Ο Δένδιας είπε τα πράγματα με το όνομά τους και το αυτονόητο έγινε είδηση – Του Π. Νεάρχου

Ο Δένδιας είπε τα πράγματα με το όνομά τους και το αυτονόητο έγινε είδηση – Του Π. Νεάρχου


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


O Έλληνας υπουργός Εξωτερικών δεν έκανε τίποτε άλλο στην Άγκυρα από το να πει το αυτονόητο και έγινε είδηση. Αυτό και μόνο δείχνει πόσο η Ελληνική εξωτερική πολιτική, πίσω από το προσωπείο της διπλωματικής δήθεν σκοπιμότητας, της «αυτοσυγκρατήσεως» και της «ψυχραιμίας», είχε συνηθίσει την Τουρκική πλευρά να αφήνει αναπάντητη τη μονομερή Τουρκική προπαγάνδα.

Το γεγονός ότι ο θερμός διάλογος Δένδια – Τσαβούσογλου έγινε δημοσίως, μπροστά στις τηλεοράσεις, επέτρεψε ο Ελληνικός αντίλογος να φτάσει όχι μόνο στα διεθνή πρακτορεία και στη διεθνή κοινή γνώμη αλλά και στον ίδιο τον Τουρκικό λαό. Δεν υπήρξε εκ μέρους της Ελληνικής πλευράς οποιαδήποτε υπερβολή στην παράθεση των θεμάτων. Αντιθέτως, υπήρξε μεγάλη αυτοσυγκράτηση στην αναφορά στους Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως, σε σχέση με τους Μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης. Η Συνθήκη της Λωζάννης εγκαθίδρυσε, κατά τρόπο ρητό, ισορροπία, όχι μόνο πολιτική αλλά και αριθμητική, μεταξύ των δύο μειονοτήτων, στην Κωνσταντινούπολη και στη Δυτική Θράκη. Τι έγιναν οι Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως; Είναι δυνατόν να έχει το θράσος η Τουρκική πλευρά να μιλά για δήθεν σεβασμό των δικαιωμάτων τους, προβάλλοντας ως επιχείρημα την αναγνώρισή τους ως Ρωμιών-Ορθοδόξων; Τι έγιναν επίσης οι Έλληνες της Ίμβρου και της Τενέδου, που σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης θα έπρεπε όχι μόνο να γίνει σεβαστή η πληθυσμιακή τους σύνθεση αλλά και να αυτοδιοικούνται;

Ο κ. Δένδιας δεν έκανε επίσης καμιά αναφορά στην Τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο. Αναφέρθηκε μόνο στη διζωνική ομοσπονδία, για να την αντιτάξει, προφανώς, στη σημερινή Τουρκική θέση για δύο κράτη. Η διζωνική ομοσπονδία, με «πολιτική ισότητα» μάλιστα, είναι Τουρκο-Βρετανικό εφεύρημα. Η Τουρκική πλευρά κατόρθωσε να την επιβάλει στην Ελληνική πλευρά, που την έκανε σήμερα σημαία για να αναχαιτίσει, υποτίθεται, τη χειρότερη ακόμη θέση των δύο κρατών. Είναι θλιβερό και δείχνει σε ποιο σημείο οδήγησαν οι διαδοχικές υποχωρήσεις την Ελληνική πλευρά, που ανεμίζει σήμερα ως δική της θέση και λάβαρο «αγώνα» τη «διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα».

Η Τουρκική πλευρά, ασφαλώς, αιφνιδιάσθηκε από τους υψηλούς τόνους, σε δημόσια ακρόαση, του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών. «Αυτά δεν πρέπει να λέγονται δημοσίως», παρετήρησε, αμήχανος, ο Τούρκος υπουργός Τσαβούσογλου, ενώ αυτός ήταν που «ήρξατο χειρών αδίκων» και ανάγκασε και τον Έλληνα υπουργό να απαντήσει. Η Τουρκική πλευρά είχε όμως συνηθίσει μέχρι τώρα να ασκεί μονομερή προπαγάνδα, χωρίς να εισπράττει τη δέουσα απάντηση.

Η Τουρκική πλευρά ήθελε την επίσκεψη στην Άγκυρα του Έλληνα υπουργού γιατί επιδίδεται, στη φάση αυτή, όχι μόνο στο γνωστό παιχνίδι της επιρρίψεως ευθυνών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας αλλά και στο επιτήδειο παιχνίδι με τις μεγάλες δυνάμεις. Η Τουρκία θέλει να αποφύγει τις κυρώσεις και, αντιθέτως, να προωθήσει τη λεγόμενη «θετική ατζέντα» με την Ευρώπη. Αυτό μεταφράζεται για την Άγκυρα σε χρήματα, αποτροπή πολιτικής απομονώσεως και Ευρωπαϊκών πιέσεων στα Ελληνο-Τουρκικά και Ευρωπαϊκή συνηγορία στις ΗΠΑ υπέρ της Άγκυρας, με αναφορά τους δεσμούς στο ΝΑΤΟ και την ένταση με τη Ρωσία.

