Κουβέντα να γίνεται…
Πρέπει να ήταν προφητικό το αισθηματικό αυτό τραγουδάκι, που απέδειξε απολύτως ορθό τον ισχυρισμό του Oscar Wilde, που έγραψε πως η «ζωή αντιγράφει την Τέχνη»… Διότι πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί ότι ενώ μας αποχαιρετά ο Ιούνιος, δηλαδή μέσα στο κατακαλόκαιρο, «έξω βρέχει πολύ και είναι η μέρα θολή από τα μαύρα σύννεφα που μας πλακώνουν και πως τα αστραπόβροντα συνοδεύονται από χαλάζι μεγάλο σαν φουντούκι, με το συμπάθιο…».
Διότι, κύριοί μου, λες και αποφάσισε ο καιρός να δραματοποιήσει λέξη προς λέξη τους στίχους του παραπάνω προπολεμικού τραγουδιού, με επαναλαμβανόμενους καθημερινά κατακλυσμούς σε ολόκληρη τη χώρα, σαν τούρκικο σίριαλ στην ιδιωτική τηλεόραση. Πάντως, τέτοιο «καλοκαιρινό»… παλιόκαιρο δεν θυμούνται ούτε οι παλαιότεροι.
Αλλά ας κάνουμε ένα πισωγύρισμα στο παρελθόν και ας «αναπλάσουμε» τη ζωή όπως ήταν στα νιάτα μας. Ο χρόνος τότε είχε τέσσερις εποχές, που διαφέρανε η μια από την άλλη. Την άνοιξη η φύση ξαναγεννιόταν. Φύτρωναν παντού λουλούδια που -όπως λένε και οι ποιητές- «σκόρπαγαν το μεθυστικό τους άρωμα» προσελκύοντας πολύχρωμες παιχνιδιάρες πεταλούδες.
Τα τριαντάφυλλα δεν τα αρωμάτιζαν οι ανθοπώλες με «σπρέι» με εσάνς για να δίνουν την αυταπάτη πως ευωδιάζουν, τα δε ρόδα που προσφέραμε στα ρομαντικά νεανικά μας χρόνια σε κάποιαν ανεπίσημη αγαπημένη είχαν το γνήσιο δικό τους άρωμα και μοσχομύριζαν μέσα στο ανθογιάλι.
Το καλοκαίρι μας συντρόφευαν ολημερίς τα τζιτζίκια και τη νύχτα, ξαπλωμένοι στρωματσάδα στο ταρατσάκι, κάναμε ευχές μόλις βλέπαμε πεφταστέρια που ερχόταν γεμάτα λάμψη να πέσουν στη γη.
Άκουγες από κάπου μακριά μέσα στη νύχτα ένα τριζόνι να εκλιπαρεί την καλή του να έρθει κοντά του. Και μαζί με το φθινόπωρο, μετά, άρχιζαν τα πρωτοβρόχια, που κάνανε το χώμα να αναδίδει τη χαρακτηριστική του μυρωδιά με τις πρώτες ψιχάλες.
Ήτανε η ανάσα που έδιωχνε την κάψα του καλοκαιριού, ενώ συγχρόνως έκανε σινιάλο στα χελιδόνια ότι ήρθε η ώρα «να τα μαζεύουν και να του δίνουν…». Ύστερα ακολουθούσε ο μακρύς και αδυσώπητος χειμώνας, με τις σόμπες, τις γρίπες και την κατάχρηση της ρετσινούλας αλλά και του ζεστού φασκόμηλου και της λουΐζας, ποτά και γιατροσόφια συνάμα για όταν πονούσε ο λαιμός και έτρεχε η μύτη.
Ζεσταίνονταν οι άνθρωποι το καλοκαίρι και όταν ίδρωναν ξεδιψούσαν με μια βυσσινάδα και ένα ποτήρι δροσερό νερό απ’ το κανάτι. Και όταν κρύωναν τον χειμώνα αναζητούσαν και εύρισκαν τη θαλπωρή πλάι σε μια ασήμαντη πυρά.
Τέσσερις είπαμε, και όχι δύο, όπως τώρα, ήταν τότε οι εποχές. Και περιμένανε ανυπόμονα την κάθε εποχή να φέρει τους καρπούς της για να τους γευθούνε. Έβγαζε φύλλα το κλήμα που είχανε στην αυλή και έφτιαχνε η γιαγιά ντολμάδες που αποκαλούσε «γιαπράκια».
Όλα τους ήταν γνήσια διότι δεν υπήρχαν τότε μεταλλαγμένα, καθώς η λέξη «μετάλλαξη» δεν υπήρχε ούτε ως λήμμα στα λεξικά… Δεν είχε πάρει ακόμη ο τεχνοκράτης ένα περιζήτητο ζαρζαβατικό να το μεταλλάξει σε άγευστο και ανούσιο λαχανικό για να κερδίσει παραδάκι.
Καθένα είχε τη δική του γεύση, το δικό του άρωμα, τη δική του προσωπικότητα. Και η φύση τα προσέφερε να τα χαρούν την εποχή που καθόριζε εκείνη. Ερχόταν ο μανάβης στη γειτονιά με τη «σούστα» φορτωμένη -ανάλογα με τον μήνα- με φρούτα και λαχανικά, φημισμένα από τον ονομαστό τόπο παραγωγής τους.
Διάσημα ήταν τα αργίτικα πεπόνια, μέλι τα καρπούζια του Αστακού, μικρές και μυρωδάτες οι φράουλες της Κηφισιάς και τα πιο εύγευστα μήλα ήταν τα φιρίκια Βόλου. Αξημέρωτα σκαρφάλωνε ο περιβολάρης στις συκιές να μαζέψει τα γινωμένα σύκα, να τα τοποθετήσει με μπόλικα συκόφυλλα σ’ ένα τελάρο και να πάρει, πρωί πρωί, τις γειτονιές διαλαλώντας «κρύα, κρύα σύκα…».
Και έβγαιναν οι κυράτσες με το αραχνοΰφαντο νυχτικό και το φακιόλι στα μαλλιά να αγοράσουνε σύκα. Και ο «συκάς» απέστρεφε τους βέβηλους οφθαλμούς του διότι ήξερε πως «πρέπει να σέβεσαι το ψωμί που βγάζεις»… Και εσύ, ο άνθρωπος που ο Δημιουργός έπλασε ως «ον λογικόν», βρισκόσουν μέσα σε έναν παράδεισο και περνούσες ζωή χαρισάμενη.
Σε πλησίασε όμως «ο όφις», που δεν απάτησε μονάχα την Εύα, αλλά εσένα κυρίως απάτησε και σε απατά κατ’ εξακολούθησιν. Δεν σου υπέδειξε να φας κανέναν απαγορευμένο καρπό, αλλά να καταστρέψεις τον παράδεισο όπου ζούσες. Και εσύ «μάσησες» διότι είσαι «λογικό όν», κατ’ ευφημισμόν, και τον κατέστρεψες…