραγμάτων την υποβάθμιση της ιδέας του έθνους, του εθνικού κράτους και της εθνικής ταυτότητας.

Διακηρύχθηκε επισήμως από τον πρωθυπουργό της χώρας ότι «η Ελλάδα πρέπει να γίνει πολυπολιτισμική»! Στο πνεύμα αυτό, άρχισε το μεγάλο κίνημα της ανοχής της λαθρομεταναστεύσεως, με συνοδοιπόρους παλιοημερολογίτες των ηγεσιών της Αριστεράς, που συγχέουν τον διεθνισμό του χρηματιστικού κεφαλαίου της παγκοσμιοποίησης με τον διεθνισμό της Αριστεράς. Άρχισε επίσης η συστηματική προώθηση του πνεύματος αυτού στην παιδεία, που πήρε διαστάσεις πραγματικής εθνικής αποδομήσεως, παρουσιαζόμενης μάλιστα ως «προοδευτικής» πολιτικής. Αντιλαμβάνεται κανείς ποια εθνική προσοχή δόθηκε, μέσα στο κλίμα αυτό, και ποιος εθνικός αγώνας διεξήχθη διεθνώς για ένα θέμα, όπως αυτό των Σκοπίων, που αντιμετωπιζόταν με την προκατάληψη ότι εξάπτει τον εθνικισμό και αντιμάχεται γι’ αυτό, εκ των πραγμάτων, τη νέα «εκσυγχρονιστική» πορεία.

Με την πολιτική αυτή, αφέθηκαν τα Σκόπια απερίσπαστα να χρησιμοποιήσουν την Ενδιάμεση Συμφωνία ως προπέτασμα καπνού και να συνεχίσουν την προπαγάνδα και τις προσπάθειές τους για διεθνή αναγνώριση, με στόχο τη δημιουργία τετελεσμένου γεγονότος και την de facto λύση.

Αφέθηκαν επίσης, ειδικότερα, να επανέλθουν στις πιο ακραίες αντιλήψεις του Μακεδονισμού, με ισχύουσα ακόμη την Ενδιάμεση Συμφωνία, και να προβαίνουν στις πρόσφατες προκλήσεις, με την προβολή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Φιλίππου ως ηρώων και εθνικών συμβόλων των Σκοπίων.

Ως μια από τις προϋποθέσεις για την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, είχε τεθεί η αφαίρεση του ήλιου της Βεργίνας από τη σημαία των Σκοπίων. Τι νόημα όμως έχει αυτό όταν αντικαθίσταται σήμερα από μεγαλύτερα ακόμη σύμβολα του Ελληνισμού και της Ελληνικής Μακεδονίας, όπως είναι ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Φίλιππος και ο Αρχέλαος;

ΟΙ ΣΚΟΠΙΑΝΟΙ ΔΕΝ ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ, ΜΕΤΑ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
ΤΗΣ ΧΑΓΗΣ, ΝΑ ΚΛΙΜΑΚΩΣΟΥΝ
ΤΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
ΤΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ
ΝΑ ΠΡΟΣΦΥΓΟΥΝ ΣΤΗ ΓΕΝΙΚΗ
ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΟΗΕ ΓΙΑ ΨΗΦΙΣΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Η αδράνεια που επέδειξε η Ελληνική διπλωματία, κατά την περίοδο που ακολούθησε την Ενδιάμεση Συμφωνία, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, έδωσε το τακτικό πλεονέκτημα στην άλλη πλευρά και έφερε σε πολύ δύσκολη θέση τη χώρα. Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν αναπόφευκτη. Είναι προϊόν μιας ανερμάτιστης πολιτικής, που υποτίμησε το πρόβλημα, υπό το βάρος ξένων επιρροών και ιδεοληψιών.

Η παθητική ανοχή εκ μέρους της Ελλάδος της ουσιαστικής παραβιάσεως των όρων της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και η ανακωχή επ’ αόριστον που τήρησε η ίδια στη διεθνή προβολή των θέσεών της, άφησε το πεδίο ανοικτό για τη διπλωματική προέλαση των Σκοπίων. Ενίσχυσε επίσης την ιδέα και την αυτοπεποίθησή τους ότι είναι πραγματοποιήσιμη μια, de facto, λύση και μάλιστα υπό την πιο ακραία εκδοχή της, με αναπεπταμένα τα σύμβολα του άκρατου Μακεδονισμού.

Δεν αποκλείεται, με το πνεύμα αυτό, τα Σκόπια να επιχειρήσουν μια άλλη διεθνή διπλωματική επιτυχία, με προσφυγή στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών για την έγκριση καταδικαστικής αποφάσεως κατά της Ελλάδος.

