Όπλα και Εξάρτηση του ’21 – Ποιός ήταν ο Αγωνιστής της Επανάστασης

Όπλα και Εξάρτηση του ’21 – Ποιός ήταν ο Αγωνιστής της Επανάστασης

Κάθε ιστορικός που ασχολήθηκε με την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και θέλησε στην αρχή της περιγραφής του να παρουσιάσει και να συγκρίνει τις εμπόλεμες πλευρές σε αυτόν τον αγώνα, κάνει πάντοτε λόγο, από ελληνικής πλευράς, για τους αρματολούς και τους κλέφτες.

Επομένως, στο βασικό ερώτημα που προκύπτει σχετικά με την προέλευση του οπλισμού των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, δεν είναι δυνατόν να μην αναφερθεί το προφανές, ότι δηλαδή «…κάποιου είδους στρατιωτική οργάνωση των Ελλήνων υφίστατο επί αιώνες…».1

Δείτε το Χρονολόγιο της Ελληνικής Επανάστασης

Επίσης δείτε μέσα απο τους ζωγραφικούς πίνακες στιγμές του αγώνα και τους Έλληνες πρωτοστάτες (Πηγή ΓΕΕΘΑ)

Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι οι ιστορικοί, συμφωνούν ότι σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας,2 υπήρχαν ένοπλα ελληνικά ή γενικώς χριστιανικά σώματα· οι αρματολοί και οι κλέφτες. Οι μεν πρώτοι ήταν εντεταλμένα όργανα της εξουσίας για τη φύλαξη των ορεινών όγκων, τον έλεγχο των περασμάτων και την αντιμετώπιση του φαινομένου της ληστείας, οι δε τελευταίοι ήταν οι περιβόητοι κλέφτες, μετέχοντες στο εκτεταμένο, την εποχή της τουρκοκρατίας, φαινόμενο της ληστείας.

Η βιβλιογραφία σχετικά με τους αρματολούς και τους κλέφτες, είναι πλούσια και εκτεταμένη.3 Το θέμα των ενόπλων Ελλήνων στα προεπαναστατικά χρόνια προσεγγίζεται πολύπλευρα και ερμηνεύεται ποικιλότροπα. Για τη διερεύνηση του βασικού ανωτέρω ερωτήματος, δηλαδή πως εξηγείται η κατοχή όπλων από τους Έλληνες την περίοδο της τουρκοκρατίας, από την πλούσια βιβλιογραφία συγκρατείται κατ’ αρχήν το γεγονός της συχνής εναλλαγής ρόλων μεταξύ των κλεφτών και των αρματολών.4 Επομένως, η ίδια η οθωμανική εξουσία επέτρεπε την κατοχή όπλων ή εφοδίαζε με κατάλληλο οπλισμό τους αρματολούς, για την εκτέλεση των καθηκόντων που τους ανέθετε, ενώ ήταν αναγκασμένη να κάνει το ίδιο και για τους κλέφτες όταν αυτοί γίνονταν αρματολοί, όποτε, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, οι πρώην αρματολοί γίνονταν κλέφτες.

Οι αρματολοί και οι κλέφτες ήταν εμπειροπόλεμοι τον καιρό που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση. Την πολεμική τους πείρα την απέκτησαν είτε σε «εθιμικές» ενδοοικογενειακές συγκρούσεις,5 είτε υπηρετώντας, πολλοί από αυτούς στο στρατό του Αλή πασά, είτε υπηρετώντας σε σύγχρονους ευρωπαϊκούς στρατούς, όταν αναγκάστηκαν από τα εκάστοτε γεγονότα να καταφύγουν μεταξύ άλλων και στα Επτάνησα.6 Εκτός όμως από αυτά, στη Μάνη και στο Σούλι, τα «κάστρα της λευτεριάς», όπως τα έλεγε ο Κολοκοτρώνης, οι Έλληνες έμαθαν τον πόλεμο και εξειδικεύτηκαν στην πιο προσφιλή γι αυτούς μορφή του· τον «κλεφτοπόλεμο».

Επομένως, οι αρματολοί και οι κλέφτες ήταν εμπειροπόλεμοι· αλλά ήταν λίγοι. Οι ανάγκες ενός αγώνα τέτοιας σημασίας, τέτοιων διαστάσεων και χρονικής διάρκειας, δεν ήταν αντικειμενικά δυνατόν να βασιστεί σε τόσο λίγους. Ως εκ τούτου, είναι εύλογο το ερώτημα της εμφάνισης και του εξοπλισμού των στρατευμάτων που πήραν τελικά μέρος στην Επανάσταση. Στην πραγματικότητα, οι αρματολοί και οι κλέφτες δεν υπήρξαν παρά μόνο ο πυρήνας των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων της Επανάστασης. Το μεγαλύτερο μέρος τους αποτέλεσαν τελικά οι χωρικοί και οι αγρότες της ελληνικής υπαίθρου,7 τους οποίους κατάφερε να εκπαιδεύσει ο Κολοκοτρώνης8 και οι άλλοι εμπειροπόλεμοι αγωνιστές, αλλά τελικά, με την πάροδο του χρόνου, ο ίδιος ο πόλεμος. Ο στρατός του 1821 που παρουσιάζεται αμέσως με την εξέγερση του ελληνικού έθνους ως άτακτος, ήταν «ολόκληρο το έθνος μετασχηματισθέν σε στρατόν».

