Το δημογραφικό ως εθνικό πρόβλημα

Το δημογραφικό ως εθνικό πρόβλημα


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Tο δημογραφικό έχει, σε διεθνές επίπεδο, όψη υπέρμετρης και ανεξέλεγκτης αυξήσεως του πληθυσμού. Ήδη ο πληθυσμός του πλανήτη ανέρχεται σε 8 δισ. ανθρώπους. Πολυπληθείς χώρες, όπως η Κίνα, αντιμετώπιζαν πρόβλημα δυσανάλογης αυξήσεως του πληθυσμού, που δεν μπορούσε να συμβαδίσει με την ανάπτυξη.

Η Κίνα εισήγαγε αυστηρά μέτρα ελέγχου του πληθυσμού, με κύριο κριτήριο τον αριθμό των παιδιών που δικαιούται να φέρει στον κόσμο κάθε οικογένεια. Ο περιορισμός οδήγησε σε μια σχετική γήρανση του πληθυσμού. Η Κίνα χαλαρώνει τώρα τα πολύ αυστηρά μέτρα για να στηρίξει το εργατικό της δυναμικό και τη νεότητα του πληθυσμού της, μέσα σ’ ένα οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο που το έχει μεταμορφώσει η ραγδαία ανάπτυξή της κατά τις τελευταίες δεκαετίες.

Η Ινδία, ένας άλλος δημογραφικός γίγαντας, δεν ακολούθησε τον ίδιο δρόμο. Όταν η πρωθυπουργός Ιντίρα Γκάντι προσπάθησε να εισαγάγει μέτρα περιορισμού των γεννήσεων, προσέκρουσε σε πολύ μεγάλες αντιδράσεις και έχασε τις εκλογές. Η Ινδία καλπάζει σήμερα προς την πρώτη θέση σε μέγεθος πληθυσμού, υπερφαλαγγίζοντας την Κί­να. Η γρήγορη ανάπτυξη και της Ινδίας έφερε μια σχετική σταθεροποίηση στη δημογραφική κατάσταση της χώρας αυτής, ως αποτέλεσμα του κοινωνιολογικού κανόνα, που συνδέει τον δημογραφικό ρυθμό με το επίπεδο αναπτύξεως και την αλλαγή του τρόπου ζωής. Όσο δηλαδή προχωρεί η ανάπτυξη και ανέρχεται το βιοτικό επίπεδο τόσο μειώνεται ο δημογραφικός δείκτης.

Άλλες όμως χώρες του κόσμου, όπως η Ινδονησία, η Νιγηρία, η Αίγυπτος, η Αλγερία, το Μπαγκλα­ντές, το Πακιστάν, ακόμη και η Τουρκία, παρουσιάζουν εκρηκτική αύξηση του πληθυσμού. Η κατάσταση αυτή, ειδικότερα στη Μεσόγειο, δημιουργεί δημογραφική ανισορροπία μεταξύ της βόρειας και της νότιας όχθης της. Η ανεξέλεγκτη αύξηση πληθυσμού είναι επίσης εμφανής σ’ όλη την Υποσαχάρια Αφρική και σε πολλές άλλες χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής.

Η Ευρώπη, ως αποτέλεσμα του υψηλού βιοτικού της επιπέδου, αλλά και ιδεολογιών και προτύπων που επηρεάζουν τον τρόπο ζωής, περιέπεσε, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, σε δημογραφικό μαρασμό. Από την κατάσταση αυτή δεν διέφυγε και η Ελλάδα, που είχε παραδοσιακά υψηλό δημογραφικό δείκτη, που δοκιμαζόταν μόνο από τη μετανάστευση.

Από τη δεκαετία του 1990, όταν άρχισε από τις ΗΠΑ η πολιτική, που έγινε γνωστή ως παγκοσμιοποίηση, η κατάσταση στην Ευρώπη και στην Ελλάδα πήρε μια άλλη, πολύ ανησυχητική τροπή. Άρχισε να εκδηλώνεται μαζικά και με πρακτικά ανεξάντλητη δυναμική η παράνομη μετανάστευση, ως οργανικό μέρος της πολιτικής και των ιδεολογημάτων που έφερε η παγκοσμιοποίηση.

