Με την ανεδαφική, μυωπική και ενδοτική πολιτική της, η κυβέρνηση προετοιμάζει στρατηγική ήττα της Ελλάδος σε όλα τα μέτωπα
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ τα κακά νέα που άρχισαν να έρχονται, το ένα μετά το άλλο, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν αποτελούν έκπληξη. Συνδέονται με την ακολουθούμενη από την Ελλάδα πολιτική έναντι της Τουρκίας.
Στην αρχή ήρθε η Κάσος. Η Τουρκία έστειλε πέντε πολεμικά σκάφη για να υπερασπίσει το παράνομο Τουρκο-Λιβυκό μνημόνιο και τους ισχυρισμούς της για τη «Γαλάζια Πατρίδα» και για να αμφισβητήσει την οριοθετημένη από την Ελλάδα και την Αίγυπτο ΑΟΖ στην περιοχή που επικαλύπτεται από το Τουρκο-Λιβυκό μνημόνιο. Τι έκανε η Ελλάδα; Ο υπουργός Εξωτερικών, αντί να απαντήσει ευθέως για τη ταμπακιέρα, εάν δηλαδή ζητήθηκε άδεια από τις Τουρκικές αρχές από το Ιταλικό ερευνητικό πλοίο, που ενεργούσε για λογαριασμό της Ελληνικής κυβερνήσεως, κάνει συνεχώς δηλώσεις ότι απεφεύχθη οποιαδήποτε κρίση, ως αυτό να ήταν το ζητούμενο και όχι η προστασία των Ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Εάν η Άγκυρα, με αφορμή την Κάσο, κατόρθωσε να δημιουργήσει ήδη προηγούμενο «δικαιωμάτων» στην περιοχή, αντιλαμβάνεται κανείς τι σημαίνει αυτό για την Ελληνική υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ και για τα Ελληνικά ενεργειακά και στρατηγικά συμφέροντα και τι ευθύνες υπέχουν αυτοί που επέτρεψαν τη δημιουργία αυτού του προηγούμενου.
Συναφές είναι και το θέμα της ηλεκτρικής διασυνδέσεως Κρήτης – Κύπρου και η δημόσια συζήτηση για το λεγόμενο «γεωπολιτικό ρίσκο» που αφορά την υλοποίηση του έργου. Υπονοείται σαφώς ο κίνδυνος Τουρκικής παρεμβολής, με τους γνωστούς ισχυρισμούς ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ και ότι η θαλάσσια περιοχή μεταξύ Κρήτης και Κύπρου είναι Τουρκική ΑΟΖ, που προεκτείνεται νότια από τις Τουρκικές ακτές χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν η επήρεια του νησιωτικού συμπλέγματος του Καστελλορίζου.
Με τον τρόπο αυτό, η Άγκυρα επιδιώκει να αφαιρέσει από την Ελλάδα οποιαδήποτε δυνατότητα στρατηγικών σχεδιασμών στην περιοχή και σταδιακά να σφετερισθεί η ίδια τα Ελληνικά δικαιώματα, με το ιδεολόγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας». Αντιλαμβάνεται κανείς ότι υπό τέτοιες συνθήκες όχι μόνο θα φαλκιδευόταν η αξιοποίηση από την Ελλάδα της δικής της εν δυνάμει ΑΟΖ, αλλά θα υπονομευόταν ταυτόχρονα η δυνατότητά της να αναπτύξει και να υποστηρίξει στρατηγικές συμμαχίες με χώρες της περιοχής.
Για να μη μείνει καμιά αμφιβολία για το τι πραγματικά επιδιώκει η Άγκυρα με προπέτασμα τη «Διακήρυξη των Αθηνών», ήρθε η αυθαίρετη Τουρκική NAVTEX, η οποία χωρίζει το Αιγαίο στα δύο για έναν μήνα για τη διεξαγωγή δήθεν ασκήσεων έρευνας και διασώσεως αλλά και περιβάλλοντος! Η περιοχή καλύπτεται από το Ελληνικό FIR και συγχέεται σε πολλά σημεία με τον Ελληνικό εθνικό χώρο. Αρμόδιες για την έκδοση NAVTEX είναι οι Ελληνικές αρχές. Η Άγκυρα όμως τις αγνοεί, επιδιώκοντας τον γνωστό της στόχο να διχοτομήσει το Αιγαίο και να καταστήσει δήθεν αρμόδιες τις Τουρκικές αρχές πέρα από τον 25ο παράλληλο. Εισαγάγει τώρα επιτηδείως και το περιβάλλον, για να διεκδικήσει συναρμοδιότητα με την Ελλάδα στο Αιγαίο ακόμη και σε ό,τι αφορά το περιβάλλον και τα θαλάσσια πάρκα τα οποία εξήγγειλε η Ελλάδα. Η Άγκυρα επεδίωξε, σε πρώτο στάδιο, να αποτρέψει την Ελλάδα από την άσκηση των δικαιωμάτων που της παρέχει το διεθνές δίκαιο, όπως η επέκταση των χωρικών της υδάτων σε 12 μίλια και η ανακήρυξη ΑΟΖ. Σε δεύτερο στάδιο, επιδιώκει ευθέως την υφαρπαγή Ελληνικού εθνικού χώρου και Ελληνικών δικαιωμάτων ΑΟΖ, με το τέχνασμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και με την επιδίωξη της διχοτομήσεως του Αιγαίου.
Οι επιδιώξεις αυτές είναι απροκάλυπτες και διασυνδέονται με φιλοδοξίες ηγεμονίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Κλειδί στις φιλοδοξίες αυτές είναι η ακύρωση της παρουσίας και της δράσεως της Ελλάδος στην Ανατολική Μεσόγειο και ο έλεγχος της Κύπρου. Λογικά, θα έπρεπε η Ελλάδα να καταστήσει την Κύπρο προπύργιο της στρατηγικής της στην περιοχή, όχι μόνο για την προάσπιση του Κυπριακού Ελληνισμού αλλά και για τη στήριξη της γεωπολιτικής της παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο και των περιφερειακών στρατηγικών συμμαχιών της.