Η απάντηση στους κινδύνους αυτούς δεν βρίσκεται σε μια μεγαλύτερη ακόμη επίδειξη «ευελιξίας» και υποχωρητικότητας, για την οποία ασκούνται εξωτερικές πιέσεις, για τους γεωπολιτικούς λόγους που αναφέρθηκαν. Η Ελλάδα πρέπει να εκτιμήσει, με ανεξάρτητη γνώμη και πραγματική νηφαλιότητα, το μέγεθος του προβλήματος που αντιπροσωπεύει η απροκάλυπτη επιστροφή και εμμονή των Σκοπίων στην ιδεολογία του Μακεδονισμού, της θεωρίας περί διαμελισμένης Μακεδονίας και της αλυτρωτικής πολιτικής.

Δεν είναι καθόλου προς υποτίμηση η συστηματική διαπαιδαγώγηση και γαλούχηση των νέων γενεών με τέτοια ιδεολογήματα, που εφέλκουν και έναν αντίστοιχο «εθνικιστικό» φανατισμό. Το γεγονός ότι τα Σκόπια είναι μικρή χώρα, με περιορισμένο πληθυσμό, δεν είναι επαρκής αιτία για εφησυχασμό. Σε περιόδους κρίσεως και αστάθειας, μπορούν και αυτές να γίνουν επικίνδυνες, σε συμμαχία με άλλες ισχυρότερες χώρες.

Μια πολιτική σταθερότητας απέναντι στα Σκόπια δεν είναι ασυμβίβαστη με μια πολιτική φιλίας και συνεργασίας, υπό καθορισμένους όρους και προϋποθέσεις. Οι όροι και οι προϋποθέσεις αυτές δεν συμβιβάζονται με τη συστηματική καλλιέργεια του ακραίου Μακεδονισμού που στρέφεται ευθέως κατά της Ελλάδος.

Διαπράττει επίσης μεγάλο σφάλμα η Ελληνική πλευρά όταν περιορίζει το θέμα μόνο στην ονοματολογία. Το όνομα είναι η σημειολογία και το επιστέγασμα μιας συνολικής θεωρήσεως του προβλήματος.

ΝΑ ΑΠΕΓΚΛΩΒΙΣΘΕΙ Η ΕΛΛΑΔΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΟΝΤΑΣ ΤΑ ΣΚΟΠΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ
ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΤΗΣ

Η ουσιαστική παραβίαση των όρων της Ενδιάμεσης Συμφωνίας από τα Σκόπια είναι αναμφισβήτητη. Ορισμένοι διπλωμάτες πρότειναν μάλιστα να προχωρήσει η Ελλάδα σε αντιπροσφυγή κατά των Σκοπίων για παραβίαση της Συμφωνίας, μετά τη δική τους προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Η αντιπροσφυγή ίσως να μην απέδιδε τα προσδοκώμενα για δύο προφανείς λόγους. Πρώτον, γιατί είναι δυσκολότερη η απόδειξη της ουσιαστικής παραβιάσεώς της από τα Σκόπια. Δεύτερον, γιατί το Δικαστήριο δεν είναι τόσο ανεξάρτητο και αμερόληπτο όσο ορισμένοι καλοθελητές νομίζουν.

Αυτό το οποίο θα έπρεπε να κάνει η Ελλάδα, μετά την προσφυγή των Σκοπίων, ήταν, όπως ήδη αναφέρθηκε, η άμεση αποδέσμευσή της από τη Συμφωνία, εφόσον μάλιστα αυτή έχει εκπνεύσει από το 2002.

Η προσφυγή των Σκοπίων θα έπεφτε στο κενό. Η αποδέσμευση όμως από τη Συμφωνία, με καταγγελία των παραβιάσεών της από τα Σκόπια και των άλλων προκλήσεων, θα ήταν ένα ισχυρό μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση. Πρώτον, ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να δεχθεί οποιαδήποτε πολιτική επιβολής de facto λύσεως, που θα βασίζεται σε ακραίες θέσεις Μακεδονισμού.

Δεύτερον, ότι, στο πνεύμα αυτό, η Ελλάδα δεν πρόκειται ούτε να παραιτηθεί από το δικαίωμα του βέτο ούτε να δεχθεί τη φαλκίδευσή του σε σχέση με την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η πορεία αυτή είναι επιβεβλημένη για την Ελλάδα για να προασπίσει ζωτικά της συμφέροντα, που ορισμένοι σπεύδουν, με πολύ άκριτο τρόπο, να τα υποτιμούν.

Η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης δεν έχει, ασφαλώς, τη σημασία που της αποδίδουν τα Σκόπια. Δεν παύει όμως ν’ αποτελεί διπλωματική ήττα για την Ελληνική πλευρά, που προστίθεται σε μια σειρά άλλες.

