11η Σεπτεμβρίου: «Η μέρα που άλλαξε ο κόσμος και η Ιστορία»

11η Σεπτεμβρίου: «Η μέρα που άλλαξε ο κόσμος και η Ιστορία»


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ


Ήταν ο τίτλος των απογευματινών ειδήσεων της κρατικής τηλεόρασης το Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου, χωρίς καμιά εξήγηση ή σχόλιο ως προς τι ακριβώς άλλαξε ο κόσμος και η ιστορία της ανθρωπότητας. Τίτλος δανεισμένος από ξένα ειδησεογραφικά Μέσα ή προς εντυπωσιασμό;

Ο απλός πολίτης θα διερωτήθηκε αν πράγματι άλλαξε και σε τι ο κόσμος. Γιατί γεγονότα με τέτοια διάσταση, που έχουν μείνει στην Ιστορία, είναι –μεταξύ άλλων πολλών– οι Περσικοί Πόλεμοι, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, η κατάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 476 μ.Χ. από γερμανικά φύλα, η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους και, αιώνες μετά, η Γαλλική Επανάσταση και η πτώση της Βαστίλης το 1789, η Μπολσεβικική Επανάσταση το 1917 και, αντίστροφα, η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων το 1989, η νίκη των Συμμάχων κατά του ναζισμού το 1945, η ρίψη της πρώτης ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα κ.ο.κ. Ασφαλώς σημειώθηκαν και άλλα μεγάλα γεγονότα, που επηρέασαν τον ρουν της Ιστορίας και την πορεία της ανθρωπότητας.

Η τρομοκρατική ενέργεια κατά των Δίδυμων Πύργων της Νέας Υόρκης την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί κοσμοϊστορικό γεγονός. Ήταν μια τρομοκρατική, παράτολμη ενέργεια, που σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε από ισλαμιστές φο­νταμενταλιστές, με καθοδηγητή τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, ο οποίος είχε τραγικό τέλος δέκα χρόνια μετά. Μια ειδεχθής ενέργεια, που προκάλεσε την καταστροφή του κέντρου διεθνούς εμπορίου στην καρδιά της Νέας Υόρκης και την απώλεια πάνω από 3.000 αθώων ανθρώπων. Δίκαιη και νόμιμη η αντίδραση των ΗΠΑ με τον βομβαρδισμό θέσεων και την κατάληψη του Αφγανιστάν, με νομιμοποίηση της αμερικανικής αντίδρασης από το ΣΑ των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο την ενέκρινε ομόφωνα με την ψήφο Ρωσίας και Κίνας. Αιτιολογική βάση των ψηφισμάτων του ΣΑ, η αρχή ότι η χρήση βίας αφορούσε την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, που είναι καταδικαστέα από τις αρχές του παγκόσμιου οργανισμού.

Η αμερικανική επέμβαση δεν ήταν πρωτόγνωρο γεγονός. Αντίστοιχες επεμβάσεις, όπως και άλλων δυτικών χωρών, με αιτιολογικό ή πρόσχημα την πάταξη της τρομοκρατίας και στο πνεύμα του προληπτικού πολέμου (preventive war), σημειώθηκαν και στο Ιράκ, στη Συρία και στη Λιβύη, ενώ, αντίθετα, αγαστή ήταν η συνεργασία με Αίγυπτο και Σαουδική Αραβία. Ακριβώς 20 χρόνια μετά, ο αμερικανός Πρόεδρος Τραμπ αποφασίζει, με τη Συμφωνία της Ντόχα με τους Ταλιμπάν, την αποχώρηση των Αμερικανών, την οποία υλοποιεί ο διάδοχός του και σημερινός Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν. Ημερομηνία εκπνοής της αποχώρησης των στρατιωτικών και πολιτικών δυνάμεων ήταν η 31η Αυγούστου.

Ουδείς υποστηρίζει ότι η εικοσαετής αμερικανική παρουσία συνετέλεσε στην οικονομική ανάκαμψη ή στη βελτίωση των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών στο Αφγανιστάν. Βασικός στόχος των ΗΠΑ ήταν οπωσδήποτε η τιμωρία των Ταλιμπάν και η πάταξη της τρομοκρατίας αλλά και η εγκαθίδρυση νέου καθεστώτος, που να σέβεται τις αρχές του δικαίου και της δημοκρατίας. Αντί αυτών αυξήθηκε η διαφθορά και η κλεπτοκρατία, γεγονός που ενίσχυσε την πανηγυρική επάνοδο των Ταλιμπάν στην εξουσία. Εκτιμάται ότι λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα θα αναγκάσει τη μεταβατική κυβέρνηση των Ταλιμπάν να συνεργασθεί με ΗΠΑ, Κίνα και Ρωσία, αλλά και με την ΕΕ. Η απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων δεν σημαίνει και ούτε μπορεί να αποδοθεί σε μειωμένο ενδιαφέρον για τον χώρο της Κεντρικής Ασίας. Δύσκολα θα την εγκαταλείψει στους ανταγωνιστές της, Ρωσία και Κίνα.

