Η Λ. Μενδώνη κήρυξε την έναρξη στο διαδικτυακό Συνέδριο «Δύο αιώνες προστασίας της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς: Από την Επανάσταση του 1821 στη σύγχρονη Ελλάδα»

Η Λ. Μενδώνη κήρυξε την έναρξη στο διαδικτυακό Συνέδριο «Δύο αιώνες προστασίας της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς: Από την Επανάσταση του 1821 στη σύγχρονη Ελλάδα»

Η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, κήρυξε σήμερα την έναρξη των εργασιών της ημερίδας της Ελληνικής Επιτροπής της Μπλε Ασπίδας (Blue Shield), με τίτλο «Δύο αιώνες προστασίας της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς: Από την Επανάσταση του 1821 στη σύγχρονη Ελλάδα».

Η ημερίδα διοργανώθηκε στο πλαίσιο εορτασμού της Επετείου των 200 ετών από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και των 25 ετών από την ίδρυση της Διεθνούς  Μπλε Ασπίδας, σε συνεργασία με το Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Χώρων (ICOMOS) και το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ICOM). Στόχος της ημερίδας είναι να υπογραμμιστεί ο αντίκτυπος που είχαν οι αρχαιότητες, πριν και κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, στη μετέπειτα ανάπτυξη της νομοθεσίας που διέπει την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στην Ελλάδα.

Το έμβλημα της «Μπλε Ασπίδας»,  είναι το πολιτιστικό ισοδύναμο του Ερυθρού Σταυρού, για την προστασία των ιστορικών τόπων σε περίπτωση πολεμικών επιχειρήσεων. Αποτελεί το σήμα της ομώνυμης Διεθνούς Επιτροπής, που συστήθηκε από το δίκτυο των πέντε μεγάλων διεθνών πολιτιστικών ΜΚΟ: το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ICOM), το Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS), το Διεθνές Συμβούλιο Αρχείων (ICA), τη Διεθνή Ομοσπονδία Συλλόγων και Ιδρυμάτων Βιβλιοθηκών (IFLA) και το Συντονιστικό Συμβούλιο Συλλόγων Αρχείων Οπτικοακουστικών Μέσων (CCAAA).

Ακολουθεί η ομιλία της Υπουργού Πολιτισμού και ΑΘλητισμού κ. Λίνας Μενδώνη:

Κυρίες και κύριοι σύνεδροι, αγαπητοί συνάδελφοι και φίλοι,

Αποτελεί για μένα εξαιρετική χαρά και τιμή να απευθύνομαι σήμερα σε όλους εσάς, κηρύσσοντας την έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου «Δύο αιώνες προστασίας της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς: Από την Επανάσταση του 1821 στη σύγχρονη Ελλάδα», έστω και εξ αποστάσεως, καθώς οι υγειονομικές συνθήκες εξακολουθούν να εμποδίζουν την φυσική μας παρουσία και επιβάλλουν την αξιοποίηση των δυνατοτήτων, που μας παρέχουν οι σύγχρονες τεχνολογίες.

Εξ ολοκλήρου διαδικτυακά, λοιπόν, πραγματοποιείται σήμερα, υπό την αιγίδα της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής για την UNESCO και με την υποστήριξη του Heritage  Museums, το Συνέδριο, που διοργάνωσε η Ελληνική Επιτροπή της Μπλε Ασπίδας, σε συνεργασία με το Ελληνικό ICOMOS και το Ελληνικό ICOM, στο πλαίσιο των εορτασμών της επετείου των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση.

Σκοπός του Συνεδρίου είναι, μέσω επιλεγμένων παρουσιάσεων Ελλήνων και ξένων εμπειρογνωμόνων στους τομείς της ιστορίας, της αρχαιολογίας, της νομικής, της αρχιτεκτονικής, της τέχνης και της λαϊκής παράδοσης, να αναδειχθούν η σημασία και ο ρόλος της πολιτιστικής κληρονομιάς στην εθνεγερσία του 1821, που επηρέασαν με τη σειρά τους τη στάση των επαναστατημένων Ελλήνων και του νεότευκτου ελληνικού κράτους απέναντι στις αρχαιότητες και τη μέριμνα για την προστασία τους.

Παράλληλα, εξετάζεται η εξέλιξη της ελληνικής πολιτιστικής νομοθεσίας και διπλωματίας για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών σε καιρούς ειρήνης και πολέμου και ο ρόλος των διεθνών πολιτιστικών φορέων στη προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς σε περιόδους ένοπλων συρράξεων και άλλων φυσικών και κοινωνικών κρίσεων.