Όσο για τον οπλισμό των χωρικών, η απάντηση είναι προφανής. Οι επαναστάτες που έφταναν σε «μπουλούκια» (τουρκ. Boluk = συντροφιά, λόχος) στα στρατόπεδα με την κήρυξη της Επανάστασης, είχαν πρωτόγονο οπλισμό· κυνηγετικά όπλα, μαχαίρια δεμένα σε μακριά ξύλα, ρόπαλα, σφεντόνες, αγροτικά εργαλεία όπως δικράνια και δρεπάνια, μαχαίρια, σούβλες και ό,τι άλλο μπορούσε να χρησιμεύσει σαν φονικό όργανο. Με τις πρώτες ελληνικές νίκες, όπως για παράδειγμα με την απελευθέρωση της Καλαμάτας, ή ακόμα καλύτερα με την άλωση της Τριπολιτσάς, όλος ο τουρκικός οπλισμός έπεσε στα χέρια των Ελλήνων ως λάφυρο. Με αυτόν εξοπλίστηκαν χιλιάδες αγωνιστές μέχρι το τέλος της Επανάστασης.

Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει το γεγονός, ότι πολύ σύντομα, αμέσως μετά την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, οι ελληνικές κοινότητες και τα φιλελληνικά σωματεία του εξωτερικού, συνεισέφεραν όχι μόνο σε είδη πρώτης ανάγκης, προσωπικό και χρήματα, αλλά και σε οπλισμό και πολεμοφόδια.9

Για τους λόγους αυτούς, ο οπλισμός των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Επανάστασης δεν είναι ομοιογενής. Έτσι λοιπόν, συναντάει κανείς ευρωπαϊκά, (κυρίως από την Ιταλία), τουρκικά, αλβανικά, σλάβικα, αραβικά και ανατολίτικα όπλα, κυρίως περσικά.

Στο αφιέρωμα αυτό, παρουσιάζεται ένα μόνο μέρος της ποικιλίας του οπλισμού των επαναστατημένων Ελλήνων, στις οποίες περιλαμβάνονται φυσικά, το «ένδοξο καριοφίλι», η τιμημένη σπάθα ή «πάλα», και το γνωστό «γιαταγάνι».

 

Το Καριοφίλι

Το θρυλικό και ηρωικό καριοφίλι ήταν το πιο διαδεδομένο όπλο των αγωνιστών του 1821. Στην πραγματικότητα πρόκειται για το ευρωπαϊκό «αρκεβούζιο» (αγγλ. arquebus) (γαλλ. arquebuse).

Πρόκειται για ένα εξαιρετικά μακρύκαννο εμπροσθογεμές τυφέκιο με λεία κάννη, ο αρχικός σχεδιασμός του οποίου έλκεται από τον 16ο αιώνα και το οποίο εξελίχθηκε ως τα τέλη του 18ου αιώνα. Αρχικά η πυροδότηση γινόταν με φυτίλι, αλλά με την πάροδο του χρόνου αυτό αντικαταστάθηκε από σύστημα πυροδότησης με πυριτόλιθο (τσακμακόπετρα). Έως το 1820 περίπου, η εκπυρσοκρότησή τους επιτυγχανόταν με τη χρήση του μηχανισμού αυτού, που ήταν μία ισπανική επινόηση. Οι Έλληνες αποκαλούσαν τον πυριτόλιθο «ντουφεκόπετρα» ή «ατσαλόπετρα». Ο πυριτόλιθος προκαλούσε σπινθήρα κατά την κρούση της σφύρας (κόκκορα ή λύκου) στον άκμονα (κάλυμμα σκάφης) του όπλου, ο οποίος άναβε την πυρίτιδα.

Κατά τη δεκαετία του 1820 τα τυφέκια εφοδιάσθηκαν με μηχανισμό πυροδότησης με καψύλλιο. Το καψύλλιο της εποχής αποτελείτο από εκρηκτικό (ή πυροκροτικό) υδράργυρο ο οποίος εμπεριεχόταν σε θήκη από φύλλο χαλκού και τοποθετείτο στον άκμονα του όπλου, σε υποδοχή από ατσάλι. Η σημαντική αυτή καινοτομία επέφερε σημαντικές αλλαγές στη φιλοσοφία πυροδότησης του όπλου, καθώς καταργήθηκε η σκάφη πυρίτιδας και η οπή της κάννης. Το καψύλλιο ήταν πιο αξιόπιστη λύση από τον πυριτόλιθο για την πυροδότηση του τυφεκίου. Παράλληλα, μια άλλη μεγάλη καινοτομία υπήρξε η αντικατάσταση της χρήσης χύμα πυρίτιδας (μπαρούτης ή μπαρουτιού) με τη χρήση προετοιμασμένων χάρτινων φυσιγγίων πυρίτιδας (φουσέκια ή καρτούτσια) και πολύ σύντομα με χάρτινα φυσίγγια ενσωματωμένης βολίδας (μπαρουτόβολα). Με τον τρόπο αυτό, αν και το καριοφίλι παρέμενε εμπροσθογεμές, η διαδικασία της γέμισης και πυροδότησης συντομεύθηκε σημαντικά.