Ο Πρόεδρος Μπάιντεν και ιδιαίτερα ο υπουργός των Εξωτερικών Μπλίνκεν δέχθηκαν σειρά επικρίσεων για τον τρόπο αποχώρησης, που κατά την εκτίμηση των ρεπουμπλικανών βουλευτών έπληξε το διεθνές γόητρο της χώρας. Οι λόγοι απόσυρσης πολλοί και δικαιολογημένοι.

Ωστόσο, οι ΗΠΑ δεν παύουν να είναι η ισχυρότερη χώρα, με πρωταγωνιστικό ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις. Οι ηγέτες της και η κοινή γνώμη είναι πεπεισμένοι ότι είναι θεματοφύλακες και καθοδηγητές για τον δημοκρατικό κόσμο. Την εξωτερική τους όμως πολιτική τη διέπει μεγάλη επιπολαιότητα, προχειρότητα και αλαζονεία μαζί. Ασκούν διπλωματία ισχύος και αδιαφορούν για τις συνέπειες, γεγονός που εξηγεί και τις μεγάλες αποτυχίες τους. Οι Έλληνες έχουν πικρή πείρα και δυσάρεστες εμπειρίες από τις συμπεριφορές των ΗΠΑ έναντι της Ελλάδος. Εκτός της στήριξης της δικτατορίας των συνταγματαρχών, που εκτός άλλων δεινών επέτρεψε την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, για την αποτροπή της οποίας ουδέν έπραξαν –αν δεν την ενθάρρυναν κιόλας, όπως προκύπτει από πολλές μαρτυρίες–, στη συνέχεια ανέχθηκαν στις απειλές και προκλήσεις της Άγκυρας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ κατά κανόνα τηρούν ουδέτερη και αμφιλεγόμενη στάση. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια βελτίωση στις σχέσεις και τη συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών σε όλα τα επίπεδα. Στην εξέλιξη αυτή έχουν συμβάλει πολλά γεγονότα και εξελίξεις, όπως και ο ενεργός ρόλος του πρέσβη κ. Πάιατ, ο οποίος με δηλώσεις του και, προφανώς, εκθέσεις του προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ επισημαίνει τη στρατηγική σημασία της Ελλάδας για την ασφάλεια και σταθερότητα στην ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου.

Στις σημαντικές βάσεις που οι ΗΠΑ από δεκαετίες διατηρούν στη Σούδα της Κρήτης προστέθηκαν και οι στρατιωτικές και ναυτικές εγκαταστάσεις στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, που θεσπίστηκαν το 2019 με τη διμερή συμφωνία αμυντικής συνεργασίας, η οποία αναμένεται να ανανεωθεί τον επόμενο μήνα στην Ουάσινγκτον, κατά τη μετάβαση του υπουργού Εξωτερικών κ. Νίκου Δένδια στην αμερικανική πρωτεύουσα. Α­σφαλώς, ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών είναι γνώστης της ιστορίας των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Να επιδιώξουμε όμως και να απαιτήσουμε μια συνεργασία με τις ΗΠΑ, που να στηρίζεται στην αρχή του «do ut des», δηλαδή της ανταποδοτικότητας. Σε έναν εξέχοντα Ελληνοαμερικανό, τον George Chri­stopher, ο οποίος διετέλεσε επί σειρά ετών δήμαρχος της πόλης του Σαν Φρανσίσκο, είχε προταθεί από τον τότε Πρόεδρο των ΗΠΑ Ρόλαντ Ρίγκαν, που υπήρξε εκλογικός αντίπαλός του για κυβερνήτης της Πολιτείας της Καλιφόρνιας, ο διορισμός του ως πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα. Την αρνήθηκε, όπως μου είχε πει, καθώς στο ερώτημά του «θα είμαστε δίκαιοι (fair) στις σχέσεις με την Ελλάδα;» δεν έλαβε σαφή απάντηση.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: imerodromos.gr


Σχολιάστε εδώ