Φαινομενικά, τίποτε δεν άλλαξε σε σχέση με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Η πραγματικότητα όμως δεν είναι αυτή. Όσο η Ελλάδα παραμένει δεσμευμένη στην Ενδιάμεση Συμφωνία, η απόφαση της Χάγης, με ό,τι διεθνώς αξίζει ως πλεονέκτημα, ισχύει. Τόσο το ΝΑΤΟ όσο και η ΕΕ επιβεβαιώνουν σήμερα τη θέση τους σχετικά με το προαπαιτούμενο της ονομασίας, αμοιβαίως αποδεκτής, για την ένταξη των Σκοπίων. Στέλνουν καθησυχαστικά μηνύματα στην Ελλάδα για να ελέγξουν τις αντιδράσεις της και να παραμείνει καθηλωμένη στην Ενδιάμεση Συμφωνία και στο πλαίσιο του διαγεγραμμένου από τον Αμερικανό μεσολαβητή σεναρίου. ΝΑΤΟ και ΕΕ μπορούν να θυμηθούν, μεταξύ άλλων, αργότερα, την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου για να εντείνουν τις πιέσεις τους στην Ελλάδα, σε συνάρτηση με κάποιο σχέδιο του Μάθιου Νίμιτς. Γνωρίζουν επίσης ότι η αποδέσμευση από την Ενδιάμεση Συμφωνία προϋποθέτει ένα ολόκληρο έτος προειδοποιήσεως.

Η Ελληνική πλευρά έχει για το λόγο αυτό επείγουσα ανάγκη, για να ενισχύσει τη θέση της και να ανακόψει μια πορεία διπλωματικής κατολισθήσεως στο θέμα των Σκοπίων, να αποδεσμευθεί από την Ενδιάμεση Συμφωνία. Δεν υπάρχει σ’ αυτό τίποτε το δραματικό. Μπορεί αμέσως μετά να δηλώσει την ετοιμότητά της για τη διαπραγμάτευση μιας νέας Συμφωνίας. Η τελευταία όμως πρέπει ν’ ανταποκρίνεται στο πνεύμα της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, που παραβιάσθηκε από τα Σκόπια στην ουσία της και να διαφυλάσσει, χωρίς κανένα αυτοπεριορισμό, το δικαίωμα βέτο της Ελλάδος για την ένταξη των Σκοπίων σε διεθνείς οργανισμούς, ειδικότερα στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ.

Με την ίδια αποφασιστικότητα, η Ελλάδα πρέπει να αναλάβει εντατική διεθνή εκστρατεία προβολής των θέσεών της, με στρατηγικές κινήσεις, όπως, π.χ., η έκθεση για τον Μέγα Αλέξανδρο στο Λούβρο. Έχει σχεδιασθεί, παρεμπιπτόντως, κάποιο ολοκληρωμένο πρόγραμμα για τη μεταφορά της εκθέσεως σε άλλες μεγάλες πρωτεύουσες και μουσεία του κόσμου;

Με την ίδια λογική, πρέπει ν’ αντιμετωπίσει τρία άλλα συναφή θέματα:

α. Το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Είναι αδιανόητο, ενώ η χώρα έχει ανοικτό εθνικό θέμα στα σύνορά της, να βγάλει αδιακρίτως σε μειοδοτικό διαγωνισμό το στρατηγικότατο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.

β. Η άρση της βίζας, στο πλαίσιο της προενταξιακής προετοιμασίας των Δυτικών Βαλκανίων, δημιουργεί νέα δεδομένα για την προπαγάνδα και τις συστηματικές δραστηριότητες των Σκοπίων στις παραμεθόριες περιοχές. Η Ελλάδα δεν πρέπει να επιδείξει και στον τομέα αυτό την ίδια αδράνεια που επέδειξε στο διπλωματικό πεδίο.

γ. Η παράδοξη «πρωτοπορεία» της Ελλάδος για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση των Δυτικών Βαλκανίων, παρουσιάζεται ως ευφυής ελιγμός που παρέχει δήθεν πλεονέκτημα στην Ελλάδα.

Ποιο είναι όμως το πλεονέκτημα, όταν μεταξύ των υποψηφίων συγκαταλέγονται τα Σκόπια, για τα οποία η Ελλάδα επιφυλάσσεται ν’ ασκήσει βέτο, και το Κοσσυφοπέδιο, το οποίο δεν αναγνωρίζει διπλωματικά η Ελλάδα;

Η Ελληνική πολιτική είναι καιρός να συναγάγει τα συμπεράσματά της από τη σημερινή κατάσταση και να καθορίσει με ξεκάθαρα μηνύματα τις κόκκινες γραμμές των θέσεών της. Η χώρα βρίσκεται σήμερα στη γνωστή δεινή θέση και προτάσσει την οικονομική επιβίωση. Αυτή όμως δεν διαχωρίζεται από την εθνική επίσης επιβίωσή της, που συνδέεται με την προάσπιση σ’ όλα τα μέτωπα των ζωτικών εθνικών συμφερόντων.


Σχολιάστε εδώ