Το βεληνεκές («τίρο») του καριοφυλιού επηρεαζόταν πολύ από τις καιρικές συνθήκες (π.χ. υγρασία), οι οποίες επηρέαζαν σημαντικά την αποτελεσματικότητα της πυρίτιδας. Το παλιό καριοφύλι με την τσακμακόπετρα είχε βεληνεκές περίπου 150 μέτρων, αλλά στην πραγματικότητα ήταν αποτελεσματικό σε απόσταση 40-50 μέτρων. Στη βελτιωμένη του έκδοση με τον πυροδοτικό μηχανισμό καψυλλίου, είχε βεληνεκές γύρω στα 400 μέτρα, αλλά ήταν αποτελεσματικό μεταξύ 100 και 150 μέτρων. Το βεληνεκές του εξαρτάτο και από διάφορους άλλους παράγοντες, με κυριότερο το μήκος της κάννης του. Η μακριά κάννη προσέδιδε στο πυροβόλο μεγαλύτερη ευθυβολία και στο βλήμα («βόλι») μεγαλύτερη επιτάχυνση και κρουστική ισχύ.

Για την προέλευση της ονομασίας «καριοφίλι» υπάρχουν αρκετές εκδοχές. Ο Βαλαωρίτης δίνει την ποιητική εξήγηση «Ωνομάσθησαν ούτω, διότι έφερον κεχαραγμένον εν κυκλοειδή ζώνη το ομώνυμον εύοσμον φυτόν όπερ καλούμεν καρυοφίλλι». Ο Λεβίδης το μεταθέτει από τη λέξη φυλλοκάρδι. Ο Κωνσταντίνος Σάθας όμως, του οποίου η άποψη φαίνεται να είναι και η επικρατέστερη, υποστήριξε ότι πήρε το όνομά του από τη φίρμα «Carlo e Figli» (Κάρλο & Υιοί) που κατασκεύαζε τέτοια όπλα στη Βενετία. Πολλά από τα τυφέκια που χρησιμοποιήθηκαν στη Χερσόνησο του Αίμου κατά τον 18ο αιώνα, κατασκευάσθηκαν από αυτήν τη βιοτεχνία. Ανεξάρτητα από την προέλευσή τους, όλα τελικά τα τυφέκια αυτού του τύπου έμειναν γνωστά με την παραδοσιακή αυτή «Καριοφίλι».

Το καριοφίλι βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων κλεφτών και αρματολών πολύ πριν την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Ήταν ένα βαρύ και δύσχρηστο όπλο. Ο μηχανισμός πυροδότησης με πυριτόλιθο αντιμετώπιζε πολλές φορές προβλήματα από τις καιρικές συνθήκες. Η μακριά του κάννη εξασφάλιζε μεγάλη ακρίβεια βολής, αλλά για να επιτευχθεί αυτό, το όπλο έπρεπε να στηρίζεται. Παρά το γεγονός ότι ήταν χαρακτηριστικά κατώτερο από τα σύγχρονα όπλα της εποχής και σχετικά απαρχαιωμένο, ήταν το αγαπημένο όπλο των αγωνιστών του 1821 και χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.

Τα παλαιότερα καριοφίλια τοποθετούνται χρονικά γύρω στο 1750 και οι πυροδοτικοί τους μηχανισμοί προέρχονταν σχεδόν αποκλειστικά από την Ιταλία.Τα όπλα που σώζονται από εκείνη την εποχή, παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία σε σχήματα κάννης και κοντακίου αλλά και σε στολισμό. Τα περισσότερα φέρουν εξαίρετη διακόσμηση, συνήθως με σκαλισμένα φύλλα ασημιού (επάργυρα), και για τον λόγο αυτό ήταν ακριβά και αποτελούσαν έναν μικρό θησαυρό για τον κάτοχό τους ή για εκείνον που τα κέρδιζε ως λάφυρο. Τα τυφέκια κρέμονταν από τον ώμο τού πολεμιστή κατά την πορεία ή την ανάπαυση, με τον αορτήρα, έναν δερμάτινο ιμάντα. Τα καριοφίλια πολλών στρατιωτικών αρχηγών ήταν χρυσοποίκιλτα και ασημοποίκιλτα. Από την ασημένια διακόσμησή τους πήραν και τον χαρακτηρισμό «ασημοκαπλατισμένα».

