Ειρήνη σημαίνει ελευθερία
Φυσικά δεν μπορεί η ειρήνη να σημαίνει απλώς απουσία πολέμου. Δεν μπορεί δηλαδή η ανθρώπινη ευτυχία, ο πλούτος της ψυχής, του πνεύματος και η ποιότητα ζωής να ταυτίζονται με την «ειρήνη του νεκροταφείου».
Η καθημερινή ζωή του ανθρώπου, όπου κι αν βρίσκεται, από το Ιράκ ως την Ανταρκτική, από τη Γη του Πυρός ως το Ροβανιέμι, από την Ισλανδία ως τη Νότιο Αφρική, το Σουδάν, τη Σομαλία και την Παλαιστίνη, η κοινωνική ζωή του ανθρώπου, η οργάνωση και η πορεία της βιώνουν τη βία και τη σύγκρουση ως καθημερινό, παθογενές, θα λέγαμε, φαινόμενο θεσμικής και κοινωνικής λειτουργίας της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η διαφορά μεταξύ των διαφόρων ειδών συγκρούσεων και μορφών βίας συνίσταται στο πολιτισμικό, δηλαδή στο ποιοτικό περιεχόμενο της διεκδίκησης. Ο αγώνας για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, η διεκδίκηση ισότητας και άρσης των διακρίσεων, ο αγώνας εναντίον της καταπίεσης, της δουλείας, της φτώχειας και των δομών εξαθλίωσης της ανθρώπινης ύπαρξης είναι μια θετική μορφή βίας, την οποία συνηθίζουμε να ονομάζουμε «θετική ειρήνη», πράγμα που σημαίνει εκείνη την κατάσταση που αντιμάχεται μορφές δομικής βίας, δηλαδή τους μηχανισμούς παραγωγής βίας, όπως είναι ο αναλφαβητισμός, η φτώχεια, η εξαθλίωση, η ανισότητα και η ανελευθερία. Επομένως η ειρήνη ταυτίζεται εν προκειμένω με κλασικές διαχρονικές αξίες του πολιτισμού μας, όπως είναι η ελευθερία, η δικαιοσύνη και η ισότητα.
Σήμερα ζούμε σε πολλές περιοχές του κόσμου τόσο την εξόφθαλμη βία της καταπίεσης, που προέρχεται από στρατιωτική κατάκτηση και επιβολή της βίας του ισχυρού, δηλαδή τις συνθήκες απουσίας ειρήνης, όπως είναι το Ιράκ, η Παλαιστίνη, το Αφγανιστάν ή/και η Βόρειος Κύπρος, αλλά και τη δομική βία σε πολλές περιοχές του κόσμου, όπως είναι ολόκληρη η Αφρική που βιώνει το φαινόμενο της απερήμωσης, της περιβαλλοντικής καταστροφής, του AIDS, της φτώχειας, καθώς και της πολιτιστικής αλλοτρίωσης, αλλά και τη γενοκτόνο επιβολή του ισχυροτέρου επί του αδυνάτου. Παρόμοια φαινόμενα απαντώνται σε ολόκληρη την Ασία προεξαρχούσης της Κίνας, αλλά και στην Ινδία και σε πολλές περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όπου η ανθρώπινη ύπαρξη έχει υποβαθμισθεί ως οντότητα, πολιτισμός και ποιότητα, κατά τρόπο ανησυχητικό, θα λέγαμε εφιαλτικό.
Όλοι οι δείκτες της ανθρωπότητας και της προόδου του ανθρώπινου γένους οδηγούν, με εξαίρεση την ιατρική επιστήμη, σε εξαιρετικά απαισιόδοξες εκτιμήσεις για το μέλλον του ανθρώπινου γένους και του περιβάλλοντος ζωής του.
Δεν πρόκειται μόνο για την κλασική παθογένεια του δυτικού πολιτισμού, την οποία ο Χάμπερμας τη δεκαετία του ’70 ονόμασε «απόλυτη ανθρώπινη μοναξιά του ατόμου», αλλά κυρίως για την προϊούσα καταστροφή του περιβάλλοντος σε ολόκληρη την υφήλιο, την περιθωριοποίηση μεγάλης μερίδας των νέων ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο από τη συμμετοχή στην ανθρώπινη δημιουργία και την παραγωγική διαδικασία, τη φτώχεια μεγάλων ομάδων ανθρώπινου πληθυσμού και τη στέρηση, τέλος, εν ονόματι της δημοκρατίας (sic), της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης από λαούς και χώρες που έτυχε να βρίσκονται σε κρίσιμα γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά σημεία της υδρογείου. Τέτοια περίπτωση γεωπολιτική υπεραξίας αποτελεί σαφώς η Κύπρος, που πληρώνει εδώ και 130 χρόνια (από βρετανικής κτήσεως της Κύπρου το 1878), όπου η φοβερή σύμπτωση της γεωγραφίας, δηλαδή της θέσης, με την πολιτική σημασία, τουτέστιν το ενδιαφέρον και τα συμφέροντα τρίτων, καθιστά τη διεκδίκηση της Νήσου από γειτονικές και μεγάλες δυνάμεις αναπόδραστη και εξόχως αρνητική εξέλιξη για την ίδια.
Το δυστύχημα για την προσδοκία της παγκόσμιας ειρήνης είναι ότι ο παγκόσμιος ηγεμόνας έχει χρεοκοπήσει, ο δε άνθρωπος εναποθέτει τις ελπίδες και προσδοκίες του μόνο στον Θεό, δηλαδή σε υπερβατική παρέμβαση, αφού η ανθρώπινη λογική διαπιστώνει, αλλά δεν θέλει να λύσει τα προβλήματα, ή στους λαούς που καλούνται ως οριζόντια κινήματα πολιτών να διεκδικήσουν την ελευθερία.