Στο πλαίσιο αυτό, η Άγκυρα θέλει να παρουσιάσει «διαλλακτικό» πρόσωπο, παρουσιαζόμενη ότι δέχεται τον «διάλογο» που συστήνουν οι Ευρωπαίοι, αλλά προσπαθώντας να τον φέρει στα μέτρα των γνωστών διεκδικήσεών της. Η Ελληνική πλευρά δεν έχει κανέναν λόγο να παίξει το παιχνίδι αυτό, κρατώντας χαμηλούς τόνους και συμβάλλοντας, στην ουσία, με τον τρόπο αυτό, στη συγκάλυψη του Τουρκικού παιχνιδιού. Έχει, αντιθέτως, κάθε λόγο να εκθέτει ανοικτά τις απόψεις και τις θέσεις της, ώστε να είναι καθαροί και σαφείς οι όροι του οποιουδήποτε διαλόγου.

Τα αυτονόητα αυτά πράγματα δεν είναι δεδομένα για μια μερίδα κυβερνητικών συμβούλων και παραγόντων, που ανακινούν τα ξεφτισμένα λάβαρα του Σημιτισμού και μιλούν για… λύση «όλων» των Ελληνο-Τουρκικών προβλημάτων, περιλαμβανομένων και όλων των αυθαιρέτων Τουρκικών αξιώσεων, με «συνομιλίες», με κατευνασμό και παραπομπή δήθεν στη Χάγη! Δεν είναι τυχαία η περιοδική εμφάνιση στο προσκήνιο του μεγάλου Αρχιερέα της πολιτικής αυτής, Κώστα Σημίτη, που συμβουλεύει συνέχιση του λεγομένου «πνεύματος της Συμφωνίας του Ελσίνκι», καταγγέλλοντας τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή για «εγκατάλειψη» της Συμφωνίας του Ελσίνκι, που θα έλυνε δήθεν τα Ελληνο-Τουρκικά προβλήματα, με ενεργό ρόλο και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Η ανταλλαγή βελών, με άρθρα στον Τύπο, μεταξύ των δύο πρώην πρωθυπουργών βοήθησε την κοινή γνώμη να αντιληφθεί καλύτερα τι ήταν, στην πραγματικότητα, η περιβόητη Συμφωνία του Ελσίνκι του 1999 και τι κινδύνους έκρυβε για τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της Συμφωνίας αυτής, ο κ. Σημίτης είχε αποδεχθεί να προσφύγει μονομερώς η Άγκυρα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και να θέσει όποιο θέμα και αίτημα ήθελε, περιλαμβανομένου του δικαιώματος της Ελλάδος να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα. Δέχθηκε, με άλλα λόγια, να τεθούν υπό την κρίση του Δικαστηρίου της Χάγης θέματα κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος.

Η σκληρή απάντηση Καραμανλή στον Κώστα Σημίτη και στον Σημιτισμό, που έχει διεισδύσει βαθιά και στη Νέα Δημοκρατία και στο περιβάλλον του πρωθυπουργού, ήταν ένα μήνυμα και προς τον πρωθυπουργό. Είναι χαρακτηριστικό, π.χ., ότι ο πρέσβυς Αποστολίδης, που είναι επικεφαλής των Διερευνητικών Συνομιλιών με την Τουρκία, συνέβαλε και με δικό του άρθρο σ’ έναν τόμο, που εξεδόθη, προσφάτως, για τη Συμφωνία του Ελσίνκι και ο οποίος περιλαμβάνει Σημιτικούς υμνητές και εγκωμιογράφους. Ο πρέσβυς Αποστολίδης δεν παραλείπει μάλιστα, στο πολύ προσεκτικό, κατά τα άλλα, άρθρο του στον τόμο αυτό, να εκφράσει τη λύπη του τονίζοντας ότι οι πολιτικές εξελίξεις που μεσολάβησαν τότε, η εκλογή δηλαδή του αείμνηστου Τάσσου Παπαδόπουλου στην Κύπρο και του Κώστα Καραμανλή στην Ελλάδα, ματαίωσαν τα αναμενόμενα «επιτεύγματα» της Συμφωνίας του Ελσίνκι, την επιβολή δηλαδή του Σχεδίου Ανάν στην Κύπρο και τη «λύση» του Κυπριακού και την παραπομπή «όλων» των Ελληνο-Τουρκικών προβλημάτων στη Χάγη.