Αν και γενικά όλα τα τυφέκια της εποχής είχαν τη γενική ονομασία «καριοφίλι», οι ιδιοκτήτες τους τα ξεχώριζαν σε είδη ανάλογα με το λαμνί (κάννη), τις φωτιές, το μάκρος του και τα «παφίλια» που το κρατούσανε δεμένο στο κοντάκι (πέντε ως οκτώ παφίλια). Μερικά από τα είδη καριοφιλιών ήταν: Φιλύντρα, Λαζαρίνα, Μιλιώνι, Νταλιάνι, Τρικιώνι, Αρμούτι, Γκιζαήρ, Σισανές, Ντάντσικα, Σαρμάς, Σαρμά-Σισανές, Χαρέ Σαρμά, Παπά Καριοφίλι, Ψαλιδιάς, Σαντέ, Μαντζάρι κ.ά. Σώζεται και το δημοτικό τραγούδι:

«Νταλιάνι μου στον πόλεμο κι’ Αρμούτι στο σημάδι, και καριοφίλι στη φωνή σαν άξιο παλληκάρι»

Το καριοφίλι ήταν από τα αγαπημένα όπλα των αγωνιστών που τα βάφτιζαν και με ξεχωριστό όνομα. Ο Αθανάσιος Διάκος το έλεγε «παπαδιά», ο Καραϊσκάκης «Βασιλική», ο Δημ. Μακρής «Λιάρο» κ.λπ.

 

Το Τρομπόνι

Οι στεριανοί αγωνιστές του 1821 χρησιμοποιούσαν οπλισμό ανατολικής κυρίως προελεύσεως (οθωμανικό, αραβικό, περσικό). Αντίθετα, οι ναυτικοί της Επανάστασης είχαν στην κατοχή τους και χρησιμοποίησαν κατά κόρον οπλισμό ευρωπαϊκής προελεύσεως από την Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία.

Το τρομπόνι ήταν ένα κατ’ εξοχήν ναυτικό όπλο. Ήταν ένα σχετικά κοντόκανο τυφέκιο με φαρδιά κάννη μεγάλου διαμετρήματος και με μηχανισμό πυροδότησης από πυριτόλιθο. Η διαφορά του με τα χερσαία τυφέκια ήταν ότι ο σκοπός του δεν ήταν μια ακριβής βολή, αλλά μάλλον να επιτρέπει γρήγορες βολές χωρίς ακριβή σκόπευση σε κοντινές αποστάσεις. Για το λόγο αυτό σχεδιάστηκε να βάλλει πολλά σφαιρίδια μολύβδου (σκάγια ή βόλια) με μία βολή. Η κάννη του κατέληγε πιο ανοικτή στο στόμιό της και με τον τρόπο αυτό επιτυγχανόταν μεγάλο εύρος διασκορπισμού των σφαιριδίων σε μικρή απόσταση.

Κατά τα άλλα, είχε επάνω του όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά των όπλων της εποχής, όπως τα σκαλίσματα και τον περίτεχνο διάκοσμο, τις παραλλαγές στο σχήμα και το μήκος της κάννης καθώς και στο σχήμα του κοντακίου.

 

Η Πιστόλα

Οι πιστόλες ήταν βραχύκανα, λειόκανα όπλα με μηχανισμό πυρόλιθου και ανάλογα με την προέλευσή τους, διακρίνονται σε ευρωπαϊκές, ανατολίτικες ή αρβανίτικες. Εφέροντο στη ζώνη, «σελάχι», του πολεμιστή σε διαμορφωμένες θήκες.

Υπήρχε μεγάλη ποικιλία στο σχεδιασμό της λαβής και στο στολισμό. Η χρήση τους προοριζόταν για τη στιγμή που αντίπαλος πλησίαζε αρκετά ώστε να μην απαιτείται ιδιαίτερη σκόπευση για την επιτυχή βολή εναντίον του.

Ο μηχανισμός πυροδότησης ήταν ίδιος ή παρόμοιος με εκείνων των τυφεκίων.

 

Η Πάλα ή Σπάθα

Οι πάλες ή σπάθες, δεν ήταν τίποτα άλλο από τις οθωμανικές σπάθες kilidj τις οποίες κρεμούσαν οι αγωνιστές στην αριστερή πλευρά τους και αποτελούσαν το βασικό επιθετικό όπλο τους. Οι πάλες είναι μια παραλλαγή του περσικού και κεντρο-ασιατικού shamshir με την μοναδική διαφορά τους να βρίσκεται στο φάρδος της λεπίδας και στην κατασκευή της θήκης.

Αρχικά οι πάλες είχαν μια καμπυλωτή φαρδιά και μακριά λεπίδα η οποία λεπταίνει στο κέντρο της (όπου βρίσκεται και η καμπύλη της) και ξανά φαρδαίνει στο άκρο της. Η καμπύλη που κάνει είναι ιδιαιτέρα έξυπνη καθώς κατανέμει σωστά το βάρος του όπλου, κάνοντας το ιδιαιτέρα εύχρηστο παρά το μεγάλο του μήκος. Το υλικό κατασκευής της λάμας είναι είτε ατσάλι (για μεγαλύτερη αντοχή) είτε η «δαμασκηνή ατσάλινη πλέξη», ενώ συχνά σε αυτή συναντιούνται χρυσές επιγραφές. Στην λαβή της βρίσκεται ο χαρακτηριστικός προφυλακτήρας σε σχήμα σταυρού ο οποίος δένει την λεπίδα με την λαβή. Η λαβή είναι σε σχήμα Γ δημιουργώντας μια «μπάλα» στο τελείωμα. Οι λαβές συνήθως ήταν κατασκευασμένες από κόκαλο ή ξύλο και σπανιότερα μέταλλο.

