Η ελληνική πλευρά πρέπει να αναθεωρήσει άμεσα την πολιτική που ακολουθεί στο Κυπριακό

Η ελληνική πλευρά πρέπει να αναθεωρήσει άμεσα την πολιτική που ακολουθεί στο Κυπριακό


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


H πρόκληση Ερντογάν στην Αμμόχωστο αποκαλύπτει τρεις συγκεκριμένες τουρκικές επιδιώξεις: Την αλλαγή, πρώτον, του καθεστώτος της Αμμοχώστου και την ένταξή της στο ψευδοκράτος. Την απόρριψη, δεύτερον, οποιασδήποτε «λύσεως», που θα έθετε, έστω εμμέσως, υπό αμφισβήτηση το χωριστό Τουρκικό «κράτος» στην Κύπρο.

Ο Ερντογάν θέλει σ’ αυτό μια ξεκάθαρη «λύση» Τουρκοκυπριακού κράτους, που θα του επιτρέπει να αξιοποιεί, χωρίς παρεμβολές τρίτων και οποιουσδήποτε περιορισμούς, τον πολύτιμο για τα ηγεμονικά του σχέδια στην Ανατολική Μεσόγειο στρατηγικό χώρο της Κύπρου. Πώς είναι δυνατόν, διαφορετικά, να εξαγγέλλει και να προωθεί βάση μη επανδρωμένων αεροσκαφών (drones) και ναυτική βάση στα κατεχόμενα;

Στις διεξαγόμενες μέχρι τώρα συνομιλίες για «λύση» του Κυπριακού υποτίθεται ότι το θέμα της στρατιωτικής παρουσίας της Τουρκίας στην Κύπρο, μετά τη «λύση», όπως και το θέμα των εγγυήσεων, είναι υψηλά στην ημερήσια διάταξη. Ο Ερντογάν όμως σπεύδει και προκαταλαμβάνει οποιαδήποτε Ελληνική αυταπάτη ότι η Τουρκία θα δεχθεί τερματισμό της Τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας της στην Κύπρο, στο πλαίσιο μιας υποτιθέμενης «συμβιβαστικής λύσεως».

Η επίσκεψη Ερντογάν αποκαλύπτει όμως, κατά τρίτο λόγο, και μια Τουρκική παλινωδία στο εδαφικό. Υποτίθεται ότι η Ελληνική πλευρά προέβη σε αδιανόητες υποχωρήσεις στο συνταγματικό για να επιτύχει σημαντική επιστροφή εδαφών. Όταν όμως η Τουρκική πλευρά προχωρεί και στην ενσωμάτωση στο ψευδοκράτος της Αμμοχώστου, η οποία δεν περιλαμβανόταν στα αρχικά σχέδια του Αττίλα, πιστεύει κανείς ότι είναι ρεαλιστικό να αναμένει σημαντικές εδαφικές αναπροσαρμογές στην προοπτική μιας ενδεχόμενης «λύσεως»; Η Τουρκική πλευρά προβάλλει ήδη ως προϋπόθεση για οποιαδήποτε διαπραγμάτευση την αναγνώριση χωριστού, ισότιμου και ισοκυρίαρχου κράτους. Με δέλεαρ το εδαφικό η Τουρκική πλευρά έσυρε την Ελληνική πλευρά στην αποδοχή της διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, που είναι το τελευταίο στάδιο πριν το χωριστό κυρίαρχο κράτος. Τώρα θέτει ως προϋπόθεση και διεκδικεί ακριβώς αυτό. Ο Ερντογάν θέλει το αστέρι ενός Τουρκικού κράτους στην Κύπρο να μπει στη σημαία που ονειρεύεται, μιας Τουρκικής συνομοσπονδίας που θα περιλαμβάνει το Αζερμπαϊτζάν και άλλα Τουρκόφωνα και Μουσουλμανικά κράτη.

Τα πράγματα είναι σαφή από την Τουρκική πλευρά και δεν πρέπει να συσκοτίζονται από γεγονότα που έχουν σημαντική συμβολική σημασία, αλλά δεν μπορούν να επηρεάσουν τη φορά των πραγμάτων. Ένα από αυτά είναι, π.χ., η στάση που τήρησαν ορισμένα Τουρκοκυπριακά κόμματα, τα οποία δεν ευθυγραμμίσθηκαν με την πολιτική Ερντογάν. Υπάρχει μια σημαντική μερίδα Τουρκοκυπρίων, η οποία ανησυχεί πραγματικά για τα σχέδια Ερντογάν, γιατί βλέπει να απομακρύνεται μια «λύση» διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, που κυριολεκτικά τους τα δίνει όλα.

