Στην κόψη του ξυραφιού οι συνομιλίες Δένδια – Τσαβούσογλου

Στην κόψη του ξυραφιού οι συνομιλίες Δένδια – Τσαβούσογλου

Την Τετάρτη στην Άγκυρα

-Η δύσκολη επιχείρηση για κλείσιμο του μετώπου με τη Λιβύη

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Στα βαθιά και ταραγμένα νερά των ελληνοτουρκικών μπαίνει την Τετάρτη η κυβέρνηση, με την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια στην Άγκυρα για την πρώτη κανονική συνάντηση με τον τούρκο ομόλογό του, έπειτα από μια περίοδο μεγάλης έντασης και κρίσεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Την ίδια ώρα, η Αθήνα, με μια τολμηρή κίνηση, την επίσκεψη του ίδιου του πρωθυπουργού στη Λιβύη, επιχείρησε να φυλάξει τα νώτα και να αποτρέψει σε πρώτη φάση τουλάχιστον τον κίνδυνο νέων μονομερών ενεργειών σε εφαρμογή του τουρκολιβυκού μνημονίου.

Η επίσκεψη του κ. Δένδια στην Άγκυρα, μέσα στο βαρύ κλίμα που διαμορφώνουν οι καθημερινές επιθετικές και εμπρηστικές μερικές φορές δηλώσεις τούρκων αξιωματούχων, αποτελεί μια πολύ δύσκολη προσπάθεια αποκατάστασης μιας στοιχειώδους εμπιστοσύνης, που αποτελεί τη βάση για οποια­δήποτε σοβαρή συζήτηση μεταξύ των δύο χωρών.

Είναι προφανές ότι η Τουρκία χρησιμοποιεί την επίσκεψη αυτή, όπως και τη συνέχιση των διερευνητικών αλλά και την αναμενόμενη σύγκληση της Πενταμερούς Διάσκεψης για το Κυπριακό, ως επιχείρημα για να πείσει τους Ευρωπαίους ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος για τη συζήτηση κυρώσεων και ότι συνεπώς «δεν θα πρέπει να παρασύρεται από δύο κράτη-μέλη η ΕΕ και να θέτει σε κίνδυνο τις σχέσεις της με την Τουρκία».

Η Αθήνα μέχρι την τελευταία στιγμή θα αφήσει ανοικτή την επίσκεψη στην Άγκυρα προκειμένου να αποφύγει τα γνωστά παιχνίδια των Τούρκων, που μπορεί να μπουν στον πειρασμό για κάποια από τις γνωστές προκλήσεις, καθώς θεωρεί ότι η συνάντηση αυτή είναι χρήσιμη και παρότι δεν υπάρχει ιδιαίτερη προσδοκία για τα αποτελέσματά της μπορεί να συμβάλει ώστε να υπάρξει τουλάχιστον μετά από πολύ καιρό ένα ξεκαθάρισμα των εκατέρωθεν προθέσεων, ενώ θα δοθεί και στη διεθνή κοινότητα το μήνυμα ότι δεν είναι η Ελλάδα που αρνείται τον διάλογο.

Όμως οι παγίδες είναι πολλές, γιατί η Τουρκία μπορεί να «πουλάει» σε Βρυξέλλες και Ουάσινγκτον το αφήγημα της απόσυρσης του «Oruc Reis» και της αποκλιμάκωσης της έντασης, αλλά στην Αθήνα γνωρίζουν καλά ότι η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας από την Τουρκία είναι σταθερή και μόνιμη και βασικό στοιχείο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Ακόμη γνωρίζουν ότι το ερευνητικό ή το γεωτρύπανο θα επιστρέψουν με την πρώτη ευκαιρία στην ελληνική και κυπριακή υφαλοκρηπίδα εάν ο κ. Ερ­ντογάν θελήσει να εκβιάσει και πάλι την Ευρώπη και τις ΗΠΑ ή εάν θεωρήσει ότι επιβάλλοντας εκ νέου τετελεσμένα τονώνει το πολιτικό προφίλ του στο εσωτερικό και προωθεί την εικόνα της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης.

Υπό αυτές τις συνθήκες η αναζήτηση ενός modus vivendi δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση.
Σημεία σύγκλισης είναι απίθανο να βρεθούν, αν και η Αθήνα ορθά έχει επιχειρήσει να συνδέσει την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας και κυρίως τα ζητήματα που ενδιαφέρουν άμεσα τον κ. Ερντογάν, όπως η Τελωνειακή Ένωση, η χρηματοδότηση για το Προσφυγικό κ.ά., με την αποφυγή νέων προκλήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο.

Βεβαίως, με μια ΕΕ η οποία είναι, αν όχι αρνητική, τουλάχιστον διστακτική να ακολουθήσει μια σκληρή γραμμή απέναντι στον ηγεμονισμό της Τουρκίας, προσφέρονται πολλά περιθώρια ελιγμών στον κ. Ερντογάν.

