Κρίσιμα ερωτήματα αναμένουν κρίσιμες απαντήσεις

Πρώτον, είναι γνωστό ότι όταν η Ελλάδα άρχισε προ ολίγων ετών συνομιλίες με την Αίγυπτο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, η Άγκυρα φέρεται να ζήτησε από το Κάιρο να εξαιρεθεί η περιοχή του Καστελλόριζου, για τους γνωστούς λόγους, αφού τουρκικές θέσεις απορρίπτουν την καθ’ όλα νόμιμη σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο άποψη ότι το Καστελλόριζο διαθέτει υφαλοκρηπίδα όπως και τα άλλα νησιά.

Υποστηρίζει μάλιστα η Άγκυρα, όπως έχει κατ’ επανάληψιν αναφερθεί και στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης στηριζόμενη στη σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας του 1982 περί ημίκλειστων θαλασσών, ότι οι σχετικές συνομιλίες μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας πρέπει να γίνονται με συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων χωρών (διάβαζε με την Τουρκία).

Το γεγονός βέβαια ότι η Τουρκία δεν έχει υπογράψει την παραπάνω σύμβαση εύλογα αποσιωπάται…

Αλλά δεν θα έπρεπε οι έλληνες αρμόδιοι προτού αρχίσουν τις διαπραγματεύσεις με την Αίγυπτο να έχουν κατοχυρώσει επαρκώς τις ελληνικές θέσεις και να έχουν εξασφαλίσει την αποδοχή τους από το Κάιρο, όταν μάλιστα οι θέσεις αυτές συνάδουν πλήρως προς το Διεθνές Δίκαιο;

Σε ποιο ακριβώς σημείο ευρίσκονται οι σχετικές διαπραγματεύσεις δεν γνωρίζουμε. Έχουν διακοπεί; Συνεχίζονται ή ανεστάλησαν;

Έχουμε υποχρέωση να τονίσουμε κάτι που οι έλληνες υπεύθυνοι δεν πρέπει ποτέ ούτε στιγμή να ξεχνούν, ότι το πρόβλημα του Καστελλόριζου, η περίφημη «επήρεια», για να χρησιμοποιήσουμε τον επιστημονικό όρο, συμπλέει με τα θέματα που αφορούν την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Συνεπώς, πρόκειται για θέμα ευαίσθητο και εξαιρετικής σημασίας καθ’ όσον επηρεάζει το περιεχόμενο των διαβόητων διερευνητικών επαφών που αισίως πλησιάζουν τους 50 γύρους…

Και το δεύτερο είναι εξίσου γνωστό. Στις 27 Απριλίου 2009, παρουσία του πρωθυπουργού της Ελλάδας κ. Καραμανλή και του αλβανού ομολόγου του, η κυρία Μπακογιάννη και ο αλβανός συνάδελφός της κ. Λουζλίμ Μπάσα υπέγραψαν τη γνωστή συμφωνία οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών μεταξύ των δύο χωρών.

Η συμφωνία αυτή παρουσιάστηκε τότε ως μεγάλη επιτυχία της ελληνικής διπλωματίας, αφού φιλοδοξούσε να αποτελέσει προηγούμενο και για τη σύναψη άλλων παρόμοιων, δεδομένου ότι μ’ αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζονταν, όπως είχε τότε τονιστεί, τα εθνικά μας συμφέροντα.

Η συμφωνία όμως αυτή δυστυχώς ουδέποτε επικυρώθηκε από τη χώρα μας, χωρίς ποτέ να πληροφορηθούμε ποιοι λόγοι συνηγόρησαν στη σημαντική αυτή καθυστέρηση. Δεν έφτανε όμως αυτό. Η συμφωνία ακυρώθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας έπειτα από μεγάλη αντίδραση που σημειώθηκε εκεί. Και στο θέμα αυτό υπάρχει ελλιπής ενημέρωση. Αναπάντητο παραμένει το αμείλικτο ερώτημα ποιο θα είναι το μέλλον της τόσο σημαντικής συμφωνίας. Γιατί η Αλβανία αγνόησε την αρχή του «Pacta Sunt Servanta»; (τα συμφωνηθέντα πρέπει να τηρούνται) Ποιες σχετικές ενέργειες έχει αναλάβει το υπουργείο Εξωτερικών;

Οι απαντήσεις στα δύο αυτά θέματα είναι κυριαρχικής σημασίας. Για τον λόγο αυτό δεν θα πρέπει η κυβέρνηση και ιδίως ο υπουργός Εξωτερικών να διευκρινίσει σε ποιο ακριβώς σημείο ευρίσκονται οι δύο αυτές εκκρεμότητες; Γιατί είναι σαφές ότι με την πάροδο του χρόνου παγιώνεται μία σε βάρος μας κατάσταση, αφού ο ελλοχεύων κίνδυνος είναι ορατός: Πώς θα επικαλεστούμε τις ίδιες αρχές που πρέπει να υπάρχουν στις δύο αυτές συμφωνίες όταν διαπραγματευτούμε άλλες ανάλογες συμφωνίες με γειτονικά κράτη;

Η παράταση των δύο αυτών εκκρεμοτήτων μόνο βλάβες στα εθνικά μας συμφέροντα μπορεί να επιφέρει. Έχει γίνει τούτο επαρκώς αντιληπτό;


Σχολιάστε εδώ