Η μειοψηφία του 18% αναγορεύεται σε ισότιμη του 80%, με βέτο σε όλα τα επίπεδα, με εκ περιτροπής Προεδρία, με «ισότιμο» ρόλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πολιτική Ερντογάν, που προτάσσει βεβαίως τα στρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας και μια Ισλαμιστική ιδεολογία, που προκαλεί φόβο για τον τρόπο ζωής που συνεπάγεται, δεν ενθουσιάζει, προφανώς, όλους τους Τουρκοκυπρίους. Αντιθέτως, ο συνεχιζόμενος εποικισμός έχει ήδη καταστήσει μειοψηφία τους Τουρκοκυπρίους στα κατεχόμενα. Είναι λογικό, επομένως, μια μερίδα των Τουρκοκυπρίων να ανησυχεί και να διαμαρτύρεται.

Ενώπιον των παραπάνω σαφών Τουρκικών επιδιώξεων, τι πράττει η Ελληνική πλευρά; Είναι θετικό ότι υπάρχουν έντονες διεθνείς διαμαρτυρίες για την πρόκληση Ερντογάν με την Αμμόχωστο. Είναι θετικό ότι οι ΗΠΑ δεν συμβάδισαν, τη φορά αυτή, με τη Μ. Βρετανία στο Συμβούλιο Ασφαλείας και ψήφισαν θετικά για την Κύπρο. Το γεγονός αυτό δείχνει την α­πόσταση που διανύθηκε από το 1974 και την πολιτική Κίσιγκερ και την αλλαγή που έχει συντελεσθεί στα στρατηγικά δεδομένα της Ανατολικής Μεσογείου. Η Κύπρος έχει σήμερα ισχυρούς στρατηγικούς συμμάχους. Πρέπει να υπογραμμισθεί επίσης η θετική στάση στο Συμβούλιο Ασφαλείας των τριών παραδοσιακών φίλων της Κύπρου, της Γαλλίας, της Ρωσίας και της Κίνας.

Ποια συνέχεια όμως θα δοθεί; Ήδη η Μ. Βρετανία έδειξε τις προθέσεις της με το απαράδεκτο σχέδιο ψηφίσματος, που πρότεινε στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Στο σημείο αυτό πρέπει να καταστήσουμε σαφές το τι επιδιώκει η Μ. Βρετανία στην Κύπρο. Όπως έχει αναφερθεί και σε προηγούμενα σχετικά άρθρα, η Μ. Βρετανία δεν θέλει πραγματικά ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος στην Κύπρο. Αυτή ήταν η θέση και η επιδίωξή της από το 1960. Αυτή είναι και σήμερα. Ο λόγος είναι ο ρόλος και η ελευθερία δράσεως των Βρετανικών βάσεων στην Κύπρο.

Η Μ. Βρετανία πιστεύει ότι ακόμη και η ημικατεχόμενη Κυπριακή Δημοκρατία, εφόσον εξακολουθεί και υπάρχει και αναγνωρίζεται διεθνώς, είναι πρόβλημα για τη Μ. Βρετανία, γιατί μπορεί, π.χ., να συνάπτει συμμαχίες με τη Γαλλία, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Μπορεί, οποιαδήποτε στιγμή, να προωθήσει το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδος – Κύπρου. Η δυνατότητα αυτή της Κύπρου, να ασκεί δηλαδή κυρίαρχη πολιτική, επισκιάζει, κατά τη Βρετανική άποψη, τον ρόλο και τη σημασία των Βρετανικών βάσεων. Η Μ. Βρετανία συνεργάζεται γι’ αυτό με την Ά­γκυρα για την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσα από μια δήθεν «λύση» που θα μετέτρεπε την Κύπρο σ’ ένα πλαδαρό μόρφωμα δύο «ίσων» μερών, που δεν θα είχε καμιά πραγματική ανεξαρτησία και κυριαρχία. Αντιθέτως, θα ήταν δορυφόρημα της Άγκυρας μέσα από την περιβόητη «πολιτική ισότητα» του 50% – 50%.

Η Τουρκική αδιαλλαξία, με την εμμονή σε «λύση» δύο κρατών, καθιστά μονόδρομο για την Ελληνική πλευρά τη διαμόρφωση μιας εναλλακτικής στρατηγικής. Αφού έχει εξερευνήσει μέχρι την άκρη του γκρεμού, τον δρόμο του ενδοτισμού και του εξευμενισμού, η Ελληνική πλευρά καλείται σήμερα να πράξει, έστω και πολύ καθυστερημένα, αυτό που δεν έπραξε από το 2004, όταν απερρίφθη από τον λαό το σχέδιο Ανάν και ενετάχθη η Κύπρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το σχέδιο Ανάν είχε ενσωματώσει τη διζωνική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα, που προβάλλεται σήμερα διεθνώς ως δήθεν λάβαρο αγώνα. Το σχέδιο και η διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα απερρίφθησαν από τον λαό με συντριπτική πλειοψηφία, ακόμη και υπό την απειλή ότι η απόρριψη του σχεδίου θα έθετε σε κίνδυνο την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένας από αυτούς που ανέλαβαν να μεταφέρουν προσωπικά την απειλή αυτή στον αείμνηστο Τάσσο Παπαδόπουλο ήταν και η τότε Ευρωπαία Επίτροπος Άννα Διαμαντοπούλου, η οποία μίλησε με πολύ «σκληρή» γλώσσα στον Κύπριο Πρόεδρο, εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Μόνο η μεγάλη ευγένεια και η επιβεβλημένη διπλωματική αβρότητα συγκράτησαν τον Τάσσο Παπαδόπουλο από το να πετάξει έξω από το γραφείο του, κατά ανάρμοστο τρόπο, τη θρασύτατη «εκσυγχρονίστρια» κυρία.

Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι έβγαλε πάλι κεφάλι, με αφορμή την Αμμόχωστο, για να πει ότι, εάν είχε γίνει δεκτό το σχέδιο Ανάν, θα είχε ήδη επιστραφεί από τότε η Αμμόχωστος στους κατοίκους της. Δεν μας λέει όμως η κ. Διαμαντοπούλου τι θα είχε γίνει η Κύπρος με την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον συνεταιρισμό του 50% – 50%. Το σημαντικότερο δεν είναι ότι θυμήθηκε η Άννα Διαμαντοπούλου το σχέδιο Ανάν, με αφορμή την Αμμόχωστο, αλλά ότι το θυμήθηκε ενώ αναμένει στον προθάλαμο της Νέας Δημοκρατίας για πολιτική αξιοποίηση. Τι σημαίνει αυτό; Πιστεύει ότι τα όσα λέει για το σχέδιο Ανάν βρίσκουν και ευήκοον ους στην κυβέρνηση;

Με την ίδια ευκαιρία παρενέβη στη συζήτηση, με το ίδιο πνεύμα, και ο βουλευτής του ΚΙΝΑΛ Λοβέρδος. Είναι τραγικό πολιτικοί άνδρες που διεκδικούν και την ηγεσία του κόμματός τους να επιδεικνύουν είτε τόση άγνοια είτε τόση μικροκομματική σκοπιμότητα για να δώσουν διαπιστευτήρια σε παρασκηνιακούς χορηγούς εύνοιας και εξουσίας.

Η Ελληνική πλευρά έχει σήμερα στο πλευρό της ισχυρούς στρατηγικούς συμμάχους. Το πρόβλημά της είναι το εσωτερικό μέτωπο και ο αποπροσανατολισμός που έχει υποστεί επί δεκαετίες. Οι ηγεσίες των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, υπό την έντονη επιρροή του Βρετανικού παράγοντα, που ενεργεί με εγκαθέτους στον ΟΗΕ, οδήγησαν το Κυπριακό σ’ ένα τραγικό αδιέξοδο, σε συνεργασία μ’ έναν Πρόεδρο, παλαιό υπέρμαχο του σχεδίου Ανάν, που απεδείχθη, δυστυχώς, κατώτερος των περιστάσεων.

Η προκλητική αδιαλλαξία του Ερντογάν είναι προσκλητήριο προς όλους να αφυπνισθούν και να αφήσουν τις ανεδαφικές αναζητήσεις και τους παραλογισμούς για δήθεν «λύση» με βάση τη συνομοσπονδία δύο ίσων κρατών, που θα παρουσιάζεται παραπλανητικά ως δήθεν ομοσπονδία. Αυτά συμβουλεύει η Βρετανική πλευρά. Η Ελληνική πλευρά δεν έχει πλέον άλλη επιλογή από:

α. την ανάδειξη και προβολή του Κυπριακού ως προβλήματος εισβολής και κατοχής και όχι ως προβλήματος διακοινοτικής διαμάχης,
β. την αναφορά στο Ευρωπαϊκό κεκτημένο ως βάση για τη λύση της εσωτερικής πτυχής και στην αποχώρηση των Τουρκικών στρατευμάτων ως αναγκαίου όρου για τη λύση της διεθνούς πτυχής,
γ. την αναβίωση και ενίσχυση του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού χώρου Ελλάδος – Κύπρου,
δ. τη διεθνοποίηση του Κυπριακού, με σύνθημα την αποχώρηση των Τουρκικών στρατευμάτων και την περαιτέρω σύσφιγξη των σχέσεων της Κύπρου με τους στρατηγικούς της συμμάχους,
ε. την εγκατάλειψη, από την Ελλάδα, της προσχηματικής πολιτικής «Η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται». Εάν χαθεί η Κύπρος θα είναι ολέθριο πλήγμα για ολόκληρο τον Ελληνισμό. Η Κύπρος είναι στρατηγικό προπύργιο της Ελλάδος στην Ανατολική Μεσόγειο και των στρατηγικών της συμμάχων. Στο πνεύμα αυτό, πρέπει να αναχαιτισθεί η επέλαση Ερντογάν και η επιδίωξή του να θέσει ολόκληρη την Κύπρο υπό τον Τουρκικό γεωπολιτικό έλεγχο.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: forum.agora-dialogue.com


Σχολιάστε εδώ