Μια φορά και έναν καιρό

Με τον Κώστα είχαμε να συναντηθούμε από την εποχή που φοιτούσαμε στη Σχολή Κινηματογράφου. Δηλαδή για ν’ ακριβολογήσωμε, από τότε που πληρώναμε δίδακτρα για να παραδίδωμε μαθήματα κινηματογραφίας στους… καθηγητές μας. Ύστερα πήγε φαντάρος, απολύθηκε, και την ημέρα που τυχαία συναντηθήκαμε, τόσο εκείνος όσο κι εγώ, περιφερόμασταν ασκόπως όπως θα έγραφε και το αστυνομικό δελτίο της εποχής… Καθήσαμε σ’ ένα καφενεδάκι κουβεντιάζοντας για το ζοφερό παρελθόν και το ζοφερότερο… μέλλον.

Ανταλλάξαμε κακίες, επειδή αν δεν κακολογήσεις και δεν θάψεις το σινάφι σου ή σαλταρισμένος είσαι ή προβοκάτορας, με δύο λόγια άτομο που του πρέπει δημόσιος εμπτυσμός… Κατόπιν βολευτήκαμε καλύτερα στις καρέκλες μας και προχωρήσαμε σ’ έναν ευρύτερο κοινωνιολογικό σχολιασμό, μετά την κοινή διαπίστωση πως η Ελλάς υποσιτίζεται κινηματογραφικά, διότι τι να σου κάνουν οι 165 ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες που γυρίζονται τον χρόνο.
-… Οι 167, διόρθωσα τον Κώστα, που είχε ανέκαθεν την τάση να ελαχιστοποιεί τα γεγονότα, συμπληρώνοντας μάλιστα πως είχαμε ιερή υποχρέωση να συνεισφέρομε κι εμείς γυρίζοντας δυο τρεις ακόμη. Βεβαίως, για να υλοποιηθεί αυτό απαιτούντο τρία πράγματα. Πρώτον σενάριο, δεύτερον οργάνωση και τρίτον λεφτά. Και τα μεν δύο πρώτα τα διαθέταμε εν αφθονία. Να φάνε κι οι κότες. Στο χρήμα δυστυχώς υστερούσαμε, αλλά δεν απογοητευθήκαμε. Ανέπτυξα το «Δόγμα Τάσου» που επρέσβευε πως «εμείς διαθέτομε την πείρα και ο παραγωγός διαθέτει τα λεφτά. Συνεργάζονται στενά, η Τέχνη και το Κεφάλαιο, ύστερα δε από μια σειρά διεργασιών αποκτούμε εμείς τα λεφτά και ο παραγωγός την… πείρα!». Σ’ ένα νοερό προσκλητήριο γνωστών μας, αρκετά εκτεταμένο μάλιστα, δεν βρήκαμε κάποιον που να διαθέτει κεφάλαιο και να επιθυμεί να το ανταλλάξει με πείρα. Αλλά και πάλιν δεν απογοητευθήκαμε. Επειδή όμως η ώρα περνούσε και δεν ήταν δυνατόν να μένωμε αδρανείς, αποφασίσαμε να συνεργαστούμε ανοίγοντας διαφημιστικό γραφείο. Θα νοικιάζαμε έναν ευπρεπή χώρο, θα τον επιπλώναμε, και θα ξαμολιόμασταν προς άγραν πελατών. Είχα φίλο ψυχίατρο που θα μας υπεδείκνυε στη ζούλα άτομα με μειωμένη αντίληψη, τα οποία θα επισκεπτόμεθα με διαφημιστικές προτάσεις. Επειδή κάθε αρχή και δύσκολη, ανέκυψε ένα καθαρά τεχνικό θέμα. Αν θα νοικιάζαμε πρώτα το γραφείο ή πρώτα θ’ αγοράζαμε τα έπιπλα. Με παρακάλεσε θερμά ο Κώστας, με ικέτευσε θα έλεγα, να παραβώ τις πατροπαράδοτες αρχές της οικογενείας μου και πρώτα να νοικιάσωμε το γραφείο, όπως συνηθίζουν οι μικροαστοί, και κατόπιν να αγοράσωμε τα έπιπλα. Δέχθηκα με σπαραγμό ψυχής για να μην τον στενοχωρήσω. Το γραφείο που επιλέξαμε ήταν ακριβώς απέναντι από νεόδμητο τουριστικό ξενοδοχείο, στο κέντρο της
Αθήνας, όπου ανυποψίαστες τουρίστριες κυκλοφορούσαν ημίγυμνες ή είχαν τη λόξα να κάνουν συχνά μπάνιο, μη φανταζόμενες πως οι αντίκρυ μονίμως μισόκλειστες γρίλιες μοιάζαν με κερήθρα μελισσιού, όπου τις μέλισσες υποκαθιστούσαν αχόρταγα μάτια που μελετούσαν τις κινήσεις τους με υπομονή μεγαλύτερη σχολαστικού… αστρονόμου.
