Κρίση, κλιματική αλλαγή και αποτυχία αγοράς – Του Ν. Στραβελάκη

Κρίση, κλιματική αλλαγή και αποτυχία αγοράς – Του Ν. Στραβελάκη

-Μια κριτική ματιά στις κυρίαρχες πολιτικές


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Στον σημερινό κόσμο της κρίσης, της ανισότητας, της κλιματικής αλλαγής και της πανδημίας είναι σίγουρο ότι οι εφαρμοζόμενες πολιτικές υπολείπονται των αναγκών των κοινωνιών. Αυτή η διαπίστωση εκτός από κοινότοπη είναι και με έναν τρόπο παραπλανητική.

Είναι παραπλανητική γιατί υπαινίσσεται ότι τα κράτη και οι κυβερνήσεις θα ήθελαν να κάνουν περισσότερα, αλλά εμποδίζονται από οργανωμένα συμφέροντα, περιορισμένους πόρους, θεσμικές αδυναμίες και ό,τι άλλο σχετικό μπορεί να φανταστεί κανείς. Είναι έτσι; Κατά την άποψή μου όχι και η επιχειρηματολογία βασίζεται στο σκεπτικό με το οποίο τα ορθόδοξα οικονομικά προσεγγίζουν τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου και τον ρόλο του κράτους σε αυτά.

Η κατάρρευση των χρηματαγορών το 2008 ξαναέβαλε στο λεξιλόγιο των ορθόδοξων οικονομολόγων τη μαγική φράση «αποτυχία αγοράς». Μια παλιά ιδέα, που πηγαίνει πίσω στον βικτωριανό φιλόσοφο Ρόμπερτ Σίτζγουϊκ. Στη σύγχρονη εκδοχή και σε πρώτη ανάγνωση η ιδέα σημαίνει ότι οι αγορές δεν είναι αυτορρυθμιζόμενες και χρειάζεται η παρέμβαση του κράτους ώστε να εξασφαλιστεί ότι δεν θα αποτύχουν. Το ίδιο σκεπτικό επιστρατεύτηκε όταν έγινε κοινός τόπος ότι τα τελευταία 40 χρόνια του νεοφιλελευθερισμού είχαμε αυξανόμενη απόκλιση τόσο ανάμεσα στις εθνικές οικονομίες όσο και στα εισοδήματα στο εσωτερικό μιας χώρας, όπου το ανώτερο 10% της εισοδηματικής κατανομής μπορεί να κατέχει και πάνω από το 50% του εθνικού εισοδήματος. Το τεράστιο πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής αποδόθηκε επίσης σε «αποτυχία αγοράς», όπως εσχάτως και η αποτυχία αντιμετώπισης της πανδημίας, λόγω αδυναμίας παραγωγής και διάθεσης του απαραίτητου αριθμού εμβολίων, ιδιαίτερα στις φτωχές χώρες.

Παρόλο που η παραδοχή ότι οι αγορές ενδέχεται να αποτύχουν είναι πρόοδος σε σχέση με τον «φονταμενταλισμό των αγορών», που προηγήθηκε, οι πολιτικές που δικαιολογούνται από αυτή είναι ιδιαζόντως περιορισμένες και συχνά προβληματικές. «Αποτυχία αγοράς» στην πραγματικότητα σημαίνει ότι οι αγορές δεν κατανέμουν αποτελεσματικά (κατά Παρέτο για τους οικονομολόγους) τους παραγωγικούς πόρους. Για παράδειγμα, η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος στις αγορές χρήματος, από τραπεζίτες και μάνατζερ, οδήγησε σε πολλαπλάσιες ζημίες για την κοινωνία με την κατάρρευση της αγοράς ενυπόθηκων δανείων μειωμένης εξασφάλισης το 2008. Χρειάζεται λοιπόν το κράτος να αποθαρρύνει αυτές τις πρακτικές με φόρους και κανονιστικές διατάξεις. Αντίστοιχο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι ένας φόρος για τις εκπομπές αερίων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ώστε να μην οδηγεί σε πλημμύρες, καύσωνες, φωτιές κ.λπ. Αυτό επισήμανε σε πρόσφατο άρθρο του και ο κάτοχος του Βραβείου Νόμπελ στα Οικονομικά Μάικλ Σπενς.

Το πρόβλημα αυτής της λογικής είναι ότι το κράτος παρεμβαίνει όχι για να λύσει ένα πρόβλημα (π.χ. την καταστροφή του περιβάλλοντος ή των δασών), αλλά για να φροντίσει ότι θα το λύσει η αγορά. Για τους ορθόδοξους οικονομολόγους ένας «πράσινος φόρος» δεν επιβάλλεται για να προστατευτούν τα δάση ή το νερό, αλλά για να εξαναγκάσει τις επιχειρήσεις να μην καταστρέφουν τα δάση και το νερό, ώστε να μην υπονομεύσουν τα μελλοντικά κέρδη από φυσικές καταστροφές. Για παράδειγμα, η ελληνική κυβέρνηση παριστάνει ότι κόπτεται για το περιβάλλον και την ίδια ώρα παραχωρεί την αποκατάσταση των καμένων δασών σε ιδιώτες, που ενδιαφέρονται να εγκαταστήσουν εκεί ανεμογεννήτριες. Στην πραγματικότητα θα έπρεπε να αναλάβει την πυροπροστασία και την αποκατάσταση των δασών η ίδια, ξοδεύοντας εκεί τα έσοδα από τους «πράσινους φόρους». Αντίστοιχη είναι η λογική πίσω από τα δημοσιονομικά πακέτα, όπως το περιβόητο Ταμείο Ανάκαμψης. Επιδοτούν την παραγωγή αιολικής και ηλιακής ενέργειας από ιδιώτες και με αυτόν τον τρόπο ιδιωτικοποιούν συνολικά την παραγωγή ενέργειας.

Αυτός είναι και ο λόγος που οι πολιτικοί που ακολουθούν αυτήν τη λογική απεχθάνονται την παρέμβαση των οικολογικών κινημάτων. Χαρακτηριστικά, σε πρόσφατη ομιλία του στην κομματική σχολή του κόμματος του κ. Ρέντσι, ο ιταλός υπουργός Οικολογικής Μετάβασης της κυβέρνησης Ντράγκι, Ρομπέρτο Τσινγκολάνι, είπε ούτε λίγο-ούτε πολύ ότι οι οικολόγοι είναι «χειρότεροι από την κλιματική καταστροφή». Ο λόγος ήταν ότι κατηγορήθηκε πως προκρίνει τα συμφέροντα της βιομηχανίας έναντι του περιβάλλοντος. Αντίστοιχα και στη χώρα μας, η κυβέρνηση, την ώρα που κόπτεται –υποτίθεται– για την κλιματική κρίση, ετοιμάζει νομοσχέδιο πώλησης του αιγιαλού σε ξενοδόχους και νέα επιδρομή στα ασφαλιστικά δικαιώματα. Για το τελευταίο να πω χαρακτηριστικά ότι ακόμη και ο κ.Σπενς, που μνημόνευσα παραπάνω, επισημαίνει το εξής: «Επειδή ακραία κλιματικά φαινόμενα θα λαμβάνουν χώρα συχνότερα, τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης χρειάζονται αναβάθμιση…». Όχι κατεδάφιση, θα προσέθετε η ταπεινότητά μου.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