Για παράδειγμα, εάν στείλει και πάλι το ερευνητικό του σκάφος σε περιοχή μη οριοθετημένης υφαλοκρηπίδας (που μόνο με υπολογισμό πλήρους επήρειας του Καστελλόριζου θα είναι ελληνική), θα μπορεί και τετελεσμένα να επιβάλλει και την Ελλάδα να προκαλεί αλλά και να αποδυναμώνει την επίδειξη αλληλεγγύης προς την Ελλάδα, καθώς αρκετοί εταίροι θεωρούν –και το δείχνουν αυτό– «παράλογο» να διεκδικεί η Ελλάδα πλήρη επήρεια για το Καστελλόριζο. Γιατί στο κεφάλαιο αυτό της προπαγάνδας η Τουρκία τα έχει καταφέρει άριστα, καθώς είτε με δημοσιεύματα, είτε με δηλώσεις, είτε με καταχωρίσεις προβάλλει τον «παραλογισμό» του να έχει ένα μικρό νησί πλήρη επήρεια και κάτω από αυτό κρύβουν τη βασική θέση τους, που είναι σε πλήρη αντίθεση με το Δίκαιο της Θάλασσας, απαιτώντας όλα τα νησιά να μην έχουν παρά μόνο χωρικά ύδατα και μάλιστα μέχρι τα 6 ν.μ.

Στο… πόδι η επίσκεψη στη Λιβύη
Στη Λιβύη, σε μια επίσκεψη η οποία δεν είχε προετοιμαστεί καλά, αλλά από την οποία δεν μπορούσε να περιμένει κανείς και πολλά στις συνθήκες που πραγματοποιήθηκε, ο κ. Μητσοτάκης ευθέως έθεσε θέμα ακύρωσης του τουρκολιβυκού μνημονίου, με τον Λίβυο προσωρινό πρωθυπουργό Αμπντέλ Χαμίντ Ντμπεϊμπά να απαντά ότι η χώρα του εξετάζει όλες τις συμφωνίες με βάση τα συμφέροντά της και όχι τα συμφέροντα άλλων χωρών. Μια αναφορά που ουσιαστικά απορρίπτει το ελληνικό αίτημα.

Βεβαίως δεν περίμενε κανείς μια διαφορετική υποδοχή του ελληνικού αιτήματος, ειδικά σε μια ρευστή για τη Λιβύη περίοδο και μάλιστα με έναν φιλότουρκο πρωθυπουργό.

Πάντως τώρα υπάρχει τουλάχιστον ανοικτή επικοινωνία μεταξύ των δύο χωρών και η επαναλειτουργία της πρεσβείας στην Τρίπολη θα βοηθήσει ώστε να υπάρχει και πίεση προς τη λιβυκή πλευρά για το ζήτημα αυτό. Και επίσης δεν θα πρέπει η Αθήνα να αφήσει να ατονήσει η συμφωνία που υπήρξε για συγκρό­τηση Κοινής Επιτροπής που θα συζητήσει την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μεταξύ των δύο χωρών. Γιατί σε αυτήν τη συζήτηση θα τεθεί εκ των πραγμάτων θέμα της υπό οριοθέτηση περιοχής και επομένως θα τεθεί σε συζήτηση το τουρκολιβυκό μνημόνιο, το οποίο πάντως έχει ήδη χαρακτηρισθεί ως παράνομο και άκυρο όχι μόνο από την Ελλάδα και τις χώρες της περιοχής αλλά και από την ΕΕ. Και συνεπώς το ζήτημα αυτό θα βρίσκεται στην ατζέντα των σχέσεων της Λιβύης με την ΕΕ, που είναι κρίσιμες για την αποκατάσταση της ομαλότητας αλλά και για την ανοικοδόμηση της χώρας.

Η σημερινή κατάσταση στη Λιβύη δημιουργεί δυσάρεστα αισθήματα, συγκρίνοντάς την με την εποχή που οι ηγέτες τους Ανδρέας Παπανδρέου και Μουαμάρ Καντάφι είχαν αναπτύξει στενούς δεσμούς και η χώρα ήταν ανοικτή για ελληνικές εταιρείες και επενδύσεις. Η νατοϊκή παρέμβαση πριν από δέκα χρόνια οδήγησε σε έναν εμφύλιο και στη διάλυση της χώρας αυτής και έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία να βάλει γερά τα πόδια της στη Λιβύη, με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα και για την Ελλάδα.

Βεβαίως είναι τραγικός ο απολογισμός υπολογίζοντας ότι η Ελλάδα δεν μπόρεσε όλα εκείνα τα χρόνια του θερμού εναγκαλισμού με τη Λιβύη να οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα της και έτσι να κλείσει οριστικά μια πληγή η οποία τώρα έχει κακοφορμίσει… Και αυτό θα πρέπει να το έχουν υπόψη τους όσοι αναλάβουν τώρα τη δύσκολη αποστολή της διαπραγμάτευσης με τη Λιβύη…

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