Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Καλά καλά δεν γνώριζαν ούτε το όνομα ο ένας του άλλου, αλλά κάθε που συναντιόντουσαν στον δρόμο χαιρετιόντουσαν με σεβασμό κι αν χρειαζόταν ν’ ανταλλάξουν δυο κουβέντες ο ένας προσφωνούσε τον άλλον «κύριε πρόεδρε» κι εκείνος απαντούσε μ’ ένα θερμό «αγαπητέ μου». Ο ένας ήταν πρόεδρος του προοδευτικού εξωραϊστικού σωματείου «Πνευματική Αλληλουχία», ενώ ο έτερος ήταν «sine nobilitas», ένας απλός και άσημος συνταξιούχος, ετών εβδομήκοντα, που αντί ονόματος ένας τηλεοπτικός ρεπόρτερ θα τον αποκαλούσε «ο εβδομηντάρης συνταξιούχος…».

Ήταν Σάββατο του Λαζάρου και ο ως άνω πληβείος επέστρεφε από τη λαϊκή σέρνοντας το φορτωμένο ζαρζαβατικά συρμάτινο καρότσι του. Τον είδε να περνά από το καφενείο όπου ξημεροβραδιαζόταν αγορεύων ο πρόεδρος, σηκώθηκε, έσφιξε τη γραβάτα του και με ένα χαμόγελο που διχοτομούσε το πρόσωπό του τον πλησίασε, τείνοντάς του το χέρι σε χαιρετισμό. Κοντοστάθηκε απορημένος ο συνταξιούχος με την απροσδόκητη αυτή οικειότητα, που συνεχίστηκε με την παράκληση να τον απασχολήσει λίγα λεπτά. Μπαϊλντισμένος από την πρώιμη ανοιξιάτικη ζέστη και τις αγριοφωνάρες των μανάβηδων, που θαρρείς πως χαράχτηκαν στ’ αυτιά του, άφησε να γλιστρήσει το κορμί του σε μια καρέκλα του καφενείου προκειμένου ν’ ακούσει «τι τον θέλει ο πρόεδρος», κατεχόμενος όμως από τον ενδόμυχο φόβο μπας και του ζητήσει δανεικά. Ενισχύοντας το πλατύ χαμόγελό του με έκδηλη δόση ενθουσιασμού και αποκαλώντας τον συνεχώς «αγαπητέ μου», του εξήγησε, πλατειάζοντας, ότι επ’ ευκαιρία των εορτών κατ’ έθιμο το σωματείο διοργανώνει κάθε Μεγάλη Εβδομάδα διάλεξη σχετική με το Πάσχα και ότι με ομόφωνη απόφαση του ΔΣ τον επέλεξαν για ομιλητή. Τα έχασε ο ανθρωπάκος και γεμάτος απορία ψέλλισε: «Εγώ; Από πού κι ως πού εγώ;». Και τότε ο πρόεδρος, πάντοτε πλατειάζοντας, του εξήγησε πως η γραμματεύς του σωματείου είχε ακούσει πως είναι διανοούμενος και πως το θέμα απαιτεί δόκιμο διανοητή για να το αποδώσει. Όσο ο πρόεδρος του ανέπτυσσε την ελληνική διάσταση της εορτής, το μυαλό του εβδομηντάρη έτρεχε σε χρόνια περασμένα. Τότε που τελειόφοιτος φοιτητής, παρασυρμένος από τη διανοουμενίστικη μόδα της εποχής, με την πληθώρα των λογοτεχνικών περιοδικών που εκδίδονταν, με κορυφαία τη «Νέα Εστία» και τα «Ελληνικά Γράμματα», εμπνεύστηκε και συνέγραψε ποιητική συλλογή με τίτλο «Αγωνίες και άλλα οκτάστιχα», χωρίς «ομοιοκαταληξίες και άλλες μικροπρέπειες», όπως υπερήφανα διεκήρυσσε. Ξημεροβραδιαζόταν στο υπόγειο τυπογραφείο του Σταύρου Τσακίρη στην οδό Σόλωνος κάνοντας απανωτές διορθώσεις και τελικά εκδόθηκε ένα βιβλίο μούρλια. Δυστυχώς, η ποιητική συλλογή του, παρότι την προλόγισε η μαμά του, πήγε άπατη, με μόνο όφελος που απεκόμισε το παρατσούκλι «Ο ποετάστρος», που ξεχάστηκε κι αυτό από τη βιοπάλη.

