Πανεπιστήμιο: Γνώση και αγορά
Ασφαλώς υπάρχουν σημαντικά προβλήματα στα ελληνικά πανεπιστήμια. Προβλήματα που ξεκινούν από την ελλιπή χρηματοδότηση και φτάνουν μέχρι την απουσία καθηγητών από τη διδασκαλία. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια τα προβλήματα αυτά φαίνεται να λιμνάζουν μέσα σ’ ένα πλαίσιο συλλογικής συνενοχής, το οποίο περιλαμβάνει την εκτελεστική εξουσία, το διδακτικό προσωπικό, τους ίδιους τους φοιτητές.
Σ’ αυτόν τον «ιστορικό» συμβιβασμό, που επιτυγχάνεται εις βάρος της ποιότητας της εκπαίδευσης, φαίνεται να εξισορροπούν ακόμα και αντιτιθέμενα συμφέροντα, αφού μέσα στο πλαίσιο αυτό «διεκπεραιώνουν» τους στόχους τους.
Για να προταθούν συγκεκριμένες αλλαγές πρέπει, πριν απ’ όλα, να προσδιορισθεί η στρατηγική της εκπαίδευσης, σε μεσοπρόθεσμο τουλάχιστον ορίζοντα και να μην ακολουθούνται εμπειρικές -εμβαλωματικού χαρακτήρα- λύσεις.
Το ερώτημα αυτό αποκτά καίρια σημασία στις ημέρες μας καθώς τροποποιούνται ραγδαία ο χαρακτήρας και οι στόχοι της εκπαίδευσης. Όλες οι προτεινόμενες αλλαγές σε ευρωπαϊκό επίπεδο συγκλίνουν σε έναν κεντρικό στόχο: Στην άμεση σύνδεση της παρεχόμενης γνώσης με τις ανάγκες της αγοράς και, συνακόλουθα, στο χρηστικό-εργαλειακό περιεχόμενο της γνώσης αυτής.
Αυτή ακριβώς η «μετατόπιση» της εκπαίδευσης σ’ ένα πλαίσιο «διαχείρισης ανθρώπινων πόρων» που καθορίζεται από τις ανάγκες του νεοφιλελεύθερου «σχήματος» της αγοράς προκαλεί, κατ’ ανάγκην, την αντίστοιχη μετατόπιση του ορθολογικού-αξιακού πεδίου της εκπαίδευσης, στο πλαίσιο της «ορθολογικότητας» των μηχανισμών της αγοράς και του άκρατου ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, το «δικαίωμα» στην εκπαίδευση, εντασσόμενο στο πλαίσιο της αγοράς, αναφέρεται κατ’ εξοχήν στην απόκτηση ειδικοτήτων και τεχνικών εξειδικεύσεων, προσλαμβάνοντας τον χαρακτήρα «εξατομικευμένου» δικαιώματος, καθ’ όσον συνδέεται με την ένταξη του ατόμου-φοιτητή στο «σχήμα» της αγοράς και των ιδιωτικού τύπου δικαιωμάτων που τη συγκροτούν.
Γι’ αυτό και ο «ρόλος» της εκπαίδευσης φαίνεται να εναρμονίζεται με τα αξιακά περιεχόμενα της αγοράς (ανταγωνιστικότητα, τεχνικοποίηση της γνώσης, εξειδίκευση, παραγωγικότητα) και «συμβολοποιείται» μέσα από τις «ετικέτες» των «προσόντων» και του «πλουραλισμού των επιλογών» που διαθέτει ο φοιτητής. Σ’ αυτό το πλαίσιο η εκπαίδευση καλείται να «εσωτερικεύσει» τα αξιακά πρότυπα του οικονομικού ανταγωνισμού και να νομιμοποιήσει τις πολιτικές αυτές με βάση επιστημονικά και παιδαγωγικού τύπου επιχειρήματα. Να διαμορφώσει δηλαδή τα αναλυτικά της προγράμματα (αρχές, στόχοι, περιεχόμενα σπουδών, τρόποι αξιολόγησης) με αναφορά σε μια δέσμη αξιών όπως η απόδοση, η ικανότητα, η αποτελεσματικότητα, ο ανταγωνισμός.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να χαραχθεί μια σαφής «διαχωριστική γραμμή»: «Άλλο το περιεχόμενο μιας αλλαγής ορθολογικού-λειτουργικού χαρακτήρα στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης -ικανής να αντιμετωπίσει τα χρονίζοντα προβλήματα- και εντελώς διαφορετικό το περιεχόμενο «μεταρρυθμίσεων» που αποβλέπουν στην ιδιωτικοποίηση και την εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης.