Η τελευταία γίνεται αντιληπτή υπό δύο διακριτές έννοιες. Η πρώτη αναφέρεται στην έκρηξη της τεχνολογίας και των επικοινωνιών, που καθιστούν εφικτή την ενοποίηση του κόσμου και τη δημιουργία μιας παγκόσμιας αγοράς. Η δεύτερη αναφέρεται σε μια πολιτική που έχει ως στόχο την παγκοσμιοποίηση της αγοράς και την κυριαρχία σ’ αυτήν των χρηματιστικών κυρίως δυνάμεων, που έχουν κατακτήσει θέση υπεροχής στις οικονομίες των ΗΠΑ και της Ευρώπης.

Η παράνομη μετανάστευση υ­πεισέρχεται ως παράγων στην παγκοσμιοποίηση, γιατί η επιδίωξη της τελευταίας να προαγάγει την παγκόσμια αγορά συνεπάγεται μια α­ναγκαία φιλελευθεροποίηση στη διακίνηση του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού. Κάθε αγορά συνίσταται από τρία βασικά στοιχεία: κεφάλαιο, προϊόντα και υπηρεσίες και εργατικό δυναμικό.

Η σχετική ενοποίηση, άλλωστε, του εθνικού εργατικού δυναμικού με το ανεξάντλητο και πολύ φθηνό εργατικό δυναμικό του Τρίτου κόσμου ανατρέπει κάθε ισορροπία μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας στις αναπτυγμένες χώρες και καθηλώνει ή και μειώνει τους μισθούς. Η παγκοσμιοποίηση μπορεί επομένως, με τη χαλάρωση των εθνικών ελέγχων και τα ανοικτά σύνορα του ελεύθερου εμπορίου, να παρέχει φθηνά καταναλωτικά αγαθά εισαγωγής, ανεξάρτητα αν αυτό πλήττει την εθνική παραγωγή. Ανεξάρτητα, επίσης, αν θέτει σε άνισο ανταγωνισμό το εθνικό εργατικό δυναμικό με ένα ξένο και πολύ φθηνότερο, εισαγόμενο εργατικό δυναμικό. Το τελευταίο εκτοπίζει, σταδιακά, το επιτόπιο εργατικό δυναμικό από ολόκληρους τομείς της οικονομίας.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έσπευσε, άκριτα, να ταυτισθεί με την πα­γκοσμιοποίηση, αγόμενη κυρίως από τη Γερμανία, παρά το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση έρχεται, εκ των πραγμάτων, σε α­ντίφαση με την Ευρωπαϊκή ενοποίηση, που είναι, υποτίθεται, ο δεδηλωμένος στόχος της Ευρώπης. Πώς θα επιτευχθεί όμως η ενοποίηση, όταν η Ευρώπη εκτρέπεται, πριν ολοκληρώσει την ενοποίησή της, προς την παγκοσμιοποίηση, που επιδιώκει το διεθνές ελεύθερο εμπόριο και τα ανοικτά σύνορα προς όλο τον κόσμο;

Ο προσανατολισμός αυτός οδήγησε σταδιακά την Ευρώπη και σε αλλαγή μεταναστευτικής πολιτικής. Για να παρακαμφθεί ο σκόπελος των λαϊκών αντιδράσεων, η αλλαγή παρουσιάσθηκε με φιλανθρωπικό προσωπείο, το άσυλο, παρά το γεγονός ότι γι’ αυτό υπήρχε ήδη επαρκής διεθνής νομοθεσία, η οποία μπορούσε, αν χρειαζόταν, να βελτιωθεί και να επικαιροποιηθεί. Το άσυλο ό­μως χρησιμοποιήθηκε ως πολιορκητικός κριός για την πολιτική των ανοικτών συνόρων, για να μπορούν, υποτίθεται, να έρχονται, ανεμπόδιστα, οι πρόσφυγες και να καταθέτουν αίτηση ασύλου.

