Ιστορικές προκλήσεις για Αθήνα και Λευκωσία

Οι οποίες και ακυρώνουν δυνάμει προφανή πλεονεκτήματα. Με αυτιστικές αγκυλώσεις που εξουθενώνουν δυνατότητες. Και ολισθήσεις που καθηλώνουν αντιστάσεις.

Στην περίπτωση της Ελλάδος, η έως και καταθλιπτική κατάσταση χρεοκοπίας και η συνακόλουθη εσωστρέφεια, εκτός από την υποδουλωτική εξάρτηση από άλλα κέντρα (ως συνέπεια των δανειακών αναγκών) δημιουργεί αδυσώπητες προοπτικές. Οι οποίες και περιστέλλουν απελπιστικώς τα περιθώρια: Αφενός ασκήσεως φυσικών δικαιωμάτων στον εθνικό χώρο. Όπως είναι η ανακήρυξη ΑΟΖ σε συγκεκριμένες θαλάσσιες περιοχές της χώρας. Όπως στην εκείθεν του Καστελλορίζου ζώνη. Όπου η Άγκυρα ήδη προωθεί γεωπολιτικό τετελεσμένο. Και αφετέρου αποσοβήσεως προφανών κινδύνων που εκδηλώνονται σε βάρος της εθνικής κυριαρχίας αλλού.

Από την άλλη, στην περίπτωση της Κύπρου – κι ενώ διανοίγονται νέες προοπτικές με την αφετηριακή προαγωγή των σχεδιασμών για την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων: Τόσο η εσωτερική πολιτική κατάσταση που διαμορφώνεται με όρους εμφυλιοπολεμικών επιπλοκών (ως συνέπεια του πορίσματος για την καταστροφική έκρηξη στο Μαρί) όσο και κάποιες παράμετροι της οικονομικής κρίσεως, ακρωτηριάζουν δυνατότητες και συρρικνώνουν ελπίδες αξιοποιήσεως των στρατηγικών πλεονεκτημάτων που διαμορφώνονται. Κυρίως όμως περιορίζουν τις δυναμικές αναπτύξεως αποτρεπτικών στρατηγικών, έναντι των πολιτικο-στρατιωτικών εκβιασμών που βαναύσως ασκούνται από πλευράς Τουρκίας. Η οποία ενώ φαινομενικώς ευρίσκεται σε αντιπαράθεση με πλείονες δυνάμεις πέραν του Ισραήλ, εντούτοις δεν παύει ν’ αποτελεί την αιχμή του ατλαντικού δόρατος. Ούτε και περιστέλλει τα ηγεμονικά της σύνδρομα σ’ αυτήν την κρίσιμη γεωγραφία.

Αυτή λοιπόν την ώρα, θα έπρεπε Αθήνα και Λευκωσία να είχαν όχι απλώς αναπτύξει θεωρητικό αμυντικό άξονα, στη βάση ενός ουσιαστικού (υπαρκτού δηλαδή) δόγματος ενιαίου στρατηγικού χώρου, αλλά θα έπρεπε να είχαν οπλίσει αποτελεσματική πολιτική, που θ’ ανέτασσε τα πλεονεκτήματα τα οποία οι νεοπαγείς περιφερειακές εξελίξεις σε όλο το μεσανατολικό φάσμα προσφέρουν. Αλλά για να γίνει κάτι τέτοιο (και γενικότερα για να υπάρξουν υπολογίσιμες αποτρεπτικές στρατηγικές) απαιτούνται συγκεκριμένα στοιχεία ισχύος. Όχι μόνο στρατιωτικά. Και αυτά βεβαίως. Αλλά και οικονομικά, που συνιστούν την αξιόπιστη βάση και ουσιαστική τελικά υποθεμελίωση των απαιτούμενων από τέτοιες περιστάσεις πολιτικών. Εάν αυτά τα δεδομένα δεν υπάρχουν και αν το εσωτερικό μέτωπο βρίσκεται σε κατάσταση αποσυνθετικών τριβών, τότε «ουδέν εστί γενέσθαι». Διότι κατά Θουκυδίδην, «αεί καθεστώτος, τον ήσσω υπό του δυνατοτέρου κατήργεσθαι»! Και ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω.

Κοντολογίς και πέραν δικαιολογημένων μεμψιμοιριών: Αθήνα και Λευκωσία, ως οι δύο υπό τις ιστορικές περιστάσεις πυλώνες του Ελληνισμού σ’ αυτήν τη συγκυρία, οφείλουν έστω και τώρα να συνέλθουν και να συναναταχθούν. Να συγκλίνουν. Και αφήνοντας πίσω αυτά που επενεργούν ως έωλα σύνδρομα εσωστρέφειας, να συνδιαχειρισθούν τα επερχόμενα. Με αποτρεπτικές αντιστάσεις όσον αφορά τους κινδύνους. Και με αποφασιστικές επιλογές, όσον αφορά την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Για να μη βρεθούν μπροστά σε μη αναστρέψιμα γεωπολιτικά τετελεσμένα. Τα οποία η Άγκυρα ήδη και απροκαλύπτως απεργάζεται.


Σχολιάστε εδώ