Η θήκη της πάλας κατασκευαζόταν από ξύλο το οποίο απέξω ντυνόταν με μεταλλικά μέρη και δέρμα. Τα μεταλλικά μέρη μπορούσαν να είναι από μπρούτζο ή από ασήμι. Συνηθισμένος συνδυασμός για την εποχή ήταν το ντύσιμο της θήκης με μέταλλο στο επάνω μέρος, στην μέση με δέρμα και στο τελείωμα πάλι με μέταλλο. Το μέταλλο της θήκης ήταν συχνά στολισμένο με σκαλίσματα ή με σαββάτι. Τέλος, η δεύτερη διαφορά της πάλας συναντιόταν στον τρόπο που δένονταν καθώς έφερε δυο κρίκους ανάρτησης, οι οποίοι βρίσκονταν ο κάθε ένας σε διαφορετική πλευρά (ένας δεξιά, ένας αριστερά) σε αντίθεση με το shamshir που τους είχε στην ίδια πλευρά.

 

To Σαμσίρ (Shamshir)

Πρόκειται για μία σπάθη περσικής προέλευσης, πολύ διαδεδομένης στον οθωμανικό κόσμο το οποίο αποτελεί τον πλησιέστερο τύπο ξίφους με την οθωμανική σπάθη ή πάλα.

Αρχικά, τα περσικά ξίφη ήταν ίσια και αμφίστομα (δίκοπα). Η καμπύλη λεπίδα που υιοθετήθηκε με την πάροδο του χρόνου, προήλθε από την Κεντρική Ασία. Υπάρχει σημαντική διαφωνία μεταξύ των ιστορικών ως προς το πότε αυτές οι καμπύλες λεπίδες εισήχθησαν για πρώτη φορά από την Κεντρική Ασία στο Ιράν και σε ποια ακριβώς περίοδο υιοθετήθηκε η κατασκευή των περσικών σπαθιών με αυτήν την τεχνοτροπία, ώστε να προκύψει το περίφημο shamshir.

Οι καμπύλες λεπίδες άρχισαν να εμφανίζονται στην Περσία τον 9ο αιώνα, όταν αυτά τα όπλα χρησιμοποιήθηκαν από στρατιώτες στην περιοχή Khurasan της Κεντρικής Ασίας, αλλά δεν υιοθετήθηκαν ευρέως. Το σπαθί που τώρα ονομάζεται «shamshir» αναπτύχθηκε στο Ιράν πιθανότατα τον 12ο αιώνα, κατόπιν των επιρροών που δέχθηκε η περιοχή από το σελτζουκικό χανάτο και την εισβολή των Μογγόλων του 13ου αιώνα. Τελικά πήρε μια μορφή διαφορετική από τους παλαιότερους τύπους σπαθιών μέχρι τον 16ο αιώνα.

Το Shamshir είχε «συγγενείς» στην Τουρκία (το kilidj), την αυτοκρατορία των Μουγκάλ (το ταλβάρ) και τον γειτονικό αραβικό κόσμο (το saif). Με την πάροδο των χρόνων, οι λεπίδες παρήγοντο στην Ινδία ή την Οθωμανική αυτοκρατορία και χρησιμοποιούνταν στο Ιράν για την κατασκευή σπαθιών, ή και αντιστρόφως, οδηγώντας με τον τρόπο αυτό σε ξίφη «μεικτής» προέλευσης.

Το shamshir είναι ένα καμπυλωτό σπαθί φτιαγμένο για χρήση με το ένα χέρι με λεπτή λεπίδα που σχεδόν δεν έχει διαφορά στο πλάτος της μέχρι την άκρη του. Αντί να φέρεται σε όρθια θέση, φοριέται οριζόντια, με τη λαβή και το άκρο προς τα πάνω. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την αντιμετώπιση αντιπάλων χωρίς θωράκιση είτε πεζούς είτε έφιππους ενώ το άκρο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για χτυπήματα. Η λαβή του σχηματίζει έναν σταυρόσχημο προφυλακτήρα χεριού και καταλήγει σε καμπυλωτή άκρη με σφαιροειδές σχήμα. Η λεπίδα καλύπτεται από πλάκες οστών, ελεφαντόδοντου, ξύλου ή άλλου υλικού που στερεώνεται με καρφιά ή πριτσίνια για να σχηματίσει τη λαβή. Πολλές από τις παλαιότερες περσικές λεπίδες είναι κατασκευασμένες από υψηλής ποιότητας χωνευτό χάλυβα wootz, και φημίζονται για την εξαιρετική επεξεργασία τους.

Αν και η προέλευση του ονόματος έχει συσχετιστεί με την πόλη του Shamshir (που σημαίνει «καμπύλη σαν το νύχι του λιονταριού» στα Περσικά) η λέξη έχει χρησιμοποιηθεί από την αρχαιότητα ακόμα στην περσική γλώσσα για να δηλώσει το «σπαθί». Τέλος, είναι αξιοσημείωτο ότι η αρχαία ελληνική λέξη «σαμψήρα» είχε την έννοια του ξένου «βαρβαρικού» σπαθιού.