Η Τουρκία, εκτός από την επιδίωξη των καλών σχέσεων με την Ευρώπη και τη διασφάλιση της Ελληνικής συναινέσεως και συνηγορίας, έχει, προφανώς, και άλλους πονοκεφάλους στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, ασκώντας ένα παιχνίδι επιτήδειων ισορροπιών.

Εκμεταλλεύεται δύο νέα θέματα για να στείλει μηνύματα στις ΗΠΑ, με την ελπίδα εξομαλύνσεως των προβλημάτων και μιας μερικής επιστροφής στην παλαιά κανονικότητα. Το ένα είναι το θέμα της Ουκρανίας, το οποίο χρησιμοποιεί για να υπενθυμίσει στις ΗΠΑ ότι είναι ακόμη μέλος του ΝΑΤΟ και ότι μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη στην αντιπαράθεση ΗΠΑ – Ρωσίας. Το άλλο είναι το μεγαλεπήβολο έργο της διανοίξεως διώρυγας από τη Μαύρη Θάλασσα στο Αιγαίο, στην Τουρκική Ανατολική Θράκη. Ο Ερντογάν στοχεύει, μέσα από το έργο αυτό, να αποκτήσει η Τουρκία ένα Σουέζ, με το οποίο θα παρακάμψει τη Συνθήκη του Μοντραί, που διέπει το καθεστώς των Στενών. Η Συνθήκη καθιστά ελεύθερη τη ναυσιπλοΐα και θέτει περιορισμούς στη διέλευση και παραμονή στη Μαύρη Θάλασσα πολεμικών πλοίων τρίτων χωρών, που δεν είναι Παρευξείνιες.

Με την τεχνητή διώρυγα θα ήταν δυνατό να εισπράττει η Τουρκία διόδια και να έχει οικονομικά έσοδα, αλλά να ρυθμίζει ενδεχομένως και τη διέλευση πολεμικών πλοίων, χωρίς τους περιορισμούς που επιβαρύνουν τη Συνθήκη του Μοντραί. Ο πρώτος ενδιαφερόμενος για κάτι τέτοιο θα ήταν βεβαίως οι ΗΠΑ, αλλά και άλλες δυνάμεις του ΝΑΤΟ. Για το πρώτο, την οικονομική δηλαδή εκμετάλλευση, δεν θα υπάρξουν ιδιαίτερες δυσκολίες, εάν παραλλήλως δεν θιγεί το καθεστώς των Στενών. Για το δεύτερο όμως είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν προβλήματα, γιατί η Ρωσία δεν θα συναινέσει, σε καμία περίπτωση, να αλλάξει το καθεστώς της παρουσίας ξένων πολεμικών πλοίων στη Μαύρη Θάλασσα. Δεν είναι τυχαίο που 103 Τούρκοι Ναύαρχοι υπέγραψαν, προσφάτως, κοινή διακήρυξη, με την οποία ζητούσαν να μην επιχειρηθεί οποιαδήποτε αλλαγή ή κατάργηση της Συνθήκης του Μοντραί.

Η επίσκεψη στην Άγκυρα του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών έγινε λίγες μέρες πριν από την αναμενόμενη Πενταμερή για το Κυπριακό στη Γενεύη, στις 27 – 29 Απριλίου. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών είχε πραγματοποιήσει, την προτεραία, επίσκεψη στην κατεχόμενη Κύπρο για διαβουλεύσεις με την Τουρκοκυπριακή ηγεσία. Όπως εξήγγειλε ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ερσίν Τατάρ θα πάει στις 26 Απριλίου στην Άγκυρα για να συνταξιδέψει στη Γενεύη με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Τσαβούσογλου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Κύπρος είναι ο πρώτος στόχος της Τουρκικής πολιτικής, που υπολαμβάνεται ως ο πιο «ώριμος» λόγω της ενδοτικής και υποχωρητικής πολιτικής που έχει κυριαρχήσει, με σημαία τη «διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα».

Η «πολιτική ισότητα» μεταφράζεται από την Τουρκική πλευρά και ως «ίση κυριαρχία». Αν γίνει οποιαδήποτε διολίσθηση προς αυτήν την κατεύθυνση, θα άνοιγε ο δρόμος για συνομοσπονδία, που είναι το ψευδώνυμο της θέσεως των δύο κρατών της Τουρκικής πλευράς.

Εδώ θα χρειασθεί και θα κριθεί η σθεναρή φωνή της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία δεν πρέπει να «συνεργασθεί» για την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη μετάταξη της Κύπρου στη σφαίρα Τουρκικής επιρροής.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: avgi.gr


Σχολιάστε εδώ