«Λοιπόν;», ρώτησε ο πρόεδρος, προσγειώνοντάς τον από τις αναμνήσεις της νιότης του. Σαν αγουροξυπνημένος εκείνος άρχισε να τραυλίζει δικαιολογίες, όπως ότι «ο καιρός δεν τον παίρνει». Τον αντέκρουσε όμως ο πρόεδρος λέγοντας: «Μη σε νοιάζει. Τέτοιες μέρες όλοι πάνε στην εκκλησία και κανείς δεν θα έρθει για να σ’ ακούσει. Άδεια θα είναι η αίθουσα». Αλλά, καθώς επέμενε στην άρνησή του, σαν λύση τού πρότεινε να του πει εμπιστευτικά τι θα έλεγε «εάν μιλούσε» και αναλάμβανε με ένα ζωντανό ρεπορτάζ στην τοπική εφημερίδα να περιγράψει το «ρεζουμέ» της διάλεξης και την κοσμοσυρροή, προσθέτοντας για να τον πείσει: «Θα βάλω και τη φωτογραφία σου την ώρα που μιλάς στο βήμα». «Μα, δεν έχω τέτοια φωτογραφία», ψιθύρισε. Αλλά ανένδοτος ο άλλος τον καθησύχασε: «Μη σε νοιάζει. Θα στείλω τον ανιψιό μου τον Δημητράκη που τα καταφέρνει να σε απαθανατίσει». Και καθώς ήταν γνωστός για τις χοντράδες του, συνέχισε: «Μόνο να φοράς καθαρό πουκάμισο…». Πικαρίστηκε, φυσικά, ο εβδομηντάρης συνταξιούχος με την υπόδειξη και για να δώσει τέλος στη συζήτηση πέταξε ένα «αφήστε με να το σκεφτώ», χαιρέτησε ψυχρά και πήρε δρόμο, χωρίς να κρύβει την υπερηφάνειά του για την τιμητική πρόταση. «Κοίτα να δεις» μονολογούσε, «η αξία όλων των καλλιτεχνών αναγνωρίζεται μετά θάνατον και μόνον εγώ είχα την τύχη να γίνω διάσημος ζωντανός, και μάλιστα λόγω μερικών ξεχασμένων ποιημάτων, που ίσως κάποιος τα ανακάλυψε, τα εκμεταλλεύεται και θησαυρίζει σε βάρος μου». Άρχισε να τον απασχολεί η περίπτωση της διαλέξεως, βάζοντάς τον σ’ ένα τεράστιο δίλημμα: Από τη μια, υπήρχε ο κίνδυνος να διακινδυνεύσει τη φήμη του ως σοβαρού ανθρώπου εάν η ομιλία ήτανε φέσι και, από την άλλη, αν αρνιόταν, θα περνούσε στην… αιωνιότητα ως ένας ασήμαντος θνητός. Αισθάνθηκε πως κάπως έτσι πρέπει να ένιωσε και ο μυθικός Ηρακλής όταν βρέθηκε προβληματιζόμενος εμπρός στην Αρετή και στην Κακία.

Ύστερα από πολλή σκέψη, αποφάσισε να ζητήσει τη συμβουλή της γυναίκας του, εκθέτοντάς της τα υπέρ και τα κατά. Πριν προλάβει να ολοκληρώσει μια πρόταση, εκείνη τον διέκοψε απότομα. «Λεφτά θα πάρουμε;», ρώτησε ψυχρά. Ο σύζυγός της πρώτα αναστέναξε εκ βαθέων και κατόπιν, χαμηλώνοντας τη φωνή, αποκρίθηκε: «Όχι».

«Ε τότε … τονε!», αποφάνθηκε αποτρέποντάς τον η συμβία του (σ.σ.: Το κενό οφείλεται στην αθυροστομία της κυρίας). Έτσι, ο φτωχός συνταξιούχος το πήρε απόφαση πως θα πεθάνει άσημος και ανώνυμος, ολόιδια όπως έγραψε ο Νίκος Καββαδίας: «Θα ‘χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ, και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες».

Ήρθε η νύχτα, πέσανε να κοιμηθούνε, αλλά δεν του κολλούσε ύπνος και στριφογύριζε στο κρεβάτι προσπαθώντας να θυμηθεί τι απόμεινε ζωντανό στη μνήμη του από περασμένες Πασχαλιές. Και χωρίς να το καταλάβει, ξαφνικά, ξεπρόβαλε εμπρός του ένα περιστατικό που συνέβη στον Άγιο Χαράλαμπο στα εφηβικά του χρόνια, με τον ίδιο απλώς θεατή. Με τη λαμπάδα, θυμάται, στο χέρι, την ώρα της Ανάστασης, τότε που οι παπάδες ψέλνανε το «Χριστός Ανέστη», τα πολύχρωμα βεγγαλικά στροβιλίζονταν σφυρίζοντας στον ουρανό και τα μπαμ-μπουμ από τα βαρελότα που έσκαγαν τριγύρω έσπαγαν τη χολή των γραΐδιων, που κακοχρόνιζαν τους δράστες, προβάλλει ο Λυκούργος, ο αληταράς της παρέας, πλησιάζει τη Λουίζα, την κόρη του γυμνασιάρχη, και τη στιγμή που αντάλλαζαν οι πιστοί το φιλί της αγάπης, τη βουτάει και τη φιλάει στο στόμα ρουφηχτά. Κοκκίνισε εκείνη, παραλίγο να πάθει εγκεφαλικό βλέποντάς τον ο πατέρας της, συνέρχεται και ορμά να τον λιανίσει, αλλά προφταίνει και του ξεφεύγει. Μαύρη Ανάσταση έκανε η οικογένεια. Αντί για μαγειρίτσα, η μικρή έφαγε ξύλο με το καντάρι, διότι ήταν βέβαιος ο πατήρ πως «του κούνησε την ουρά της». Το γεγονός, εντόνως αλατισμένο, μαθεύτηκε αμέσως στη γειτονιά από αυτόπτες μάρτυρες, έγινε ρεντίκολο ο γυμνασιάρχης που «του φίλησαν την κόρη» και πολύ γέλιο σε βάρος του έπεσε στα αναστάσιμα τραπέζια.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, ο συνταξιούχος γλάρωσε μ’ ένα μειδίαμα στα χείλη, όταν τον σκουντά βίαια η γυναίκα του τσιρίζοντας αυστηρά να πάψει να ροχαλίζει…


Σχολιάστε εδώ