Το επιπλώσαμε και εγκατασταθήκαμε πλάθοντας όνειρα. Και πράγματι συνέβη ένα οικονομικό θαύμα: Ο καφετζής διπλασίασε τον τζίρο του. Συν τω χρόνω δε, εφαρμόζοντας και… «δημιουργική» εισπρακτική, προσέθετε στον λογαριασμό και τα ποτά που ενδεχομένως θα καταναλώναμε και τον τριπλασίασε. Το μέγαρο,
εκτός του καφετζή, διέθετε και θυρωρό που περνούσε τις ώρες του κουβεντιάζοντας με τον ομόλογό του στο διπλανό κτίριο και μια ευειδή καθαρίστρια που καθάριζε τις σκάλες στις μη εργάσιμες ώρες, και δεν συμμερίζομαι τις κακοήθειες που ελέγοντο για τα έργα της κατά τις εργάσιμες… Την εποχή εκείνη, κάποιος εξαιρετικά κακοκέφαλος άνθρωπος αποφάσισε άνευ ουδενός αποχρώντος λόγου να εκδώσει εφημερίδα. Η δευτέρα σκέψις του, σοφωτέρα της πρώτης,
ήταν να γυρίσει ένα «σποτάκι» σε πολλά αντίτυπα για να διαφημίσει και προαναγγείλει την έκδοσή της. Ένας γνωστός του, πάρα πολύ καλός άνθρωπος, που ίσως έπαιζε κόρνο στον «Στρατό της Σωτηρίας» ή ήταν Μορμόνος, μας συνέστησε σαν ειδικούς. Τον επισκεφθήκαμε με ύφος πολυάσχολων που χάνουν τον πολύτιμο χρόνο τους μαζί του και συζητήσαμε για το ταινιάκι.
Ήταν κάτι απελπιστικά κοινό. Να χασμουριέσαι. Διέθετε όμως μια συναρπαστική πρωτοτυπία. Το πλήρωσε προκαταβολικά… Δυστυχώς στο εργαστήριο που δεν είχανε ξαναδεί τόσο λίγα μέτρα ταινίας, σε τόσο πολλά αντίτυπα, συνοδευόμενα από τόσα ζωντανά λεφτά, πάθανε ταράκουλο, αφαιρέθηκαν και δεν πρόσεξαν πως το φιλμ «γλιστρούσε» στην τυπωτική μηχανή, με αποτέλεσμα να μη συμπίπτει η εικόνα με το «σπικάζ»…
Για να είμαστε συνεπείς πήγαμε στον εργοδότη μας και του εξηγήσαμε πως θα υπάρξει καθυστέρηση στην παράδοση για να γίνουν οι απαραίτητες διορθώσεις. Αλλά ο κακοκέφαλος εκδότης γέλασε και είπε: -Δεν πειράζει. Φέρτε τα. Πολλοί θα τα δουν και λίγοι θα το καταλάβουν…
Παρέλαβε όλα τα φιλμάκια, τα διοχέτευσε αμέσως στους κινηματογράφους, όπου πολλοί τα είδαν, όμως κανείς δεν κατάλαβε αν την ημερομηνία που ανέγραφαν θα γινόταν η κλήρωση του λαχείου συντακτών, το διαζύγιο του σάχη της Περσίας ή η συντέλεια του κόσμου…
Τότε γνωρίσαμε τον Γιάννη Αργύρη, που εργαζόταν σαν σκιτσογράφος στην εφημερίδα που ήδη κυκλοφορούσε κανονικά, αλλά η οικονομική της κατάσταση «έβαινε συνεχώς επί τα… χείρω βελτιουμένη», όπως θα έγραφε στην αναφορά του ο πάλαι ποτέ ενωμοτάρχης. Σαφέστερος για το μέλλον της ήταν ο Γιάννης που, κρατώντας τα σύνεργα της ζωγραφικής του, είπε: – Σχεδιάζω… να τους στείλω στον διάολο!
