Δίνουμε… δωρεάν «σωσίβιο» στην Τουρκία σε Βρυξέλλες και Ουάσινγκτον!

Δίνουμε… δωρεάν «σωσίβιο» στην Τουρκία σε Βρυξέλλες και Ουάσινγκτον!

Τόσο… ξύπνιοι γίναμε!

-Χωρίς πλαίσιο οι επαφές με την Άγκυρα, που δεν παύει να απειλεί…

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Σε κινήσεις οι οποίες διευκολύνουν τελικά την Τουρκία να ξεπεράσει τον σκόπελο της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ, χωρίς μάλιστα να υπάρχει κάποια ανταπόδοση ή κάποια ανταπόκριση της Άγκυρας, προβαίνει η Αθήνα και στο πλαίσιο αυτό μάλιστα αποδέχθηκε να υπάρξει επίσημη επίσκεψη του Νίκου Δένδια στην Άγκυρα στις 14 Απριλίου.

Είναι ενδεικτικό ότι τόσο η συνάντηση αυτή όσο και η Πενταμερής για το Κυπριακό ορίσθηκαν να γίνουν μετά τη Σύνοδο Κορυφής, ώστε η Τουρκία να επιτύχει να καταγραφούν στις εκθέσεις Μπορέλ αλλά και στα Συμπεράσματα ως θετικά βήματα τα δύο αυτά γεγονότα, που κανείς δεν γνωρίζει, αν και εύκολα μπορεί να προβλέψει, πώς θα καταλήξουν. Και έτσι, σε ό,τι αφορά την Πενταμερή, η Αθήνα και η Λευκωσία φαίνονται να δίνουν το πράσινο φως στις δυνάμεις εκείνες της ΕΕ που θέλουν να χρυσώσουν την Τουρκία προκειμένου να συνεχίσει να κρατά στο έδαφός της πρόσφυγες και μετανάστες.

Η κυβέρνηση φυσικά υποστηρίζει ότι ο διάλογος δεν βλάπτει, ούτε σημαίνει υπαναχώρηση από τις πάγιες θέσεις μας, αλλά αντιθέτως μπορεί να βοηθήσει στη διαχείριση εντάσεων, πριν κλιμακωθούν επικίνδυνα, και συγχρόνως μπορεί μετά από μεγάλο διάστημα να διαπιστωθεί εάν υπάρχει δυνατότητα αναζήτησης κοινού τόπου για τα μείζονα προβλήματα των διμερών σχέσεων.

Πιθανότατα, από το μυαλό ορισμένων συμβούλων του πρωθυπουργού, ειδικά εκείνων που προέρχονται από τη σχολή σκέψης του ΕΛΙΑΜΕΠ και της εκσυγχρονιστικής – σημιτικής κληρονομιάς, περνάει και πάλι η ιδέα ενός νέου Ελσίνκι, όπου, αντί της ένταξης, το δέλεαρ για την Τουρκία θα είναι η Τελωνειακή Ένωση, η κατάργηση της βίζας για τους τούρκους πολίτες και η ισχυρή χρηματοδότηση για το Μεταναστευτικό.

Πέραν του γεγονότος ότι το Ελσίνκι μυθοποιήθηκε και στο πλαίσιο αυτό ξεχάσθηκε ίσως ότι δεν ήταν υποχρεωτική η αποδοχή της Χάγης από την Τουρκία, αλλά θα ήταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που απλώς θα επανεξέταζε την πρόοδο της προσπάθειας της Ελλάδας και Τουρκίας για την επίλυση των «συνοριακών διαφορών», οι υποστηρικτές αυτής της αντίληψης λησμονούν βασικά πράγματα και κυρίως ότι η Τουρκία και ο Ερντογάν του 2021 δεν έχουν καμιά σχέση με τον Ερντογάν και την Τουρκία του 2004.

Προφανώς ξεχνούν ότι πλέον η στρατηγική αντίληψη της επέκτασης, όπως συμβαίνει με το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» έχει τεθεί σε εφαρμογή, δημιουργώντας νέα δεδομένα. Επίσης, λησμονούν ότι ο κ. Ερντογάν θεωρεί ως κεκτημένο και την αναθεώρηση της Τελωνειακής Ένωσης αλλά και την κατάργηση της βίζας, και μάλιστα ως ανταλλάγματα για την παραμονή σχεδόν 4 εκατομμυρίων μεταναστών και προσφύγων στην Τουρκία.

Είναι προφανές ότι αυτά τα θέματα (τα οποία εξάλλου η ΕΕ δεν μπορεί να προσφέρει τόσο απλά) δεν είναι αρκετά για να μετατρέψουν την Τουρκία σε «αρνάκι», ούτε βεβαίως για να αποδεχθεί το Δίκαιο της Θάλασσας και την παραπομπή στη Χάγη της διαφοράς οριοθέτησης με την Ελλάδα.

Το γεγονός ότι θα συναντηθεί ο κ. Δένδιας με τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου δεν σημαίνει ότι η μια ή η άλλη πλευρά έχει αλλάξει ή έχει υποχωρήσει από τις θέσεις της, ούτε ότι θα προχωρήσουν σε διαπραγμάτευση.