Κυρίες και κύριοι,

το 2021 ο Ελληνισμός εορτάζει τη συμπλήρωση 200 ετών από την έναρξη της Επανάστασης του 1821, του αγώνα που οδήγησε στην αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού, την απελευθέρωση και τη δημιουργία ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους. Η ωρίμανση του ελληνικού εθνικού κινήματος είχε ως αφετηρία και θεμέλιο την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των υπόδουλων Ελλήνων, που συντελέστηκε σταδιακά, υπό την επίδραση των διεθνών πνευματικών και ιδεολογικών ρευμάτων και των εθνικών πολιτικών και κοινωνικών κινημάτων της εποχής.

Καίρια συμβολή στην καλλιέργεια και ενίσχυση της κοινής εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων είχε η εμπέδωση της χωροχρονικής και πολιτισμικής συνέχειας και διασύνδεσης με την αρχαία Ελλάδα, ως φυσικά τεκμήρια, αλλά και εννοιολογικά σύμβολα της οποίας λειτούργησαν πρωτίστως η γλώσσα και εν συνεχεία τα κάθε λογής διάσπαρτα ορατά και απτά υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος, κινητά και ακίνητα. Την ίδια στιγμή, η κλασική αρχαιότητα και τα εξιδανικευμένα επιτεύγματα της αποτέλεσαν τον φακό, υπό τον οποίο παρακολούθησε και έκρινε εν πολλοίς το ελληνικό ζήτημα η επηρεασμένη από τα ρεύματα του Κλασικισμού και του Ρομαντισμού Ευρώπη.

Λόγιοι, αρχαιοδίφες και καλλιτέχνες περιηγητές επισκέπτονταν την Ελλάδα αναζητώντας, καταγράφοντας, δημοσιεύοντας και λαφυραγωγώντας τις «αρχαιότητες» ως μνημεία του ένδοξου ελληνικού παρελθόντος. Στα μάτια τους οι υπόδουλοι και παρηκμασμένοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων φαίνονταν αρχικά άξεστοι και διακατεχόμενοι από άγνοια, δεισιδαιμονία και αδιαφορία για το παρελθόν και τα μνημεία του. Ωστόσο, η εικόνα αυτή σταδιακά ανατράπηκε και το εντεινόμενο αίτημά τους για ελευθερία και αυτοδιάθεση συγκίνησε και κινητοποίησε τους Ευρωπαίους, δίνοντας το έναυσμα ενός ισχυρού φιλελληνικού κινήματος.

Τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος, μολονότι πάντοτε αντιμετωπίζονταν με σεβασμό από τους νεότερους απογόνους των αρχαίων Ελλήνων, απέκτησαν προοδευτικά σημαίνουσα θέση στη συλλογική ταυτότητα και στο πατριωτικό και επαναστατικό αφήγημά τους. Πλησιάζοντας προς την εθνεγερσία και υπό την παιδευτική επίδραση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, επήλθε σταδιακά η συνειδητοποίηση της ιστορικής, όσο και συναισθηματικής και συμβολικής αξίας των αρχαιοτήτων. Η επαναστατική διεργασία λειτούργησε ως καταλύτης στη διαμόρφωση της ιδέας μιας συλλογικής εθνικής κληρονομιάς. Η ανάγκη προστασίας των αρχαίων λειψάνων ως μνημείων, αλλά και ως εθνικών κειμηλίων, εμπεδώθηκε παράλληλα με την εθνική αφύπνιση, εκφράστηκε δε με ποικίλους τρόπους, τόσο κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, όσο και αμέσως μετά την απελευθέρωση και την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, ως βασικό συστατικό της νεοελληνικής ταυτότητας και της νέας εθνικής ιδέας.

Οι νέες αντιλήψεις των Ελλήνων για τις αρχαιότητες άρχισαν να εκφράζονται εξίσου συνειδητά από λόγιους και μη, προς ντόπιους και ξένους, σε επίσημο και σε προσωπικό επίπεδο, με αυξανόμενη θέρμη και ένταση όσο πλησίαζε η ώρα της εθνεγερσίας.

Παράλληλα, οι επίσημες ελληνικές επαναστατικές Αρχές άρχισαν από την πρώτη στιγμή να θεσπίζουν μέτρα προστασίας, που ενσωματώθηκαν και στα συνταγματικά κείμενα της Επανάστασης. Αμέσως μετά τη συγκρότησή του επί Καποδίστρια, το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος έθεσε την προστασία των υλικών καταλοίπων της αρχαιότητας υπό την αρμοδιότητά του και ανέλαβε ουσιαστική μέριμνα για τα μνημεία, παράλληλα με την εκπαίδευση του Έθνους.