Η κυβέρνηση όμως, όπως και άλλες προηγούμενες, επιλέγει την εύκολη λύση. Να μην επωμισθεί το βάρος του Κυπριακού προβλήματος, που εγκυμονεί εν δυνάμει Ελληνοτουρκική κρίση. Ο Κίσινγκερ, το 1974, συμβούλευε στις επιστολές του προς τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, για να αποτρέψει αντίδραση της Ελλάδος στον Αττίλα ΙΙ, να απαλλαγεί άπαξ διά παντός η Ελλάδα από το «βαρίδι» της Κύπρου για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τα άλλα προβλήματά της.
Η πολιτική αυτή της αποστασιοποίησης, που παρουσιάζεται ευσχήμως ως «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται», αφήνει στην πραγματικότητα κενό χώρο για να δρουν ξένες δυνάμεις, με πρώτη τη Μ. Βρετανία, και η Τουρκική προπαγάνδα στο εσωτερικό Ελληνικό μέτωπο.
Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στο εσωτερικό μέτωπο είναι ήδη πολύ ανησυχητική. Τα δύο μεγάλα κόμματα, ΑΚΕΛ και ΔΗΣΥ, έχουν διολισθήσει σε εντελώς απαράδεκτες θέσεις, με σημαία τη λεγόμενη διζωνική ομοσπονδία με «πολιτική ισότητα», που μεταφράζεται από την Τουρκική πλευρά σε ομοσπονδία δύο ισοτίμων κρατών, που παραπέμπει ουσιαστικά σε συνομοσπονδία.
Ο Πρόεδρος, ο οποίος εξελέγη από μια πλειοψηφία αντιτιθέμενη στις θέσεις των ηγεσιών του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ, επαμφοτερίζει επικίνδυνα και κατέστησε επίκεντρο της πολιτικής του τη διαδικασία αντί την ουσία. Ζητά την επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών, τη στιγμή που η Τουρκική πλευρά θέτει όρους και ζητά ουσιαστικά την προκαταβολική αναγνώριση του ψευδοκράτους και την εξίσωσή του με την Κυπριακή Δημοκρατία. Αντί να είναι παρούσα η Ελλάδα και να ασκεί την επιρροή της στο υποτιθέμενο, τουλάχιστον, αδελφό κόμμα της ΝΔ, το ΔΗΣΥ, η κυβέρνηση παραμένει σκοπίμως μακριά και αφήνει τα πράγματα να οδηγηθούν προς μια απαράδεκτη δήθεν λύση. Ο υπουργός Εξωτερικών απεφάνθη μάλιστα ότι χρειάζεται «τόλμη» στο Κυπριακό. Τόλμη, δηλαδή, για την αποδοχή μιας λύσεως Τουρκικών προδιαγραφών, που θα μετέτρεπε ολόκληρη την Κύπρο σε Τουρκικό δορυφόρο και εξέδρα των Τουρκικών ηγεμονικών φιλοδοξιών στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η κατάσταση η οποία διαμορφώνεται στη Λιβύη και στα Βαλκάνια, η επίσκεψη του Αιγύπτιου Πρόεδρου Σίσι στην Άγκυρα, οι πληροφορίες για επανένταξη της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35 και η επιτεινόμενη συνεχώς εξοπλιστική προσπάθεια της Άγκυρας, με θεαματική ταυτόχρονα ανάπτυξη της Τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας, είναι ενδείξεις και εξελίξεις που εμπνέουν μεγάλη ανησυχία και θα έπρεπε να είχαν κινητοποιήσει την κυβέρνηση για τη λήψη μέτρων και την υιοθέτηση αναγκαίων πολιτικών.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί η απάθεια και η αδράνεια με την οποία η κυβέρνηση αντιμετωπίζει το θέμα ιδιαίτερα των αναγκαίων ναυτικών εξοπλισμών, που καθυστερούν πέρα από κάθε λογικό όριο και το θέμα της Ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας. Είναι αδιανόητο, τη στιγμή που η Άγκυρα επιδίδεται σε φρενήρεις εξοπλισμούς, επιδιώκοντας τη ναυτική υπεροχή στο Αιγαίο, η κυβέρνηση να αφήνει το Ελληνικό Ναυτικό χωρίς τις απαραίτητες μονάδες και τους άλλους αναγκαίους εξοπλισμούς. Ο υπουργός Αμύνης υπαινίχθη ότι οι Ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες είναι εμπόδιο στη χρηματοδότηση αναγκαίων αμυντικών προγραμμάτων. Είναι γνωστό ότι με τα μνημόνια είχαν επιβληθεί στυγνές απαγορεύσεις στην αγορά αμυντικού υλικού. Ισχύουν ακόμη τέτοιου είδους περιορισμοί;
Εάν ισχύουν, είναι απαράδεκτο και πρέπει άμεσα να απορριφθούν. Τίποτε δεν μπορεί να είναι πάνω από την εθνική ασφάλεια. Πολύ περισσότερο όταν η εθνική άμυνα και η αμυντική βιομηχανία δεν περιλαμβάνονται στους κανόνες της ενιαίας Ευρωπαϊκής αγοράς.
Συνεχίζοντας μια ανερμάτιστη και ανεδαφική πολιτική, η κυβέρνηση θέτει σε κίνδυνο ζωτικά εθνικά δικαιώματα και την εθνική ασφάλεια της χώρας σε όλα τα ανοιχτά μέτωπα.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