Όμως, καθώς άνοιξε η προοπτική και για προετοιμασία συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν, θα πρέπει να υπάρξει πολύ καλή προετοιμασία για μια τέτοια συνάντηση και κυρίως να είναι στοχευμένη, ώστε να έχει κάποιο αποτέλεσμα. Κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο, καθώς τα ζητήματα που θέτει διαρκώς η τουρκική ηγεσία και έχουν και την προσωπική σφραγίδα του Ταγίπ Ερντογάν, όπως είναι το «άσυλο» που δήθεν προσφέρει η Ελλάδα στους –θεωρουμένους από τον ίδιο ως τρομοκράτες– οπαδούς του Φετουλάχ Γκιουλέν, η αντίληψη ότι η Ελλάδα προσπαθεί να περικυκλώσει την Τουρκία συμμαχώντας με εχθρούς του και εξοπλίζει παράνομα τα νησιά, είναι θέματα τα οποία δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά προς συζήτηση από την ελληνική πλευρά.

Από την άλλη πλευρά η κυβέρνηση ίσως θεωρεί ότι έτσι κερδίζει χρόνο, χωρίς εντάσεις και κρίσεις, αλλά αυτό δεν θα πρέπει να δημιουργεί ψευδαισθήσεις για τις πραγματικές προθέσεις της Τουρκίας.

Η Άγκυρα θέλει να έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία όσο θα συνεχίζει το παζάρι της με τη ΕΕ και κυρίως το Βερολίνο και να αποσπάσει ό,τι μπορεί περισσότερο τώρα. Από το φθινόπωρο, όταν θα αποχωρήσει από την καγκελαρία η Άνγκελα Μέρκελ, η πιο συνεπής και σταθερή συνομιλήτρια του Ταγίπ Ερντογάν στην Ευρώπη, θα υπάρξει ένα κλίμα αβεβαιότητας σε σχέση με τις προθέσεις της επόμενης γερμανικής κυβέρνησης και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα έχει την ισχύ να επιβάλει, όπως κάνει σήμερα η κ. Μέρκελ, φιλοτουρκικές επιλογές.

Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις εξελίσσονται στο μεγαλύτερο πρόβλημα του Ταγίπ Ερντογάν, καθώς τα μηνύματα που έλαβε η Άγκυρα από την κυβέρνηση Μπάιντεν είναι απολύτως αρνητικά. Ακόμη και αν η Ουάσινγκτον επιχειρήσει, όπως αναμένεται, να βρει κώδικα επικοινωνίας με την Τουρκία, είναι προφανές ότι η σχέση δεν θα είναι εύκολη, ούτε χωρίς συγκρούσεις. Έχοντας να διαχειρισθεί με τους Αμερικανούς τη σχέση εξάρτησης που έχει αναπτύξει με τον ρώσο Πρόεδρο Πούτιν και την επιδείνωση της κατάστασης των ανθρωπίνων και δημοκρατικών δικαιωμάτων στη χώρα του, ο κ. Ερντογάν γνωρίζει ότι μια κλιμάκωση με την Ελλάδα και την Κύπρο απλώς θα φέρει ακόμη πιο κοντά την κυβέρνηση Μπάιντεν με την Αθήνα και τη Λευκωσία. Και γι’ αυτό ίσως προτιμά αυτόν τον διάλογο, που έτσι κι αλλιώς δύσκολα οδηγεί σε αποτελέσματα.

Κλειδί βεβαίως για τις εξελίξεις παραμένει και το Κυπριακό, όπου Αθήνα και Λευκωσία φαίνεται να παγιδεύονται σε μια συζήτηση εκ του μηδενός, με το επιχείρημα ότι έχει άτυπο χαρακτήρα ανταλλαγής απόψεων. Εφόσον επιχειρηθεί μια τέτοια διαδικασία, η Αθήνα θα πρέπει να παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη και συγκρο­τημένη θέση που δεν θα αφορά μόνο την πτυχή των εγγυήσεων αλλά και τις εσωτερικές πτυχές.

Μάλιστα οφείλουμε να θυμίσουμε ότι οι εσωτερικές πτυχές ήταν αυτές που οδήγησαν στο ναυάγιο των συνταγματικών αλλαγών του 1964, οι εσωτερικές πτυχές χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσχημα για την επίκληση των εγγυήσεων και την τουρκική εισβολή του 1974 και σε μεγάλο βαθμό ήταν οι εσωτερικές πτυχές που προβλέπονταν στο Σχέδιο Ανάν και τελικά οδήγησαν στην απόρριψή του.

Επειδή η Τουρκία δείχνει να προετοιμάζεται για μια γενική επανατοποθέτηση στο κυπριακό ζήτημα, η Αθήνα δεν μπορεί να βρεθεί στη Γενεύη και να σφυρίζει αδιάφορα.

Και βεβαίως αυτό που πρέπει όλοι να αντιληφθούν είναι ότι χωρίς επίλυση του Κυπριακού δεν μπορεί να υπάρξει αντιμετώπιση του προβλήματος των οριοθετήσεων θαλασσίων ζωνών στη Μεσόγειο, εφόσον η Τουρκία αρνείται να καθίσει στο τραπέζι με την Κυπριακή Δημοκρατία…

Καλές λοιπόν οι συναντήσεις, αλλά να έχουμε συναίσθηση μέχρι πού μπορούν να φθάσουν οι «κολεγιές» με τον κ. Ερντογάν…

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