Ένα μοναδικό δείγμα αποτελεί το shamshir (η σπάθα) του Νικήτα (Νικηταρά) Σταματελόπουλου, η λεπίδα του οποίου είναι πριονωτή και στις δύο κόψεις της.

 

Το Κιντζάλ (Kindjal)

Καυκάσιου τύπου μαχαίρι, κυρίως από την Γεωργία, με χαρακτηριστική φαρδιά λάμα η οποία ήταν αιχμηρή και από τις δυο πλευρές. Το μαχαίρι αυτό όπως και τα προηγούμενα φοριόταν στο σελάχι.

Η λαβή των kindjal ήταν κατασκευασμένη από κόκαλο η ξύλο και είχε σχήμα «I» δημιουργώντας ένα ημικύκλιο στο πίσω μέρος. Τέλος η θήκη του είχε ξύλο ως βασικό δομικό υλικό και απέξω ήταν ντυμένη με μέταλλο και δέρμα. Στα περισσότερα συναντάται ασήμι με σαββάτι.

Υπάρχουν βέβαια και αυτά με τους πολύτιμους λίθους και χρυσά ένθετα στην λάμα που ήταν στην κατοχή των ευπορότερων.

 

Το Γιαταγάνι

Οθωμανικού τύπου μεγάλο μαχαίρι το οποίο τοποθετείτο από τους αγωνιστές στο σελάχι (φαρδιά δερμάτινη ζώνη) που δενόταν στην μέση, και περιείχε θήκες, στις οποίες τοποθετούνταν όπλα και άλλα χρήσιμα αντικείμενα). Το γιαταγάνι ήταν το «αγαπητό όπλον των γενναίων δια την εκ του συστάδην μάχην»1 όπλο που χρησιμοποιείτο κυρίως για γιουρούσια, καθώς και γρήγορες επιθέσεις λόγω του μικρού βάρους του και του μαζεμένου μεγέθους του σε σχέση με τις πάλες.

Γενικά το γιαταγάνι ήταν πολύ διαδεδομένο, και υπήρχε σχεδόν σε όλους τους αγωνιστές σε σχέση με τις πάλες και άλλα αγχέμαχα που δεν τα κατείχαν όλοι.

Το σχήμα του γιαταγανιού είναι σχεδόν επίπεδο, ενώ σε ορισμένα υπάρχει μια μικρή κλίση στο κέντρο της λάμας. Οι λάμες τους συχνά έφεραν χρυσές ένθετες επιγραφές, συνήθως ψαλμούς από το κοράνι καθώς και στοιχεία του κατασκευαστή και του ιδιοκτήτη του όπλου. Τα λίγα ελληνικά γιαταγάνια με χρυσές επιγραφές συνήθως έφεραν την αρχή του 34ου ψαλμού του Δαβίδ «Κύριε δίκασον τους αδικούντας με, και πολέμησον τους πολεμούντας με».

Χαρακτηριστικό των περισσοτέρων γιαταγανιών είναι η λαβή που συνηθέστερα αποτελείται από δυο «αυτιά». Η λαβή των γιαταγανιών είναι αυτή που τα χωρίζει σε διάφορες κατηγορίες. Υπάρχουν τα κοκκάλινα, τα μεταλλικά, τα συρματερά και τα «Τ». Τα κοκκάλινα όπως το αποκαλύπτει και το όνομα τους έχουν λαβή από κόκκαλο ζώου, είτε λευκό (συνήθως από καμήλα) είτε μαύρο. Τα μεταλλικά είναι κυρίως από ασήμι αλλά υπάρχουν και μπρούτζινα καθώς και χρυσά, τα σχήματα στην λαβή τους διαφέρουν καθώς συναντιούνται διάφορα είδη λαβής (μερικά και χωρίς «αυτιά»). Τα συρματερά αποτελούνται από μεταλλικές λαβές οι οποίες μιμούνται το σχήμα του κοκκάλου και εξωτερικά καλύπτονται από μια τεχνοτροπία κατασκευής σχεδίων από λεπτό σύρμα (κυρίως βαλκανικής προέλευσης). Τέλος τα «Τ» είναι γιαταγάνια που έχουν μεταλλική λαβή αλλά το σχήμα της διαφέρει πολύ από τα υπόλοιπα δημιουργώντας ένα σχήμα «Τ». Οι θήκες από τα γιαταγάνια αποτελούνται από ξύλο το οποίο είναι ντυμένο με μέταλλο (μπρούτζο, χρυσό, ασήμι), δέρμα και βελούδο. Τα τρία αυτά υλικά μπλέκονται συχνά και συνυπάρχουν, δημιουργώντας διάφορους συνδυασμούς. Στα πιο «πλούσια» υπάρχουν ασήμι με σαββάτι, σκαλιστό ασήμι, σκαλιστά επίχρυσα τμήματα συνδυασμένα με δέρμα κ.α.

 

Το Χατζάρι

Το χατζάρι ήταν ένα αραβικής προέλευσης μαχαίρι (στα αραβικά λέγεται jambiya) που τοποθετείτο και αυτό στο σελάχι. Το μαχαίρι αυτό συναντάται μέχρι και σήμερα σε πολλά αραβικά κράτη ως αξεσουάρ της ενδυμασίας.