Το πρώτο Εθνικό Μουσείο της νεότερης Ελλάδας ιδρύθηκε το 1829 στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας. Το 1834, κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας του Όθωνα, θεσπίστηκε ο πρώτος αρχαιολογικός νόμος, που έθεσε τα θεμέλια της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, της παλαιότερης του είδους στην Ευρώπη. Λίγα χρόνια αργότερα ιδρύθηκαν η Αρχαιολογική Επιτροπή και η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. Πέρασαν, βέβαια, αρκετές δεκαετίες ακόμη, ώσπου στα τέλη του 19ου – αρχές του 2ου αι. η αρχαιολογική νομοθεσία να συστηματοποιηθεί περαιτέρω και να η επίσημη Αρχαιολογική Υπηρεσία αποκτήσει συγκροτημένη δομή με εφόρους και προσωπικό.

Την ίδια ακριβώς περίοδο, και με αφετηρία τις δύο Διεθνείς Διασκέψεις της Χάγης που επιχείρησαν να θέσουν κατά το δυνατόν τις πολεμικές συρράξεις σε ένα πλαίσιο κανόνων ανθρωπισμού και πολιτισμού, αναγνωρίστηκε και η αναγκαιότητα ένταξης της πολιτιστικής κληρονομιάς υπό ένα ανάλογο διεθνές προστατευτικό πλαίσιο. Χρειάστηκε, ωστόσο, και πάλι να περάσει μισός αιώνας και δύο παγκόσμιοι πόλεμοι έως την υιοθέτηση της Σύμβασης για την Προστασία Πολιτιστικών Αγαθών σε Περίπτωση Ένοπλης Σύρραξης. Για την προστασία των ιστορικών τόπων σε περίπτωση πολεμικών επιχειρήσεων, καθιερώθηκε εν συνεχεία και το έμβλημα της «Μπλε Ασπίδας», ως πολιτιστικό ισοδύναμο του Ερυθρού Σταυρού. Η «Μπλε Ασπίδα» επρόκειτο να γίνει επίσης το σήμα της ομώνυμης Διεθνούς Επιτροπής, που συστήθηκε από το δίκτυο των πέντε μεγάλων διεθνών πολιτιστικών ΜΚΟ: το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ICOM), το Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS), το Διεθνές Συμβούλιο Αρχείων (ICA), τη Διεθνή Ομοσπονδία Συλλόγων και Ιδρυμάτων Βιβλιοθηκών (IFLA) και το Συντονιστικό Συμβούλιο Συλλόγων Αρχείων Οπτικοακουστικών Μέσων (CCAAA).

Κατανοώντας τη σημασία και το ρόλο του διεθνούς αυτού δικτύου στην προστασία των πολιτιστικών αγαθών, όχι μόνο κατά τη διάρκεια πολεμικών συρράξεων, αλλά και απέναντι στους κινδύνους από τις φυσικές καταστροφές που ενσκήπτουν με διαρκώς αυξανόμενη συχνότητα εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, και λειτουργώντας ως προς αυτό σε πλήρη αρμονία και συνέργεια με τη διεθνή ελληνική πρωτοβουλία «Συνεργασία Πολιτιστικής Κληρονομιάς για την Ενεργοποίηση της Δράσης για την Κλιματική Αλλαγή», μια ομάδα έγκριτων και επιφανών εμπειρογνωμόνων από διάφορους κλάδους προχώρησε το 2019 στην ίδρυση του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Επιτροπής «Μπλε Ασπίδα», καθιστώντας την Ελλάδα την πρώτη χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης, που συγκροτεί σχετική Εθνική Επιτροπή.

Για την εξαιρετικά σημαντική αυτή πρωτοβουλία τους, θα ήθελα να τους συγχαρώ και να τους ευχαριστήσω από καρδιάς, όπως και για την πρωτοβουλία τους να διοργανώσουν το σημερινό Συνέδριο. Βεβαίως, η πραγματοποίηση αυτού του Συνεδρίου με άρτιο και αποτελεσματικό τρόπο δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τις άοκνες προσπάθειες της Οργανωτικής Επιτροπής, και χωρίς την καθοδήγηση των μελών της Επιστημονικής Επιτροπής.

Κλείνοντας, εκφράζω τη βεβαιότητα ότι οι εργασίες του Συνεδρίου θα στεφθούν με απόλυτη επιτυχία, και θα ενισχύσουν την κοινή μας προσπάθεια για καλύτερη κατανόηση της ιστορίας και αποτελεσματικότερη προστασία, ανάδειξη και αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς.


Σχολιάστε εδώ