Τη χρονιά εκείνη, δύο θάνατοι στο σπίτι μας έδωσαν φυσικά χαρά στον οικογενειακό μας πεθαμενατζή, σ’ εμένα όμως ο ψυχικός κλονισμός μού προκάλεσε κολίτιδα που απαιτούσε ειδική δίαιτα. Με τον Κώστα τρώγαμε τα μεσημέρια
σ’ ένα κεντρικό εστιατόριο. Ένα στυφό γκαρσόνι, ίδιος απαράλλαχτα με εκείνον στο «Βίκτωρ και Βικτώρια» στη σκηνή με την κατσαρίδα, με μισούσε θανάσιμα επειδή έτρωγα καθημερινά βραστό κοτόπουλο. Πρώτα έπαιρνε παραγγελία από τον Κώστα, που ήταν καλόβολος και εύκολος στις επιλογές του, κι ύστερα γύριζε προς
εμένα βράζοντας και γρυλίζοντας: -Κοτόπουλο;
-Κατάλογο, απαντούσα. Έφερνε κατάλογο βλαστημώντας από μέσα του. Τον μελέταγα κι
έλεγα: -Κοτόπουλο! Ήταν η εκδίκησή μου για το μίσος του. Συχνά μαζί μας έτρωγε και ο Γιάννης Αργύρης. Πιάναμε ένα τραπέζι στο πατάρι του
εστιατορίου κι ο Γιάννης άρχιζε τα δικά του.
Ευτυχώς δεν τον άκουσαν, όταν κάποτε έκανε τον οργισμένο λέγοντας: -Έλα εδώ γκαρσόν.
Είναι η δεύτερη μερίδα που τρώω κι ακόμα δεν… έπαθα τίποτα!
Ήταν σ’ εκείνα τα ανεπανάληπτα χρόνια των αρχών της δεκαετίας του ’60. Άνεμος αισιοδοξίας και δημιουργίας έπνεε παντού. Στον κινηματογράφο. Στη μουσική, στο θέατρο, στην… καταστροφή της Αθήνας. Έγιναν μονόδρομοι. Υπόγειες διαβάσεις στην Ομόνοια, με το λοξό σιντριβάνι στην πλατεία κι ένα μοντέρνο «καφέ» στο υπόγειο που διαφήμιζε με «νέον» γράμματα καφέ εσπρέσο. Τα IX αυτοκίνητα καθημερινά πλήθαιναν. Τζουλιέτες και SAAB κυκλοφορούσαν με νεαρούς ραλίστες που σύχναζαν στο κλαμπ «Number one» στην οδό Κυψέλης. Στο «Whisky a go go» του Γκριν Παρκ ή στο «Silver House» στη Γλυφάδα και στο «Δελφίνι» πέρα από τη Βάρκιζα…
Με τον Κώστα, κατά έναν τρόπο έτσι μαζί αρχίσαμε και κατά έναν τρόπο πάλι μαζί τελειώσαμε…


Σχολιάστε εδώ