Την εποχή του 1821, λόγω των πολλών Αράβων και Αιγυπτίων που πολέμησαν ως μισθοφόροι των Οθωμανών, υπήρχαν πλήθος τέτοιων μαχαιριών στον ελληνικό εξοπλισμό προερχόμενα από λαφυραγώγηση. Το μαχαίρι αυτό είναι ιδιαίτερα κυρτό δημιουργώντας ένα σχήμα «j». Τα υλικά κατασκευής του διαφέρουν από απλό ξύλο και κόκαλο μέχρι πολύτιμους λίθους, ασήμι και χρυσό.

 

Ο Πέλεκυς

Αρκετοί αγωνιστές χρησιμοποιούσαν πελέκεις ως επιθετικό όπλο. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης χαρακτηριστικά είχε ένα ζευγάρι ασημένιους πελέκεις. Οι αγωνιστές του 1821 τους κρεμούσαν στο πλάι τους και τους χρησιμοποιούσαν επιτιθέμενοι με μεγάλη δύναμη προκαλώντας σοβαρά τραύματα και ακρωτηριασμούς στους αντιπάλους. Τα τσεκούρια αυτά ήταν αρκετά λεπτοκαμωμένα με μακριά λαβή, ενώ στην κεφαλή έφεραν σκαλίσματα και ένθετες οθωμανικές επιγραφές.

Οι δύο πελέκεις του Γεωργίου Καραϊσκάκη

 

Ο Κεφαλοθραύστης

Μεταλλικό οθωμανικό αγχέμαχο όπλο που χρησιμοποιείτο στην εκ του σύνεγγυς μάχη. Όπως φανερώνει το όνομά του, το όπλο αυτό με το ιδιαίτερο σχήμα του επέφερε συντριπτικά πλήγματα στον αντίπαλο, ιδίως στο ακάλυπτο κεφάλι.

Κεφαλοθραύστες χρησιμοποιούσαν πολλοί οπλαρχηγοί και αγωνιστές κατά την Επανάσταση του 1821 κυρίως ως επιθετικό όπλο. Ξακουστός παραμένει ο ασημένιος κεφαλοθραύστης του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη (εικόνα). Σχηματικά αποτελείτο από ένα μεταλλικό σωλήνα που στο επάνω μέρος διέθεταν ένα στρογγυλό τμήμα από πολλά μεταλλικά μέρη.

 

Η Παλάσκα

Οι παλάσκες είναι μεταλλικές κυρίως θήκες, μέσα στις οποίες οι πολεμιστές τοποθετούσαν αρχικά την χύμα πυρίτιδα και τα βόλια τους, και αργότερα τα προετοιμασμένα φυσίγγιά τους, τις λεγόμενες «χαρτούτσες» ή «φουσέκια».

Οι παλάσκες έχουν κατά εποχές διαφορετικό σχήμα, μέγεθος και υλικό κατασκευής. Οι παλάσκες, για παράδειγμα, του πρώτου ελληνικού στρατιωτικού σώματος είναι δερμάτινες, ενώ την περίοδο της Τουρκοκρατίας συναντούμε ακόμη και υφασμάτινες χρυσοκεντημένες, όπως είναι αυτές του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Πολύ συνηθισμένες όμως ήταν οι μεταλλικές παλάσκες.

Αποτέλεσαν ένα απαραίτητο εξάρτημα των κλεφταρματολών και στη συνέχεια των αγωνιστών της ελευθερίας, επάνω στο οποίο είναι δυνατόν να συναντήσει κανείς εντυπωσιακά δείγματα της τέχνης της αργυροχρυσοχοΐας της εποχής. Στην επιφάνεια των πιο ακριβών από αυτές, χαρασσόταν με απαράμιλλη τέχνη περίτεχνοι διάκοσμοι, ζωηρές παραστάσεις από την καθημερινή ζωή, τη θρησκεία, τη μυθολογία, τους θρύλους καθώς και ιστορικές παραστάσεις.

 

Το Μεδουλάρι

Το μεδουλάρι ήταν μια μικρή μεταλλική θήκη στην οποία φυλασσόταν το «μεδούλι» δηλαδή το λίπος που χρησιμοποιούσαν οι αγωνιστές της εποχής για τη λίπανση και συντήρηση των όπλων τους. Παρουσίαζε μεγάλη ποικιλία σχημάτων και διακόσμου.

Κρεμόταν από μια λεπτή αλυσίδα στη μέση του αγωνιστή, στερεωμένο στο σελάχι ή το ζωνάρι, συνήθως στην αριστερή πλευρά.

 

Το Σελάχι

Το σελάχι ή σιλαχλίκι ή σιλέφι (προέρχεται από την τουρκική λέξη σιλάχ). Ήταν ανδρική ζώνη φτιαγμένη από τσαρουχάδες, αποτελείτο είτε από δέρμα, είτε από χοντρό χαρτόνι ντυμένο με πανί, είτε από χοντρό βελούδο και το χρησιμοποιούσαν ως οπλοθήκη για χατζάρες ή γιαταγάνια.