Μέχρι το 2003, η μετανάστευση και το άσυλο ήταν εθνική αρμοδιότητα και η κάθε χώρα-μέλος αντιμετώπιζε το πρόβλημα σύμφωνα με τη δική της πολιτική. Κατά το έτος αυτό, με την ευκαιρία της Ευρωπαϊκής Προεδρίας, η Ελλάδα του Κώστα Σημίτη ανέλαβε να καταστήσει Ευρωπαϊκή αρμοδιότητα τη μετανάστευση και το άσυλο. Τότε εισήχθησαν οι δύο πρώτες Ευρωπαϊκές Οδηγίες, που αφορούν α­ντιστοίχως τους επί μακρόν διαμένοντες μετανάστες και την οικογενειακή επανένωση.

Σύμφωνα με τις Οδηγίες αυτές, ένας μετανάστης που παραμένει στη χώρα επί πέντε συνεχή έτη αποκτά το καθεστώς του μονίμως διαμένοντος και αποκτά όλα τα δικαιώματα των αυτοχθόνων πολιτών, εκτός του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, που παραπέμπεται στην πολιτογράφηση. Κάθε μετανάστης με καθεστώς μονίμου διαμένοντος μπορεί να φέρει στη χώρα και την οικογένειά του.
Με τον τρόπο αυτό, και με πολλές άλλες Οδηγίες που ακολούθησαν, δημιουργήθηκε μια νέα κατάσταση, που οδηγεί κυριολεκτικά σε αλλαγές πληθυσμών, σε διάσπαση της εθνικής συνοχής και σε ιδέες ακόμη για επίλυση του δημογραφικού προβλήματος με ξένους μετανάστες, με τους οποίους μάλιστα δεν υπάρχει καμιά πολιτιστική συνάφεια.

Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι ακόμη πιο επικίνδυνη, γιατί συνδυάζεται, εκ των πραγμάτων, με εξωτερικές απειλές που αντιμετωπίζει η χώρα. Η γειτονική Τουρκία, στο πλαίσιο της αναθεωρητικής και επεκτατικής της πολιτικής, εργαλειοποιεί την παράνομη μετανάστευση. Επιδιώκει απροκάλυπτα γεωπολιτικούς στόχους από την εγκατάσταση στην Ελλάδα αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη μαζικών Μουσουλμανικών πληθυσμών. Η εφαρμογή από την Ελλάδα ανεδαφικών Ευρωπαϊκών πολιτικών και Οδηγιών περί μη απωθήσεως των υποτιθέμενων αιτητών ασύλου στα σύνορα και περί ανοικτών συνόρων είναι συνταγή αυτοκαταστροφική και παράλογη.

Η Ελλάδα πρέπει να ελέγξει αποτελεσματικά τα σύνορά της και να μη διστάσει να αναστείλει, όπου και όταν χρειάζεται, την εφαρμογή εξωπραγματικών Ευρωπαϊκών Οδηγιών για λόγους εθνικής ασφάλειας. Θα πρέπει όμως παραλλήλως να στείλει μήνυμα διεθνώς, απελαύνοντας συστηματικά όλους όσοι παρουσιάζονται ως δήθεν πρόσφυγες, χωρίς να καλύπτονται από τον συγκεκριμένο ορισμό του διεθνούς δικαίου.

Τα ιδεολογήματα περί «λύσεως» του δημογραφικού με ξένους παράνομους μετανάστες στέλνουν αντίθετο μήνυμα και ενισχύουν, αντί να αποτρέπουν, την παράνομη μετανάστευση. Πρέπει όμως, παραλλήλως, να διαμορφωθεί, κατεπειγόντως, μια ολοκληρωμένη δημογραφική πολιτική, η οποία να θέσει συγκεκριμένους στόχους και να καθορίσει πόρους και μέσα. Δεν είναι έργο ανέφικτο. Είναι εφικτό και απόλυτα αναγκαίο για το εθνικό μέλλον του λαού αυτού.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