Γιατί στην πρώτη περίπτωση το περιεχόμενο των αναλυτικών προγραμμάτων οφείλει να αναδείξει τα σύγχρονα επιστημονικά επιτεύγματα και να ανταποκριθεί στις κοινωνικές ανάγκες. Όπως επίσης τα ιδιαίτερα κρίσιμα προβλήματα της καθαυτό μετάδοσης της γνώσης («μετατροπή» της αυστηρής επιστημονικής γνώσης σε εκπαιδευτική γνώση), της μεθόδου και της καλλιέργειας της κριτικής-δημιουργικής σκέψης, οφείλουν να τεθούν σε άμεση προτεραιότητα γιατί αφορούν το ίδιο το ποιοτικό περιεχόμενο της εκπαίδευσης.
Ένας παρόμοιος «προσανατολισμός» των αναγκαίων αλλαγών αποτελεί στην ουσία ένα βασικό επιχείρημα απέναντι στις λογικές που θεωρούν την εκπαίδευση ως «πηγή» παραγωγής της ανεργίας και προτείνουν την προσαρμογή της δομής και του περιεχόμενού της στις ανάγκες του καταμερισμού της εργασίας και των μηχανισμών της αγοράς.
Με κανέναν τρόπο η εκπαίδευση δεν θα πρέπει να εγκαταλείψει τον γνωσιακό-ανθρωπιστικό της ρόλο και να μετατραπεί σε «προθάλαμο» προετοιμασίας ενός «μαζοποιημένου» επιστημονικού-εργασιακού δυναμικού, προσαρμοσμένου στις ανάγκες της οικονομικοτεχνικής δομής.
Οι προτεινόμενες «μεταρρυθμίσεις» στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ελάχιστη σχέση έχουν με παρόμοιους προβληματισμούς. Κεντρικός στόχος τους άλλωστε είναι η «εισβολή» του ιδιωτικού συμφέροντος στο πεδίο του δημόσιου-κοινωνικού αγαθού της εκπαίδευσης.
Μέσα από το σχήμα μιας γλωσσικά «ουδετεροποιημένης» έκφρασης, αυτής των «μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων», θα αναζητήσουμε -διά της «εις άτοπον» απαγωγής- την καθιέρωση των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Χρειάζεται ασφαλώς πολιτικό θάρρος για να προσδιορίσεις τους στόχους σου με τη γλώσσα της αλήθειας κι αυτό το θάρρος, την ειλικρίνεια και την αξιοπιστία την έχουν προ πολλού απολέσει και τα δύο κόμματα της διακυβέρνησης.
Μετά τα συστήματα Υγείας το δημόσιο πανεπιστήμιο αποτελεί σήμερα τον κεντρικό στόχο όχι μόνο των νεοφιλελεύθερων πολιτικών αλλά και της ίδιας της έκπτωσης και «εργαλειοποίησης» της γνώσης. Οι θεωρητικές επιστήμες, τα κοινωνικά και ανθρωπιστικά πεδία της γνώσης περιθωριοποιούνται, αφού δεν παράγουν «προϊόντα» εμπορευματοποιήσιμα και «εκμεταλλεύσιμα». Ταυτόχρονα, οι τεχνικές επιστήμες αποδεσμεύονται από το θεωρητικό-φιλοσοφικό τους θεμέλιο και «εργαλειοποιούνται».
Η απάντηση στο ερώτημα τι εκπαίδευση θέλουμε, ποια πανεπιστήμια θέλουμε, αποτελεί στρατηγικού τύπου απόφαση για τις σύγχρονες κοινωνίες. Και δυστυχώς οι κοινωνικές δυνάμεις και οι φορείς τους φαίνεται ότι δεν μπορούν να προσεγγίσουν το πρόβλημα, εγκαταλείποντάς το στους αποδυναμωμένους φορείς της πολιτικής εξουσίας.