Συνήθως είχε χαραγμένα πάνω του σχέδια διαφόρων ειδών. Φοριόταν μαζί με τις ενδυμασίες στη μέση πάνω από την φουστανέλα και το συγκρατούσε μια πλατιά δερμάτινη ζώνη η οποία δενόταν πίσω στη μέση.

Η χρήση του σελαχιού ήταν εκτεταμένη κυρίως στον χώρο της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας. Κατά τα πρώτα χρόνια μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, το σελάχι συμπεριλήφθηκε και στην αστική ενδυμασία της εποχής ενώ χρησιμοποιήθηκε και για τη φύλαξη εντός αυτού χρημάτων, σουγιάδων, καπνοσακούλας και διαφόρων άλλων μικροαντικειμένων. Σήμερα, εντοπίζεται ως εξάρτημα σε διάφορες παραδοσιακές ενδυμασίες.

 

Το Χαρμπί

Το χαρμπί δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ο οβελός που χρησιμοποιούσαν την εποχή εκείνη οι χειριστές των εμποροσθογεμών όπλων (τυφεκίων και πιστολιών) για τη διαδικασία γέμισης και προετοιμασίας του όπλου για βολή.
Το χαρμπί είχε πολλές χρήσεις. Εντός της θήκης του χρησίμευε για τη γέμιση των όπλων. Βγάζοντάς το από τη θήκη του, αποκαλυπτόταν ένα πολύ αιχμηρό στέλεχος που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να καταφέρει θανατηφόρα πλήγματα στον αντίπαλο σε μάχη σώμα με σώμα. Ήταν κοφτερό και μυτερό και στρογγυλεμένο απ’ όλες τις πλευρές. Υπήρχαν και παραλλαγές με διχαλωτή άκρη που χρησίμευε ακόμα και ως πηρούνι. Με τη διχάλα αυτή έπιαναν ακόμα και το κάρβουνο απ’ το τσιμπούκι τους.

_______________________________

1 Ελένη Αγγελομάτη Τσουγκαράκη: «Η Προεπαναστατική Ελλάδα», Αθήνα, 2010, σελ. 120.

2 Όπ. π.

3 ΣΣ: Ευρύς κατάλογος προτεινομένης βιβλιογραφίας σχετικά με τους αρματολούς και τους κλέφτες περιέχεται στο παραπάνω έργο της Ελένης Αγγελομάτη – Τσουγκαράκη (Αγγελομάτη – Τσουγκαράκη, σελ. 120 – 121).

4 «…Οι αρματολοί συνδέθηκαν στην ελληνική ιστοριογραφία αλλά και στη συλλογική μνήμη με τους κλέφτες ως δύο ένοπλες ομάδες που εναλλάσσονταν κατά περίπτωση…» (Αγγελομάτη – Τσουγκαράκη, σελ. 125.

5 Καργάκος Ι. Σαράντος: «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821», Αθήνα 2014, τόμος Α΄, σελ. 167 – 168.

6 Καργάκος, σελ. 171.

7 Καργάκος, σελ. 168.

8 «…Ο Κολοκοτρώνης πρώτος κατόρθωσε, ύστερα από σκληρή προσπάθεια με τις συνεχείς ασκήσεις, να μυήσει τους άμαθους αγροτοκτηνοτρόφους στην τέχνη του πολέμου με την δημιουργία τεχνητών αλλά ρεαλιστικών συνθηκών μάχης. Όλη η μακρά περίοδος της πολιορκίας της Τριπολιτσάς χρησιμοποιήθηκε ως “σπουδή πολέμου”…». (Καργάκος, σελ. 168)

9 «…Στις 2 Ιουλίου 1821 μπήκε στο λιμάνι της Μασσαλίας ένα υδραίικο μπρίκι με ρωσική σημαία, το “ΒΑΡΩΝΟΣ ΣΤΡΟΓΚΟΝΩΦ”. Στο πλοίο αυτό, που είχε ήδη στα κήτη του αρκετές ποσότητες όπλων, επέβαινε ο πρίγκηπας Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Απώτερος σκοπός του η προμήθεια όπλων για τους επαναστατημένους Έλληνες. Παρά την απαγόρευση εξαγωγής όπλων με κατεύθυνση την Ελλάδα, ο ΒΑΡΩΝΟΣ ΣΤΡΟΓΚΟΝΩΦ όταν εγκατέλειψε το λιμάνι της Μασσαλίας, στις 18 Ιουλίου 1821, μετέφερε 90 περίπου στρατιωτικούς Ευρωπαίους, περί τα 2.000 τουφέκια, δύο βαγονέτα πυροβολικού, δύο οβουζοβόλα και βαρέλια με πυρόλιθους…». [Βασιλάτος Νίκος: «Όπλα 1790 – 1860. Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας και Τέχνης» Έκδοση ΕΟΜΜΕΧ (Ελληνικός Οργανισμός Μικρομεσαίων Μεταποιητικών Επιχειρήσεων & Χειροτεχνίας), Αθήνα, 1989, σελ 59].

Πηγή πληροφοριών & φωτο: ΓΕΕΘΑ
Κεντρική φωτο: Πίνακας του Βρυζάκη/ΓΕΕΘΑ


Σχολιάστε εδώ